«Δεν είναι και τόσο κολακευτικά τα σχόλια των επισκεπτών της πόλης μας μ’  εκείνο τον… σοφρά που ήταν τοποθετημένος μέσα στο Μεϊντάνι για να στέκεται σπάνια ο χωροφύλακας -ρυθμιστής της Τροχαίας Κίνησης. Είναι τόσο αντιαισθητικός, που αντί να ανυψώνει το γόητρο του οργάνου της τάξεως, το κατεβάζει. Πρέπει το ταχύτερο δυνατό να κατασκευαστεί ένα πιο ευπρεπές βάθρο για τον χωροφύλακα της Τροχαίας.

Θα μου πείτε, όλα τα έχει η Μαριορή, ο φερετζές τής έλειπε. Μα η παρατήρηση αυτό τελικά δεν είναι σωστή. Σίγουρα η ευπρέπεια μιας πόλης είναι πολλές φορές το σύνολο τέτοιων ασήμαντων, αλλά καλοβαλμένων λεπτομερειών. Εχεις δίκιο αγαπητέ μου αρθρογράφε της Δράσεως (τοπική καθημερινή εφημερίδα που εκδιδόταν στην πόλη μας), αλλά πού θα το βρεις.

Ο ίδιος αρθρογράφος συνεχίζει να επισημαίνει γραπτώς τα διάφορα τρωτά της πόλης μας: “Αφού ξανάρχισε το σύστημα της διανυκτερεύσεως των φαρμακείων, θα έπρεπε η χωροφυλακή να τοποθετήσει σε εμφανές σημείο του κέντρου μια φωτεινή πλάκα, όπου κάθε βράδυ να αναγράφεται το διανυκτερεύον φαρμακείο. Ετσι γινόταν και άλλοτε όταν το πρώτο αστυνομικό τμήμα βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα τα υποδηματοποιείο “Πράσινο σαλόνι” του Σταυριανού. Πιστεύουμε πως ο κανιβαλλισμός που αναπτύχθηκε με τον πόλεμο θα σεβαστεί μια τέτοια πλάκα και δεν θα τη σπάζει.

Ετσι ο Ηρακλειώτης που θα έχει τη νύχτα μια βιαστική ανάγκη θα ξέρει πως στο κέντρο θα βρει το όνομα του διανυκτερεύοντος φαρμακείου και θα περνά από εκεί για να το μάθει. Δεν θα είναι λοιπόν υποχρεωμένος να περιπλανάται από το ένα στο άλλο σημείο της πόλεως για να βρει ένα ανοιχτό φαρμακείο όπως συμβαίνει σήμερα.

Πρέπει η χωροφυλακή λοιπόν να δώσει λύση για την πλήρωση αυτής της ανάγκης”. Και ενώ έτσι έχει η κατάσταση και επίκεινται να παρθούν νέα μέτρα, οι υπαίθριοι και πλανόδιοι πωλητές παγωμένου χαρουπιού αυξάνονται και πληθύνονται. Βέβαια ο βασιλιάς του χαρουπιού, η χαρουπία, είχε το στέκι της, έξω από το ζαχαροπλαστείο Μπαλαμούτσου και το χαρτοπωλείο Κοκκινάκη.

Εκεί έβρισκαν οι Καστρινοί την ευγευστότατη, γλυκύτατη και καλά παγωμένη χαρουπία, σταματούσαν δίνοντας το δεκαρικάκι τους, απολαμβάνοντας τη δροσιά της. Συγχρόνως έφερναν και στο μυαλό τους σκηνές από το πιο παλιό Ηράκλειο με τους ακούραστους πλανόδιους πωλητές διαφόρων “δροσιστικών”, που έχοντας στη ράχη τους το μπρούτζινο ντεπόζιτο τριγυρνούσαν στους δρόμους διαλαλώντας με διαφημιστικές μαντινάδες και τραγούδια το δροσερό τους εμπόρευμα, φωνάζοντας κάθε τόσο: “Μπούζι, μπούζι!…”.

