Έφυγες πολυβασανισμένος, μα όρθιος, όσο κανείς. Απροσκύνητος και υψηλόφρων. Αφού σεβάστηκες τον Άνθρωπο μέσα σου, στην οικογένειά σου, στους συγγενείς και φίλους σου και στον καθένα. Αφού υπηρέτησες τη Γη, την καλύτερή σου φίλη, τις αξίες του ανθρωπισμού, ό,τι καλύτερο δημιούργησε με τον πολιτισμό του ο άνθρωπος. Αφού σεβάστηκες την παράδοση σαν προοπτική και κληρονομιά, τα κομμάτια της που μέρα με τη μέρα φαίνονταν αναγκαίο μπόλιασμα στο σώμα του Σήμερα. Παρά τη μεγάλη σου ηλικία, δεν απέρριπτες το καινούριο. Ήσουν ένας διαρκής έφηβος.
Οι σκληρές εμπειρίες της ζωής σου, σου δίδαξαν την αξία των γραμμάτων και των επιστημών και προσπάθησες με όσα μέσα διέθετες να τα εφαρμόσεις στα ανήψια σου και σ’ όλους εμάς τους δικούς σου, όπου βρήκες έδαφος κατάλληλο. Ήταν μεγάλη σου ευτυχία το ότι καταλάβαμε το ρόλο σου και σου δείξαμε την αναγνώριση και την ευγνωμοσύνη μας.
Άξιζες να γίνεις γονιός παιδιών τυχερών, πράγματι, αλλά η στράτευσή σου στον τελευταίο εμφύλιο και η αιχμαλωσία σου, οχτώ χρόνια συνολικά, ίσως και η τύχη σου, στάθηκαν εμπόδιο. Γιατί στο σκληρότερο πόλεμο, τον ελληνοελληνικό, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις δοκίμασαν στα κορμιά των νέων της Ελλάδας, που μόλις βγήκε καθημαγμένη από τον Πόλεμο και την Κατοχή, τα νέα εξοντωτικά τους όπλα, ήσουν στον Εθνικό Στρατό υπηρετώντας τη θητεία σου.
Γλύτωσες τη ζωή σου. Δεν είχες την ατυχία του συγγενή σου Φώτη Βασιλάκη, αλλά πιάστηκες από το Δημοκρατικό Στρατό αιχμάλωτος και πέρασες στην Αλβανία. Εκεί άντεξες επί χρόνια αβάσταχτα για άνθρωπο δεινά, δουλεύοντας σκληρά, διαλύοντας πέτρες, δημιουργώντας δρόμους και καλλιεργώντας την άγονη γη, με ένα κομμάτι ψωμί, γυμνός και ξυπόλυτος.
Κράτησες μέσα στην ομάδα την αξιοπρέπεια και τις αρχές σου και υπήρξες παράδειγμα εντιμότητας. Κι όταν οι εθνικές και πολιτικές συνθήκες άλλαξαν και αναζητήθηκες ανάμεσα στους αγνοούμενους και τους αιχμαλώτους, ανακαλύφθηκες αιχμάλωτος στην Αλβανία.
Η οικογένειά σου – η πιο τραγική του χωριού – που σε είχε θρηνήσει και πενθήσει ως σκοτωμένο, σε υποδέχτηκε το 1955, μετά από οχτώ χρόνια απουσίας, μιαν υπέροχη μέρα, αναστημένο θαρρείς, κάτισχνο και ρακένδυτο, αλλά εύρωστο ψυχικά, γεμάτο θέληση για ζωή, απέραντη αγάπη για τους δικούς σου, τον κόσμο και τη γη σου, που συνέχισες να ποτίζεις με τον ιδρώτα σου ως το τέλος της ζωής σου. Για να ζεις με ψηλά το κεφάλι σου, με στόχους και ελπίδες, αλύγιστος και περήφανος.
Έμοιαζες, αλήθεια, σιδερένιος και σκληρός και ήσουν πρώτα – πρώτα με τον εαυτό σου. Μα ξέραμε όσοι σε γνωρίσαμε καλά, πόσο ευαίσθητος και δοτικός ήσουν, πόσο αγαπούσες το Δίκιο των ανθρώπων και εμάς τους συγγενείς σου, που υπερασπιζόσουν με δικές σου θυσίες.
Έχω φυλάξει στην καρδιά μου τις ολονύχτιες κουβέντες μας στο τζάκι σας στα φοιτητικά μου χρόνια και αργότερα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, τις απόψεις σου τις ανοιχτές και κοσμοπολίτικες, τις κριτικές σου, όλα αυτά που μαρτυρούσαν τις πλούσιες σκληρές σου εμπειρίες, τη δύναμη της ψυχής και του μυαλού σου και την αγάπη και τη συμπαράστασή σου σε ώρες εύκολες και δύσκολες…
Είσαι για μένα μια πανέμορφη εικόνα ανθρώπου άξιου να ζει και δε θα σβήσεις… Δεν άφησες παιδιά, μα είμαστε όλοι γύρω σου παιδιά σου περήφανα για σένα, δίπλα στην Ειρήνη τη σύντροφό σου, που πάνω απ’ τις δυνάμεις της σε φρόντισε.
Είμαστε τα παιδιά σου, που μπορέσαμε μόνο να σου δώσομε τη χαρά της σίγουρής μας αγάπης. Και θα σε θυμόμαστε και θα σε τιμούμε μέσα στα άδυτα της ψυχής μας σαν κάτι πολύτιμο, ωραίο και σπάνιο, που δεν μπορούσε εύκολα ο καθένας να αποτιμήσει.
Προσκυνούμε τα πολυβασανισμένα σου χέρια και σε κατευοδώνομε για τον ωραίο κόσμο της Αιωνιότητας. Εκεί, όπου δεν υπάρχει μίσος, ανταγωνισμός και σκληρότητα, μήτε πόλεμοι, αιχμαλωσίες και συμφέροντα θηρίων. Παρά ένας παράδεισος, που κι εκεί θα καλλιεργείς και θα χαίρεσαι αξιόπρεπα την καρποφορία και την ομορφιά του, δίπλα στους γονείς, τα αδέρφια σου και τους συγγενείς σου. Τους δικούς μας αγαπημένους ανθρώπους που σ’ αγαπούν και σε περιμένουν…