Κι όμως περάσανε εκατόν είκοσι πέντε χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα της Μεγάλης Σφαγής, της Μεγάλης Φωτιάς, του σπαραγμού και της απόλυτης κτηνωδίας…
25 Αυγούστου 1898, ημέρα Τρίτη κάπου εκεί γύρω στις δυο μετά το μεσημέρι ξεκίνησε το μεγάλο κακό…
Τα΄χω γράψει με την δική μου ματιά και πένα σε ένα βιβλίο* όσα απίθανα συνέβησαν τότε. Διαδρομές στην Ιστορία με ένα ποδήλατο του σήμερα…
Όμως κάθε χρόνο σαν τάμα, σαν μνημόσυνο στη μνήμη τόσων αθώων ανθρώπων, ψάχνω τα κιτάπια μου, τις γραφές των σημαντικών ανθρώπων της πόλης, τις παλιές εφημερίδες μήπως και βρω κάτι ακόμα που δεν είχα διαβάσει καλά, που θα ολοκληρώσει τα ανήκουστα που γίνανε τότες…
Όλες τις μέρες που ‘ναι κοντά σε τούτην την επέτειο κατεβαίνω ξημέρωμα στο λιμάνι. Να αφουγκραστώ ήχους, να μυρίσω μυρωδιές, να παρατηρήσω τα ερείπια που μείνανε από τότε…
Παίρνω την φωτογραφική μηχανή και το ποδήλατο μου, συνοδοιπόροι μου κι οι δύο πιστοί πάντα, και… ψάχνουμε.Στον δρόμο τον πολύπαθο που ΄χει για όνομά του την σημαδιακή εκείνη ημερομηνία προσέχουμε ακόμα περισσότερο. Αγνοώντας το πως έχει καταντήσει στις μέρες μας με σπασμένα όλα τα πλακίδια που τον έχουν στρώσει και τον ονομάζουν πεζόδρομο. Με πράσινα δίκτυα καλυμμένα τα κτίρια που κρατούν την Ιστορία παγιδευμένη και με κίνηση αυτοκινητόδρομου εμείς οι τρεις παραμένουμε ρομαντικοί και πιστοί στις… θύμησες.
Χθες το πρωί κάθισα εκεί που εικάζεται πως ήταν η Πύλη του Μόλου και κοίταξα απέναντι τις ταβέρνες και θυμήθηκα εκείνους τους απλούς ανθρώπους που χάθηκαν ή καλλίτερα ξεκληρίστηκαν από τα τουφέκια, την μανία και τα μαχαίρια των βασιβουζούκων, του όχλου των Τουρκών, των αιμοσταγών φονιάδων εκείνης της περιόδου.
Ήταν εύκολο να φανταστώ τους μεγάλους καπνούς και να μυρίσω το πετρέλαιο που λαμπάδιαζε και καίγονταν σπίτια και άνθρωποι. Σαν να τους έβλεπα να πέφτουν από τα στενά παραθυράκια των μπεντενιών στα καλντερίμια του μόλου και στα βράχια. Όπως όπως να γλυτώσουν, κι ας έσπαγαν ποδάρια, χέρια, πλευρά, όσοι το κατάφεραν.Είδα τον Γιωργάκη τον Αλεξίου, επόπτη των Φάρων της εποχής, να κρατά μια βούργια και να προσπαθεί να κατεβάσει από το σιδερόφρακτο παραθυράκι την ξαδέρφη του τη Μαργιόρα που ήταν έγκυος και τα δυο ανήλικα παιδιά της. Την ώρα που κατέβαινε κι ο άνδρας της ο Γιώργος Χατζάκης, βόλι εγγλέζικο τον βρήκε στον μηρό, κατά λάθος, και γιόμισε αίμα ο τόπος κι η θάλασσα. Σώθηκε από έναν Άγγλο γιατρό που έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά, μα ο Γιωργάκης Αλεξίου γκρεμοτσακίστηκε κι έσπασε και τα δυο του πόδια. Ακίνητος όπως κείτονταν νομίζανε οι πιο πολλοί πως είχε σκοτωθεί…
Στου Βράκα την παλιά ταβέρνα κοίταξα, στη σημερινή οδό Μαρίνου Μαρινέλη, κι είδα τον ομώνυμο παπουτσή με τη γυναίκα, τα παιδιά και τα «τσιράκια» του να ουρλιάζουν από τις φλόγες, τους καπνούς, την καμένη τους σάρκα. Λένε πως η κλειδαριά χάλασε με την μεγάλη φωτιά που ξέσπασε και παγιδεύτηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Εκεί τους βρήκανε δυο τρεις μέρες μετά.
Είδα τον Στέλιο Αλεξίου με δυο τρεις ακόμα ανθρώπους της ακολουθίας του μέσα από σφαίρες και καπνούς να προσπαθούν να τρέξουνε από την σφραγισμένη πόρτα του Τελωνίου προς τον Δυτικό λιμενοβραχίονα του μόλου, κοντά στον Μεγάλο Κούλε… Δύσκολο τούτο το φευγιό, παράτολμο αλλά και μόνη λύση για να βρουν καταφύγιο στα καράβια με ξένες σημαίες που μπορεί και να μην τα χτυπούσαν οι Τούρκοι.
