Τα προηγούμενα 200 χρόνια που γιορτάσαμε πρόσφατα ήταν ένδοξα! Τα επόμενα δύο θα είναι κρίσιμα. Έτσι τουλάχιστον συνηθίζουν να λένε οι ειδικοί.

Μετά από μια σύντομη επιστροφή στο μακρινό δοξασμένο παρελθόν μας, που εκτίναξε στα ύψη την ψυχική μας ανάταση και την εθνική μας υπερηφάνεια, επιστρέφουμε και πάλι στο καταθλιπτικό παρόν μας. Κλεισμένοι ξανά μέσα στη γνώριμη πια θλιμμένη μας παρένθεση, που άνοιξε πριν από έναν χρόνο η πανδημία, αδυνατούμε να ατενίσουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Εκείνο που έχει τώρα μεγαλύτερη σημασία για εμάς, είναι να σώσουμε το παρόν μας. Ένα παρόν στατικό, αποστειρωμένο, αποξηραμένο και αποξενωμένο, που προσπαθεί εναγωνίως να αποδράσει από τις «φυλακές» των λοκντάουν.

Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η χώρα μας αντιμετωπίζει το τρίτο και σφοδρότερο επιδημικό κύμα, όπως και το τρίτο και σκληρότερο λοκντάουν. Τα δημόσια νοσοκομεία μας έχουν υπερβεί τα όρια της αντοχής τους, δίνοντας μια γιγαντιαία μάχη με την θανατηφόρο ασθένεια των πνευμόνων. Το λιγοστό και εξαντλημένο υγειονομικό προσωπικό, οι άνθρωποι με τις άσπρες και πράσινες μπλούζες, οι ήρωες του 2021, μέσα από τις εφημερίες του τρόμου, προσπαθούν να ανταποκριθούν με αυταπάρνηση και υπερπροσπάθεια στις τεράστιες ανάγκες και υπό συνθήκες ιδιαίτερα επικίνδυνες για ασθενείς και εργαζόμενους.

Αυτές τις δύσκολες ώρες δρέπουμε τους «καρπούς» της συρρίκνωσης του ΕΣΥ, μετρώντας τους σε απώλειες χιλιάδων οργανικών κλινών και μονάδων νοσοκομείων και θεραπευτηρίων του ΙΚΑ που στήριζαν την Πρωτοβάθμια Υγεία. Οι απώλειες αυτές βεβαίως είναι αποτέλεσμα των πολιτικών των κυβερνήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, που απαξίωναν συστηματικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αλλά και η τωρινή κυβέρνηση που διαχειρίζεται τη μεγάλη υγειονομική κρίση, προσπαθεί με μετακινήσεις προσωπικού και με μετονομασίες κλινικών να λύσει το δύσκολο πρόβλημα που έχει προκύψει. Μετατρέπει ολόκληρα νοσοκομεία σε κλινικές Covid, ενώ τις λιγοστές ΜΕΘ γενικών ασθενειών και τις χειρουργικές αίθουσες, τις διαθέτει πλέον ως ΜΕΘ ασθενών με κορονοϊό. Το αποτέλεσμα όμως είναι οι υπόλοιπες ασθένειες να μένουν πλέον «άστεγες» με ό, τι αυτό συνεπάγεται…

Οι γιατροί και οι νοσηλευτές αλλάζουν πόστο, αλλά δεν «αβγατίζουν», αλλάζουν περιφέρειες και νοσοκομεία και αρκετοί από αυτούς καλούνται να στελεχώσουν τις ιδιωτικές δομές υγείας, αφήνοντας πίσω τους δυσαναπλήρωτα κενά.

Δεν χρειαζόταν να επιστρατεύσει τώρα η κυβέρνηση τους ιδιώτες γιατρούς, αφού ουσιαστικά δεν μπορούν να συνεισφέρουν σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας από το οποίο απέχουν ολόκληρες δεκαετίες, ενώ την ίδια στιγμή αναγκάζονται να περιορίσουν και τις υπηρεσίες τους προς τους ασθενείς τους. Εκείνο που χρειαζόταν να κάνει η κυβέρνηση, κατά την ταπεινή μου άποψη, ήταν να προσλάβει άμεσα γιατρούς και ειδικότητες που μπορούν να υποστηρίξουν τις τρέχουσες ανάγκες και ταυτόχρονα να επιτάξει ιδιωτικές κλινικές στην υπηρεσία της Δημόσιας Υγείας που δοκιμάζεται. Τέτοιες ενέργειες θα αποτελούσαν σίγουρα μια ουσιαστική πράξη στήριξης προς το αποδυναμωμένο ΕΣΥ.

Όμως εδώ υπάρχει και η αντίθετη άποψη, που φαίνεται να συμμερίζεται και η κυβέρνηση. Είναι η άποψη του… Άρη:  «Όταν τελειώσει η πανδημία, τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς τους γιατρούς που θα έχουμε προσλάβει, αφού τότε θα έχουμε πλεόνασμα;». Λογικός ακούγεται ο προβληματισμός του Άρη, για εκείνους που ενημερώνονται αποκλειστικά και μόνο από τους διάφορους τελάληδες των ΜΜΕ.

Είναι όλοι αυτοί (και δεν είναι λίγοι) που έχουν πειστεί, ότι σήμερα μόνο μια ασθένεια υπάρχει. Η πανδημία! Έτσι, όταν με το καλό ο κορονοϊός θα μας «αποχαιρετήσει», θα πάρει μαζί του και όλες τις άλλες αρρώστιες που τις έχουμε πια ξεχάσει, άρα οι γιατροί τότε θα μας είναι αχρείαστοι. Και μην ξεχνάς ότι, «τα λεφτά είναι πολλά, Άρη…!».

