Ενενήντα χρόνια πέρασαν από τότε, δεν είναι και λίγα!
Γενάρης του 1934, όταν η Φιλανθρωπική εταιρεία Ηρακλείου είχε ανακοινώσει προς το κοινό της πόλης μας, πως είναι διατεθειμένη να δώσει στους επαίτες φαγητό καθημερινά, αλλά και εκατό δραχμές το μήνα. Για το φαγητό είχε κλείσει συμφωνία μετά του οικονομικού συσσιτίου. Κι ενώ αυτό το μέτρο άρχιζε να εφαρμόζεται, παρατηρήθηκε ότι οι επαίτες αποφεύγουν σκόπιμα να λαμβάνουν φαγητό από το οικονομικό συσσίτιο, δηλούντες, μάλιστα, ότι προτιμούν να επαιτούν.
Αλλά η επαιτεία στα καταστήματα κατά τις εργάσιμες ώρες και γενικά στους δρόμους της πόλης, αποτελεί σοβαρή ενόχληση και ασχημία, η οποία πρέπει να εκλείψει, δεδομένου ότι η πόλη δια της φιλανθρωπικής εταιρείας υποβάλλεται σε όχι ευκαταφρόνητη δαπάνη για να εξασφαλισθεί η συντήρηση των επαιτών και να πάψουν αυτοί να βρίσκονται στους δρόμους και να επαιτούν.
Βέβαια, επί πλέον η φιλανθρωπική εταιρεία δηλώνει να μη βοηθούν τους επαίτες οι συμπολίτες μας, αφού έχουν ήδη ληφθεί τα μέτρα μέσω του συσσιτίου και των εκατό δραχμών και αφετέρου όταν η χωροφυλακή τους συλλαμβάνει να τους παραπέμπει στην εισαγγελική αρχή. Ηράκλειο, επί των ημερών μας… ένα θέαμα απίστευτο, αφού πολυάριθμοι επαίτες έχουν κατακλύσει γωνιές, δρόμους και πλατείες, πάρκα και πεζοδρόμια, συμπεριλαμβανομένων και των περιβόλων των εκκλησιών.
Ένα πρωτόγνωρο πραγματικά κύμα ζητιανιάς μαστίζει την πόλη μας. Τσιγγάνες, αγάλματα, μικροί σαρλώ καθημερινά ενοχλούν τον κάθε περαστικό και γίνονται “τσιμπούρι” στους επισκέπτες της πόλης μας. Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν πολλές φορές ομάδες μητέρων με μικρά παιδιά, βρέφη, κυρίως, στις εισόδους των ιερών ναών, ποντάροντας στις επίγειες καλές πράξεις των πιστών, οι οποίοι πολλές φορές απλόχερα ενώπιον Θεού και ανθρώπων συνεισφέρουν, νομίζοντας ότι με την κίνησή τους αυτή θα οδηγηθούν σε χώρους του παραδείσου.
Μία συνεχής θεατρική παράσταση κατά την οποία κυριαρχεί η συνηθισμένη φράση “μια βοήθεια παρακαλώ”. Φυσικά όταν τους ελεήσεις οι ευχές τους δεν περιγράφονται και οι συγχωρεμοί τους δεν έχουν τέλος ανάλογα φυσικά του αντιτίμου. Σε αντίθετη περίπτωση σε στέλνουν στον… αγύριστο.
Την ομάδα βέβαια αυτή πλαισιώνουν και μουσικάντηδες, αγόρια και κορίτσια με κάποιο ακορντεόν στα χέρια τους παίζοντας, τι άλλο; από τα “παιδιά του Πειραιά”. Φυσικά όταν οδηγούνται στο “τσακίρ κέφι” το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και με άλλα τραγούδια πιο τολμηρά και κεφάτα. Θα σταθώ όμως στο τραγούδι που προανέφερα τα “παιδιά του Πειραιά”. Ένα τραγούδι που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις με τη βοήθεια του Γιώργου Ζαμπέτα.
Στην αυθεντική τους έκδοση οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν και αυτοί από τον Μάνο Χατζιδάκι, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που τον πήγαινε στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα τραγούδια του για την ταινία “ποτέ την Κυριακή”.
Μια ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η Μελίνα Μερκούρη. Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έχανε ευκαιρία να απαξιώσει αυτό το τραγούδι. Δεν του άρεσε καθόλου. Για το τραγούδι αυτό είχε αρνητική άποψη και η ίδια η Μελίνα Μερκούρη και όταν το έλεγε γελούσε, όχι γιατί την εξέφραζε, αλλά γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία πέραν των ελληνικών ορίων!
Ήταν 17 του Απρίλη στα 1960 όταν τα “παιδιά του Πειραιά”, κέρδισαν το Όσκαρ του καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού και οι παγκόσμιες διακρίσεις ήταν αρκετές. Ας δούμε όμως τι είχε πει ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις γι αυτό το τραγούδι:
“Δεν έχω τίποτα με το τραγούδι μου, οι εκτελέσεις του είναι εκείνες που με σκοτώνουν. Οι κακές του εκτελέσεις. Όχι δεν έχω τίποτε με το τραγούδι, διότι καταρχήν φέρει την υπογραφή μου. Αλλά άσχετα από αυτό δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που έχω γράψει. Ή τουλάχιστον όπως παίζεται δεν είναι το ωραιότερο τραγούδι που ακούγεται. Άλλες δυνάμεις το κάνανε παγκόσμιο και το ξέρουμε αυτό. Γι’ αυτό αποφάσισα μάλιστα να το χαρίσω στη Μελίνα Μερκούρη, είπα ότι είναι δικό της και όχι δικό μου”.
Επανέρχομαι όμως στη βιομηχανία αυτή της εκμετάλλευσης και επαιτίας, η οποία καλά έχει στηθεί στη χώρα μας, αλλά και στην πόλη μας και η οποία συντελεί σε μια χείριστη διαφήμιση και προβολή της. Εικόνες ντροπής είναι να βλέπει κανείς τους επισκέπτες της, αλλά και τον καθένα από μας να κυκλοφορεί ανάμεσα στα τεντωμένα χέρια των επαιτών, μικρών και μεγάλων, δεχόμενοι αφόρητες πιέσεις.