Όλη τη Μεγαλοβδομάδα και τις ακόλουθες πασχαλινές μέρες δημοσίευαν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης τη δραματική έκκληση των χριστιανών της Γάζας προς τον εκλιπόντα Πάπα Φραγκίσκο. Να φροντίσει για τη σωτηρία τους. Στους δικούς μας δέκτες, η είδηση έπαιξε ελάχιστα. Εμείς ξέρουμε στη Γάζα μόνο τους φανατικούς μουσουλμάνους, από τους οποίους προσπαθούν να προστατευθούν οι Ισραηλίτες.
Άντε, και για την προοπτική μιας νέας Ριβιέρας στο Νότο μας. Υπάρχουν χριστιανοί με φωνή σ’ εκείνο τον τόπο; Το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή της Ανάστασης διαβάστηκαν κατανυκτικοί Κανόνες του Κοσμά, επισκόπου Μαϊουμά, και του Ιωάννη Δαμασκηνού. Συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων Αγίων της Ορθοδοξίας.
Η Μαϊουμά ήταν μικρή πόλη της Γάζας και οι δυο μεγάλοι μελωδοί ήταν ελληνόφωνοι Παλαιστίνιοι. Σπουδαίους πνευματικούς ηγέτες της Ορθόδοξης Γάζας έχει καταγράψει ο Θεοχάρης Δεττοράκης, μόνο στους σκοτεινούς χρόνους του Βυζαντίου, εκτός των προηγούμενων άλλους τέσσερις.
Η δε προσφορά της Παλαιστίνης συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, τόσο υπό ισλαμικό καθεστώς, όσο και στα μετέπειτα χρόνια. Παλαιστίνιοι μοναχοί υπηρετούν και σήμερα, ακόμη και στην Κρήτη. Οι δικές μας πολιτικές και θρησκευτικές αρχές καταγράφουν μόνο τους φανατικούς μουσουλμάνους.
Η πρόφαση της άγνοιας παρουσίας χριστιανών στην Παλαιστίνη, στη Γάζα ιδιαίτερα, είναι πως αναπτύχθηκε ειδική σχέση μ’ εμάς και το Ισραήλ. Αυτό όμως δε διαγράφει τα ανθρωπιστικά αισθήματα. Εξάλλου, δεν θα έφταναν ποτέ στα σημερινά ακραία όρια οι σχέσεις με τους Παλαιστίνιους, αν κυριαρχούσαν στο Ισραήλ πολιτικοί σαν τον Μπεν Γκουριόν και την Γκόλτα Μέιρ.
Τα ίδια, άλλωστε, ισχύουν για τη Συρία. Το πατριαρχείο Αντιοχείας που πίεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος να εκλέγει μόνο ελληνική ηγεσία, έχει πάψει να μας απασχολεί από δεκαετίες. Ούτε τα εκατομμύρια ορθοδόξων στη δύναμή του ενδιαφέρουν το ελληνικό κράτος. Δεν είναι παράξενο που όλοι αυτοί απευθύνονται στον Πάπα ή στη χριστιανική δυτική Ευρώπη για βοήθεια. Τι μπορεί να περιμένουν από εμάς;
Η επίσημη Ελλάδα έχει υιοθετήσει το δόγμα της Τουρκίας που αγκάλιασαν οι ΗΠΑ σαν πολιτική τους ή αντίστροφα. Στην Εγγύς Ανατολή υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί μουσουλμάνοι, εκτός του Ισραήλ που συμφωνεί στο θέμα μαζί τους. Καλοί μουσουλμάνοι είναι κατά βάση οι Τούρκοι. Το ελληνικό κράτος εμφανίζεται να αντιδρά για τις διεκδικήσεις της Τουρκίας από τη χώρα μας.
Αλλά στο βασικό άξονα ανάδειξης του τουρκικού μεγαλοϊδεαλισμού συμπλέει με την Τουρκία. Ουδέποτε αντέδρασε ούτε για τη μονοπώληση των νερών του Τίγρη και του Ευφράτη, άλλοτε πηγή του Μεσοποταμιακού πολιτισμού. Δεν αντιδράσαμε, ούτε στις ατέλειωτες καταστροφές ελληνιστικών αρχαιοτήτων στις θέσεις όπου κατασκευάστηκαν τα υδροηλεκτρικά φράγματα της Τουρκίας.
Η απόσυρση της Ελλάδας από παραδοσιακά πεδία άσκησης της εξωτερικής πολιτικής που διαμόρφωναν ένα μεγάλο δίκτυο φιλικών σχέσεων, έχει αντικατασταθεί με υποκριτικές δηλώσεις και ανέξοδες ρητορείες για το θεαθήναι. Ακόμη χειρότερες είναι οι περιπτώσεις που δημιουργούνται από το τίποτα, αντιπαλότητες για επίδειξη δήθεν εθνικοφροσύνης. Τρανό παράδειγμα η Βόρεια Μακεδονία με την οποία υπογράφηκε συνθήκη εξομάλυνσης.
Όλες οι κατηγορίες για τη συμφωνία εκείνη, που χαρακτηρίστηκε μειωτική για τα συμφέροντά μας, έχουν τώρα ξεχαστεί. Ούτε προϊόντα μας υποκαταστάθηκαν σε αγορές, ούτε κράτη ή διεθνείς οργανισμοί συγχέουν τις δυο χώρες ή τμήματά τους. Η ίδια η επιχειρηματολογία για δήθεν υποχωρήσεις ήταν από την αρχή ανιστόρητη και κατασκευασμένη.
Ουδέποτε είχε ενταχθεί αυτός ο γεωγραφικός χώρος στα όρια της βυζαντινής Μακεδονίας. Ανήκε μαζί με άλλες αλλοεθνείς ομάδες στις επισκοπές του Ιλλυρικού. Ενώ η επέκταση της γεωγραφικής ονομασίας της Μακεδονίας στα χρόνια των Οθωμανών είχε πάψει πια να απηχεί εθνική διάσταση. Όλες αυτές οι πρακτικές δημιουργίας συγχύσεων για πατροπαράδοτες φιλικές σχέσεις, έχουν συρρικνώσει τις δυνατότητες άσκησης εξωτερικής πολιτικής και διαταράσσουν τα κριτήρια ένταξης των Ελλήνων πολιτών στο διεθνές περιβάλλον που ζούμε. Διαπιστώνουμε μάλιστα καθημερινά πως η θολούρα και το καθεστώς σύγχυσης καλλιεργούνται συστηματικά ακόμη και στην καθημερινότητά μας.
Οι Έλληνες πολίτες είναι αναγκασμένοι να ελέγχουν σε διαρκώς περισσότερους τομείς απόψεις και παραδοχές, που τείνουν να συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα. Οι μορφωμένοι άνθρωποι και προπαντός επιστημονικοί φορείς και κοινωνικές οργανώσεις πρέπει να αντιδράσουν στο φαινόμενο αυτό. Εξελίσσεται σε μέσο αλλοίωσης της πολιτιστικής μας ταυτότητας και των όρων συμβίωσης σε ένα διευρυμένο διεθνές περιβάλλον.
Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός