Δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη η πρόσφατη αξιέπαινη πρόταση πολιτισμού της δημοτικής παράταξης «Ηράκλεια Πρωτοβουλία» προς τη δημοτική αρχή της πόλης του Ηρακλείου.
Ποια ήταν αυτή; Μα να τιμηθεί η μνήμη δύο σημαντικών μορφών, γνήσιων τέκνων του Ηρακλείου, του Στυλιανού Αλεξίου και του Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, με αφορμή την επικείμενη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση τους. Ομολογώ ότι, ατυχώς, δεν παρακολούθησα ποια ήταν η συνέχειά της.
Η καραντίνα, όταν τη βιώνεις με τη «μετακίνηση 6» στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου, σε κάνει να σκέφτεσαι πολλά περπατώντας σκυφτός σε δρόμους που, κατά την πάτρια παράδοση του Λαβυρίνθου και την παταγώδη διάψευση του Ευκλείδη, η κοντινότερη απόσταση ανάμεσα σε δυο σημεία δεν είναι η ευθεία, αλλά η καμπύλη: Όταν περιφέρεσαι πάνω σε καμπύλες εκτός από την Ιστορία, έχεις σύμμαχο το χρόνο και τη φαντασία. Και τούτα σε κάνουν για παράδειγμα να εμπεδώσεις και άλλα πράματα. Όπως ότι η μνήμη σε τούτη την πόλη, δεν είναι μόνο κάτι αόριστο που ίπταται συνήθως πάνω από τους τάφους των κοιμητηρίων ή τις σκονισμένες σελίδες των βιβλίων της Ιστορίας.
Στο Μεγάλο Κάστρο, τα τρόπαια της μνήμης είναι κυρίαρχα. Και πανταχού παρόντα. Η μνήμη ίπταται πάνω και μέσα στην πόλη περίπου σαν τις στρατιές των αόρατων χερουβίμ. Και αυτά τα χερουβίμ της μνήμης καθοδηγούνται σχεδόν με drone καθημερινά μέσα από το μέγαρο της Λότζια. Είναι τόσο πυκνή στον αέρα η μνήμη, που (σχεδόν μαζί με τις ψεκάδες των κυμάτων που σκάνε στα μουράγια του Κούλε κι ανηφορίζουν από τη ρούγα μαΐστρα) σε ραπίζει συνέχεια.
Σχεδόν σου μιλά. Σε σκουντουφλά η μνήμη σε τούτη την πόλη. Και ενίοτε σε κάνει να πονάς. Αυτά σκεφτόμουν έτσι καθώς περπατούσα στη μεγάλη λεωφόρο Οδυσσέα Ελύτη, (ξέρετε του δρόμου που δόθηκε προς τιμήν του νομπελίστα τέκνου της που γεννήθηκε εδώ), έχοντας ήδη διατρέξει ολόκληρη τη μουντή από το χειμωνιάτικο ουρανό (όπως στους πίνακές του) λεωφόρο Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Οι δημοτικές αρχές των τελευταίων χρόνων (έχοντας πια ξεφύγει από τη σοφία του αστραγάλου και εντρυφώντας στην διακυβέρνηση της λούμπεν αριστοκρατίας), έχουν εισαγάγει στην πολιτική τους, τη μνήμη ως δεσπόζον, βασικό μηχανισμό αυτοσυντήρησης της κοινωνίας (μετά τον άρτο), αφού το παρελθόν, μας συντροφεύει και μας καθορίζει ως οντότητες.
Δεν μπορείς παρά να μην είσαι ευτυχής που περπατάς επί τέλους σε δρόμους με ονόματα παγκόσμιων κρητικών. Και σου έρχονται στο μυαλό ακόμη τα λόγια εκείνου που είχε πει (μη με ρωτάτε ποιανού) ότι «η Κρήτη παράγει περισσότερη μνήμη απ’ όση μπορεί να καταναλώσει». Αλλά αυτό το απόφθεγμα ξεπερασμένο πια, διαψεύδεται από την όλο και περισσότερο σάρκωση της μνήμης σε κάθε αποτύπωμα τούτης της πόλης: Κάθε αδέσποτη μνήμη που ξεστράτιζε προς τους λειμώνες της λήθης, η Λότζια την εντόπιζε και την επέστρεφε στα νάματα και στα πάρκα της μνημοσύνης.
Παράδειγμα; Μόλις το πρωί είχα (πάλι με τον κωδικό 6) σκοτώσει τον εγκλεισμό μου από τούτο τον πόλεμο, απολαμβάνοντας το ανακαινισμένο «Ηρώον του Ηρακλείου» στο κέντρο της πλατείας Ελευθερίας. Εκεί που χρόνια τώρα παρέμενε χώρος ανείπωτης ντροπής, βεβήλωσης και μέγα όνειδος προς την Ιστορία της Κρήτης και του Μεγάλου Κάστρου.
Ναι, εκείνο το παλίμψηστο που κτίστηκε το 1930 στα πρότυπα της μινωικής αρχιτεκτονικής, και που μέχρι πρόσφατα κρυπτόμενο πίσω από ακλάδευτους φοίνικες και γέρικες συκιές ήταν αόρατο στους Ηρακλειώτες. Εκείνο που σηματοδότησε το 1930 τους λαμπρούς εορτασμούς της εκατονταετηρίδας από την εθνική παλιγγενεσία του 1821, αφού μεταμορφώθηκε σε ένα κορυφαίο παλλάδιο μνήμης του Μ. Κάστρου, θα εγκαινιαστεί οσονούπω στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ήδη, οι προετοιμασίες για τη δικαίωση της μνήμης που επιστρέφει τροπαιούχα σε τούτη την πόλη, θα στεφθούν με το κόψιμο της κορδέλας από την κυρά Γιάννα, την κυρά Λίνα, τον κυρ Σταύρο και τον κυρ Βασίλη. Τους μπροστάρηδες του Νόστου της Ιστορίας μας. Της επιστροφής της μνήμης.
Ο μινωικός Γρύπας, το μυθικό τέρας με σώμα λιονταριού, κεφάλι και φτερά αετού, το σύμβολο και το οικόσημο της Λέσχης των Ευγενών της Λότζια, και αυτής της πόλης, φρουρός νυχθημερόν του πνεύματος του αρχοντολογιού του Μεγάλου Κάστρου, ξεσκίζει με τα νύχια του κάθε παραστράτημα προς τη Λήθη. Όλη η μνήμη έχει δρομολογηθεί και επιστρέφει τροπαιούχα.
Τη βλέπω να έρχεται από τα σκοτεινά μονοπάτια του χτες με πεφωτισμένους οδηγούς τους πιο πάνω. Εσείς της «Ηράκλειας Πρωτοβουλίας», να μη νομίζετε ότι θέλει δα και «Ηράκλειες προσπάθειες» για να αναστήσει κανείς τη μνήμη και την Ιστορία του τόπου του.
Αφασία και καθρεφτάκια θέλει. Βάλτε τη μνήμη ανάμεσα σε δυο καθρεφτάκια και θα δείτε πως πολλαπλασιάζεται. Ακόμη και σε τέτοια καθρεφτάκια που δείχνει το αρχοντολόι κάθε τέσσερα χρόνια στο πόπολο. Αυτά τα ίδια που κάνουν το άσπρο, μαύρο.
Και τούτη τη γερασμένη και εξόριστη Μνήμη, λέγε με Λήθη, ας την αφήσουμε πια ήσυχη. Είναι κι αυτή βαριά σαν τις χειμωνιάτικες νύχτες και τον εγκλεισμό: «Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας, έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν» λέει κάπου νομίζω, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. «Με τσ’ υγείες σας (μας)», που λένε και οι κρητικοί λυράρηδες στα πανηγύρια. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον μόνο για τα πανηγύρια είμαστε πλέον.