Κάτι γίνεται τα βράδια του Σαββάτου στον Αμπελούζο. Όλη η νιότη του χωριού μαζεύεται στο σχολείο.
Σ’ ένα σχολείό που ζωντανεύει ξανά μετά από χρόνια από ένα μπουκέτο παιδιά, μισάνοιχτα λουλούδια που αρχίζουν να μοσχοβολούν…
Και μετά παίρνουν σβάρνα τους έρημους δρόμους του χωριού με τους φακούς από τα κινητά τους να ρίχνουν βλέμματα στο χρόνο και τη σκοτεινιά.
Τι κάνουν, θα πείτε, τα παιδιά;
Γιατί μαζεύονται στο σχολειό;
Γιατί παίρνουν τους δρόμους νυχτιάτικα;
Κάτι για Θεατρικό παιχνίδι τους είπε ο Πάπα Γιώργης κάθε Σάββατο μαζί μου.
Αλλά εγώ είχα αλλά σχέδια,άλλους χάρτες σκιαγραφούσα με τα φώτα του Γρηγόρη μας!
Στις 6.00’τα βλέπεις και μαζεύονται ανυπόμονα να τελειώσω το παραμύθι με τα μικρά. Χτυπούν την πόρτα, βιάζονται, ρωτούν τι θα κάνουμε σήμερα.
“Έκπληξη”είναι η απάντηση…
Και μετά έρχεται ο Γρηγόρης ανάβουμε τους φακούς από τα κινητά και ξεκινάμε να περπατάμε τους δρόμους του χωριού την εποχή των προγόνων τους.
Τώρα τα σπίτια παίρνουν άλλη μορφή.
Ζουν άλλοι άνθρωποι, με άλλα ρούχα και ιστορίες με άλλα έθιμα και συνήθειες.
Τώρα το ποτάμι μας δεν έχει στερέψει ο Ληθαίος ποταμός ξεπλένει με τα νερά του του τη λήθη και τη σκόνη από την ιστορία του χωριού.
Ενετοί ψηφίζουν στο Δημαρχείο του Αμπελούζου,κέντρο της τότε επαρχίας,με φόντο το Καινούριο κάστρο του Καστελλίου το Ψηλό Καστέλλι που λέμε σήμερα.
Γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στο ποτάμι και στήνουν κουβέντα ψιθυριστή.
Άνδρες με τα ζώα τους πηγαινοέρχονται,σε δουλειές σε καφενεία,παιδιά με κοντά παντελονάκια παίζουν με ένα κομμάτι μαύρο ψωμί στο χέρι.
Κάποιος βγάζει στιχάκια και τους κάνει χωρατά …Και ανάμεσα τους ο Παπά Αλεξανδράκης,εφημέριος της Αγίας μας Παρασκευής περπατά ψηλός, αγέρωχος με θυμιατό στα χέρια και θαύματα στις μνήμες
Μετά γυρίζουμε πάλι πίσω στο σχολειό και αρχίζουν τα παράπονα και τις ερωτήσεις. Γιατί να μην τρέχει ακόμα το ποτάμι μας;
Γιατί να μην έχουμε ακόμα Δημαρχείο;
Και μέσα από τα παράπονα και τις ερωτήσεις αναγεννιούνται θέατρα, σκαρφίζονται στιχάκια χωρατά, αναβαφτίζονται, ξαφνιάζονται, αναπολούν, ξαναζούν την ιστορία που μικρή και ασήμαντη μπορεί να είναι,μα είναι η δικιά τους, του τόπου τους.
Έχουμε ακόμα πολλούς φακούς να ανάψουμε μέχρι να μεγαλώσει η μέρα και χαρίσει φως στις βόλτες μας.
Έχουμε κι άλλους δρόμους Γορτύνιους, να διαβούμε.
Κι άλλες ιστορίες στην κοίτη του Ληθαίου να ξεπλύνουμε… να χτυπήσουμε την πόρτα τους ανυπόμονα για να ζήσουμε την έκπληξη και να δέσουμε σφιχτά πάνω μας τις μνήμες του χωριού μας!