Και πάνω σε τούτην την παράτολμη προσπάθεια είδε τον αδερφό του καταγής και νόμιζε κι αυτός πως κείτονταν νεκρός. Η Μαργιόρα και τα παιδιά της κλαίγανε με λυγμούς κι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Στυλιανό γιατί ο θείος του τους είχε φερθεί τόσο ανθρώπινα που εκείνοι δεν ήθελαν να τον αφήσουν εκεί, μόνο του.Ήξεραν μόνο αυτοί πως ήταν ζωντανός αλλά από φόβο δεν μίλησαν….Κι έπρεπε να προχωρήσει ανάμεσα σε τόσους γνωστούς που ήταν… ασάλευτοι. Σταμάτησε το βλέμμα μου μόνο όταν τον είδα να μπαίνει στο «Turquoise», το υδροφόρο καράβι που ‘χε πλαϊνά φτιαγμένα από σίδερο…
Κι ύστερα είδα κι άλλους σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Μπεντενάκι. Όλοι νεκροί από τουρκικα βόλια και χατζάρες. Ζαχαρίας Θιακάκης, Κωστής Ζαχαριάδης. Ο τελευταίος διαμελισμένος με το μισό του μόνο σώμα καταγής…
Άκουσα ξανά το θρήνο από τα σπίτια του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού. Πολλοί χριστιανοί είχαν καταφύγει εκεί να σωθούν γιατί νόμιζαν πως οι Τούρκοι δεν θα μπαίναμε στο «Εγγλέζικο Προξενείο». Γελάστηκαν όλοι και τους σφάξανε, όλους, πάνω από τριάντα ψυχές…Βαριά τα μάτια κι η ψυχή από τα περασμένα… Να αλαφρύνω τα χρώματα ήθελα, τις μυρωδιές, το μυαλό και κίνησα να ανεβαίνω το τότε Βεζίρ Τσαρσί που αμέσως μετά την Μεγάλη Σφαγή του δώσανε για όνομα την ημερομηνία της τέλεσής της: 25η Αυγούστου!
Κι όπως ανηφόριζα προσέχοντας πάντα που πατώ, έστριψα δεξιά και βρέθηκα μπροστά στην εκκλησιάς της φράγκικη, του μοναστηριού των Καπουτσίνων, κι αντίκρυσα έναν αδύναμο, χλωμό και μπαρουτιασμένο εφημέριο.
Τον αναγνώρισα αμέσως, ήταν ο πατήρ Αντωνίνος, που ΄χα διαβάσει πως περιμάζεψε πολλές δεκάδες Χριστιανών. Με κίνδυνο μεγάλο να τον σφάξουν κι αυτόν οι Τούρκοι, εκείνος μπήκε μπροστάρης και δεν άφησε κανέναν αλλόθρησκο να πατήσει στο μοναστήρι. Φιγούρα βιβλική, κάπως ξεχασμένη από τους Καστρινούς… σήμερα.
Μπροστά στο Μέγαρο Κοθρή σταμάτησα κι έκατσα ώρα πολλή. Κοιτώντας πότε κατά το λιμάνι και τη θάλασσα που σάλευε ήρεμη και πότε τα ίσα πάνω ίσαμε την Πλατεία του Αγίου Τίτου, συλλογιόμουνα όλα τούτα και άλλα τόσα. Εκατοντάδες τα πτώματα εκείνες στις μέρες. Αίμα πολύ ποτισμένη τούτη η στράτα…
Κι όπως στερέωσα το βλέμμα μου ψηλά κοντά στη Λότζια ήρθε μια άλλη ρακέντητη φιγούρα να προστεθεί στις εικόνες και τις θύμησες. Χρόνια προσπαθώ να φανταστώ την μορφή της…Την Φούνταινα μου φάνηκε πως είδα …
Μαζί της κι εκείνο το παλληκάρι, ο Βαλελαδάκης. Εκείνη λέγανε πως ήτανε παλιά πόρνη, κι ο νεαρός αγρότης.
«Οι δύο αυτοί ταπεινοί άνθρωποι ανάλαβαν ύστερα από μέρες να περιμαζέψουνε και να θάψουνε τα πτώματα των θυμάτων, που είχεν αρχίσει η αποσύνθεσή τους και όλη η πολιτεία βρωμούσε απαίσια και κίνδυνος άμεσος υπήρχε να δημιουργηθούν επιδημίες.
Με ένα χειράμαξο γύριζαν επί μέρες σ’ όλην την πολιτεία, σώρευαν εκεί τα αποσυνθεμένα σώματα μαζεύοντάς τα κομμάτι και κομμάτι και τα μεταφέρνανε στην Απάνω-Εκκλησιά, στο Σιναϊτικό Μοναστήρι του Αγίου Ματθαίου, όπου τ’ αποθέτανε σ’ ένα βαθύ κι ευρύχωρο κοινό τάφο…»*
Πήρα το ποδήλατο να φτάσω ίσαμε τον Άγιο Τίτο…
Γιορτάζει τούτη η εκκλησιά στις 25 Αυγούστου. Ένα κεράκι ν’ ανάψω στη Χάρη Του. Ένα κεράκι για όλους εκείνους που χάθηκαν άδικα τότε…
ΠΗΓΕΣ:
*Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022
Εφημερίδα «Νέα Χρονικά», 29/3/1948- 28/11/1948
Εφημερίδα «Σκριπτ», Φύλλο 1084, Σάββατο 29 Αυγούστου 1898