Μετά την δικτατορία, οι πανεπιστημιακές αίθουσες και γενικώς οι ποικίλοι χώροι των ανωτάτων σχολών μας βρέθηκαν στην επικαιρότητα λόγω του μοναδικού στα παγκόσμια χρονικά και πρωτότυπου φαινομένου των καταλήψεων το οποίο στην ουσία κατάντησε πλέον να συμπεριφέρεται ως θεσμός εις τα καθ’ ημάς.
Οι ενέργειες αυτές στην πλειονότητα των περιπτώσεων λαμβάνουν, ή τουλάχιστον έτσι διατείνονται, τον χαρακτήρα δράσης με πολιτικό κυρίως ή πιο σωστά αντιπολιτευόμενο περιεχόμενο και χαρακτήρα ή γενικότερης ακτιβιστικής ενέργειας, αλλά αν θυμηθούμε λίγο τη νομολογία, κάθε παράνομη είσοδος και παραμονή σε δημόσιο χώρο όπως και η όποια διατάραξη της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας της, δεν παύουν να αποτελούν αξιόποινες πράξεις στους συμμετέχοντες εκεί στα επεισόδια με οποιοδήποτε τρόπο. Πράγματα λίγο πολύ γνωστά στους περισσότερους πολίτες, όπως βεβαίως και στους καταληψίες.
Άλλωστε πολλάκις οι καταλήψεις ενέχουν και κάποια δράση ή βιαιότητα εναντίον συγκεκριμένων προσώπων της ακαδημαϊκής κοινότητας η οποία και αποκτά μεγαλύτερη δημοσιότητα. Μέχρι τώρα η πείρα μάς έχει διδάξει ότι η όποιας μορφής συναλλαγή ανάμεσα τους εμπλεκόμενους, δηλαδή το δημόσιο και σε όσους εμπλέκονται, έχει αποδειχτεί άνευ νοήματος και χειροπιαστού και ικανού αποτελέσματος.
Ο νόμος της παρούσας κυβέρνησης που αφορά το πανεπιστημιακό άσυλο και την πανεπιστημιακή αστυνομία για τη φύλαξη των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων υπήρξε αφορμή και για συνέχιση του φαινομένου και όπως δείχνουν τα πράγματα, οι αντιδράσεις είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα ενταθούν έτι περαιτέρω.
Αν θελήσουμε να αποδώσουμε κάπου όλες αυτές τις πράξεις, μάλλον θα πρέπει να παλινδρομήσουμε λίγες δεκαετίες πίσω, στη δεκαετία του ’70, του προηγούμενου φευ αιώνα, και στα γνωστά ζοφερά εκείνα γεγονότα της εξέγερσης και κατάληψης του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές, με τους νυν καταληψίες να επιθυμούν να βιώσουν έστω και κατά τι την ατμόσφαιρα εκείνων των δύσκολων από κάθε πλευρά ημερών.
Έτσι από μια πλευρά, η εναντίωση των φοιτητών και κάποιων συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων στον νόμο που αναμένουμε πολύ καιρό τώρα να εφαρμοσθεί, καθώς και η δαιμονοποίηση της αστυνομίας, εν προκειμένων της πανεπιστημιακής, όπως έχει πολλάκις και ποικιλοτρόπως ανακοινωθεί, έχει τις ρίζες της στις πολυπληθείς τραυματικές εμπειρίες των εμπλεκομένων σε εκείνα τα δραματικά γεγονότα από τα αστυνομικά όργανα της εποχής, βέβαια.
Παράλληλα, το επιχείρημα ότι με την παρουσία της αστυνομίας στους χώρους των ανωτάτων σχολών διακυβεύεται η διακίνηση των ιδεών, κάτι που πρεσβεύουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μάλλον στερείται στοιχειώδους σοβαρότητας και δεν ευσταθεί δεδομένου ότι κάτι τέτοιο όπως γενικότερα και οι ακαδημαϊκές ελευθερίες και η απλόχερη ελευθερία στο θέμα της έκφρασης όλων, ποτέ δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με την αστυνομία μετά την εποχή της δικτατορίας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας όλα ετούτα που αναφέρθηκαν, είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο θα σταματήσει το φαινόμενο των καταληψιών. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καθώς και πολλοί φοιτητικοί σύλλογοι ζήτησαν μετ’ επιτάσεως την κατάργησή του, κάτι που δεν δέχτηκε η κυβέρνηση η οποία πιστεύει ότι τα όργανα της φύλαξης των πανεπιστημίων θα αναλάβουν το έργο τους σε λίγους μήνες. Σίγουρα όμως το φαινόμενο δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχισθεί.
Κι’ ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να συνεχίσουν ανεκτά, που δυστυχώς γίνεται απ’ όλους μέχρι σήμερα, η κάθε μορφής λεκτική ή σωματική βία των διδασκόντων, η στοχοποίηση, οι προπηλακισμοί, οι απειλές, ο εκφοβισμός, το χτίσιμο συγκεκριμένων θυρών μέσα σε αυτά, το γκρέμισμα άλλων, ο εγκλωβισμός πολλών καθηγητών στα γραφεία τους για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα, και τόσα άλλα γελοία και αξιοπερίεργα που μας έχουν πληροφορήσει, και συνεχίζουν φυσικά, τα αδηφάγα και ακόρεστα δελτία ειδήσεων.
Όλα αυτά γιατί η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν κατάφερε αφ’ εαυτής να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο φαινόμενο. Μετά το 1974, ο γράφων θυμάται αρκετά καλά πως οι συνελεύσεις των σχολών έκριναν δια βοής κάποιους καθηγητές χουντικούς ή συνεργασθέντες κατά κάποιο τρόπο με το χουντικό καθεστώς και με επανειλημμένες διαμαρτυρίες κατάφεραν και τους απομάκρυναν από το πανεπιστήμιο οριστικά.
Κάποιοι άλλοι περισσότερο ευέλικτοι στη συμπεριφορά και στις απόψεις μπόρεσαν και πορεύτηκαν με τους φοιτητικούς συλλόγους, ορισμένα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των πανεπιστημίων προσχώρησαν έξυπνα σε συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις, έγιναν νόμοι από την επίσημη πολιτεία ότι και οι φοιτητές, όσο και να φαίνεται περίεργο, έχουν κάποιο λόγο και ψήφο στην εκλογική διαδικασία των καθηγητών και κάπως έτσι πορεύτηκαν τα πράγματα μέχρι πρότινος.
Πριν λοιπόν καταδικάσουμε τους φοιτητές ας αναλογισθεί και το προσωπικό των πανεπιστημίων τις δικές του ενοχές και τις όποιες αβλεψίες και αστοχίες του που στην ουσία αποσκοπούσαν στην στη δική τους καθαρά επαγγελματική καθιέρωση και ανέλιξη. Ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο δεν αποτελείται μόνο από φοιτητές αλλά και από διδάσκοντες και τόσους άλλους και η όποια ακαδημαϊκή ελευθερία, σοβαρότητα και σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία και νομιμότητα οφείλουν να γίνονται σεβαστά και να εφαρμόζονται απ’ όλους ανεξαιρέτως!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