Η κυβέρνηση διατείνεται σε όλους τους τόνους ότι με τις πρωτοβουλίες της έχει θωρακίσει επαρκώς το ΕΣΥ, αλλά οι αριθμοί, ως αξιόπιστοι και αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες, την διαψεύδουν. Ο υπουργός Υγείας υποστηρίζει ότι πραγματοποίησε 7.000 προσλήψεις συμβασιούχων γιατρών και λοιπού νοσηλευτικού προσωπικού, χωρίς να αναφέρεται ξεχωριστά στις επιμέρους κατηγορίες. Ωστόσο, σύμφωνα με το ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας & Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία), από το 2009 έως το 2018 το ΕΣΥ απώλεσε πάνω από 11.000 μόνιμες θέσεις εργασίας. Έτσι, οι πρόσφατες προσλήψεις επικουρικού κυρίως προσωπικού που πραγματοποιήθηκαν, δεν αναπληρώνουν ούτε το 65% των απωλειών της μνημονιακής περιόδου.

Η δεκαετής λιτότητα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και την περίθαλψη και απομάκρυνε ακόμα περισσότερο το κράτος από τις δημόσιες δομές υγείας. Το κράτος καλύπτει σήμερα μόλις το 61% των δαπανών υγείας, ενώ το μέσο ποσοστό κάλυψης στις χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 71%. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Διεθνής Αμνηστία, κατά τη μνημονιακή περίοδο 2009-2018 οι δημόσιες δαπάνες για την Υγεία μειώθηκαν κατά 42,8%. Την ίδια περίοδο, οι κατά κεφαλήν δαπάνες για την Υγεία μειώθηκαν επίσης κατά 40%. Οι δαπάνες για ιατρικά προϊόντα μειώθηκαν περισσότερο από 50%, για νοσοκομειακές υπηρεσίες κατά 43% και για την πρόληψη κατά 33%.

Ακόμα και μέσα στην πανδημία οι περικοπές στην Υγεία συνεχίζονται κανονικά.

Ο προϋπολογισμός του 2021 για την Υγεία είναι μειωμένος κατά 572 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2020! Η κρατική χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ μειώνεται κατά 50,6%, η φαρμακευτική δαπάνη κατά 130 εκατ. ευρώ και η δαπάνη για παροχές ασθένειας κατά 96 εκατ. ευρώ.

Δεν ξέρω βέβαια αν λένε κάτι τα παραπάνω ποσοστά στην διακεκριμένη αξιότιμη καθηγήτρια της  Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, που θεωρεί ότι «το 20% των θανάτων εκτός ΜΕΘ αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό»! Αυτή την άστοχη δήλωση έκανε η εν λόγω καθηγήτρια κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης από το Υπουργείο Υγείας για την πανδημία. Πώς να εμπιστευθείς όμως έναν ειδικό, που κυνικά και απερίφραστα κάνει τέτοιου είδους αναφορά; Αναρωτιέσαι τότε, τι υποτιμά άραγε περισσότερο η συγκεκριμένη επιστήμονας; Τις αριθμητικές ποσότητες ή τις ανθρώπινες απώλειες; Γιατί ένα από τα δύο, το υποτιμά σίγουρα!

Φαίνεται πως δεν έχουν κουράσει μόνο τον κόσμο τα ατελείωτα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί και επιβάλει η κυβέρνηση, αλλά δείχνουν να έχουν κουράσει και τους ίδιους και το τελευταίο διάστημα φάσκουν και αντιφάσκουν, με αποτέλεσμα να μας έχουν μπερδέψει. Όσο περισσότερο μιλάνε τόσο λιγότερα καταλαβαίνουμε. Μακάρι, οι αποφάσεις που λαμβάνονται να έχουν αποτέλεσμα, ώστε να μην χρειαστεί να επιβεβαιώσουν για ακόμα μία φορά το στίχο του πεζογράφου και ποιητή μας Γεώργιου Βιζυηνού, για μια πικρή αλλά μεγάλη αλήθεια που μας ακολουθεί: «Όλα δε κράζουν τα συμβάντα, ότι ο Έλλην φθάνει πάντα, κατόπιν εορτής!».

Εν μέσω της μεγάλης υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία να συγκρίνει τη χώρα μας με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης και με τις ΗΠΑ, που τα τελευταία 30 χρόνια κατάφεραν να διαλύσουν κυριολεκτικά τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας τους και σήμερα πληρώνουν βαρύτατο τίμημα σε απώλειες ανθρώπινων ζωών.

Την ίδια στιγμή όμως η κυβέρνηση, αποφεύγει πολύ προσεκτικά να συγκρίνει την Ελλάδα με χώρες όπως είναι η Κίνα, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Κούβα, το Βιετνάμ και η Ταϊβάν, που δεν είδαν καν δεύτερο κύμα της επιδημίας να έρχεται κατά πάνω τους.

Τώρα βεβαίως όλα εξηγούνται, αλλά ποιος νοιάζεται ετούτη τη στιγμή για εξηγήσεις.

Δεν ξέρω αν και κατά πόσο είναι χρήσιμες όλες αυτές οι διαπιστώσεις, όταν μάλιστα τις επικαλούμαστε κατόπιν… εορτής!

https://moschonas.wordpress.com