Παρόμοια καλή δουλειά έκαναν και οι πωλητές παγωτού, πλανόδιοι κι αυτοί, με παγωτό σε χωνάκια, σε ποτήρια, αλλά και παγωτά κασάτα. Η χαρά των παιδιών με το αργό και μεθοδικό γλύψιμο για να βαστάει πιο πολύ το παγωτό. Αλήθεια, τι ευτυχία!, στην οποία κατέφευγαν και οι μεγάλοι, αφού οι πλανόδιοι παγωτατζήδες ήταν φθηνότεροι στις τιμές από αυτές των ζαχαροπλαστείων. Τέτοιες μέρες… που η προαναφερόμενη εφημερίδα “Δράσις” είχε εγκατασταθεί στον Αραστά.

Εκτυπωνόταν στο καλλιτεχνικό και μοναδικό για το Ηράκλειο τυπογραφείο του Μηνά Φουντουλάκη. Δίπλα ακριβώς βρισκόταν το καφανείο του Παυλή, μέσα στο στοά, εκεί όπου στεγαζόταν και το πρώην τζαμί. Το συγκεκριμένο καφενείο απέκτησε μεγάλη κίνηση αφού όλοι οι τυπογράφοι και οι συντάκες της “Δράσεως” συναθροίζονταν εκεί, συμπαρασύροντας και άλλους συναδέλφους τους. Ελεγαν ότι το καφενείο του Παυλή έκανε τον καλύτερο καφέ στο Ηράκλειο και μαζί με την “στοά – τζαμί” κατάντησαν να είναι η “στοά Πάππου” του Ηρακλείου!

Και αυτό γιατί στην Αθήνα υπήρχε η “Στοά Πάππου”όπου εκεί ήταν συγκεντρωμένα τα διάφορα χαρτεμπορικά καταστήματα όπως και αρκετά τυπογραφεία. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν και οι Καστρινοί είχαν την δική τους “στοά Πάππου-Παυλή”, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να ονομασθεί. Και για να μην γυρίζουμε την πλάτη στην ιστορία μας, εκεί στη στοά του Αραστά, υπήρχε μια από τις αρχαιότερες ελληνολατινικές εκκλησίες του Μεγάλου Κάστρου κατά την Βενετοκρατία.

Αναφέρεται με διάφορες ονομασίες όπως “η Κυρία του Φόρου”, δηλαδή της πλατείας, Μαντονίνα, κ.λπ. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο στα 1669, έγιν τζαμί, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Χουσεΐν Εφένδη, με την ονομασία ρεϊσούλ – κιου απ-χουσεΐν Εφένδη – Τζαμισί. Ο λαός όμως το όνομασε τζαμί του αραστά αφού ήταν το τζαμί της στοάς. Θα θυμούνται οι παλαιότεροι αυτή τη στοά, στο χώρο που σήμερα είναι το ξενοδοχείο Ελ Γκρέκο.

Στον αραστά γινόταν και εμπόριο μεταξωτών που εισήγαγαν οι πωλητές από τις πόλεις της Συρίας Χομς και Χαμά. Λίγα μέτρα από τη κρήνη Μοροζίνι, απέναντί της, το καφενείο “Κέντρον” ήταν το στέκι των Καστρινών, κυρίως όσων αγαπούσαν την νοικοκυροσύνη, την τάξη και τον καλό καφέ. Το καφενείο διευθυνόταν από τους Βασίλη Ξενάκη και τον Αντώνη Φραγκούλη.

Αριστοι επιχειρηματίες στη διοργάνωση και καλή λειτουργία του καφενείου, φρόντιζαν ακόμα και το ραδιόφωνό τους να είναι καλό, προκειμένου οι πελάτες να ακούνε με ευκρίνεια τις ειδήσεις. Υποδειγματικός και ιπποτικός συνάμα ο Μιχάλης Λεμπέζος, γιομάτος ευγένεια προς τους πελάτες του, που δούλευε εκεί ως γκαρσόνι.

Ανηφορίζοντας προς τον γεωπονικό κήπο, την σημερινή Οαση, υπήρχε ο κινηματογράφος Ηλέκτρα. Επρόκειτο για τον θερινό “Ηλέκτρα” που τον διηύθυναν οι ίδιοι επιχειρηματίες του χειμερινού “Ηλέκτρα” (θέατρο Πουλακάκη).

Δεν έπαυαν όμως οι Καστρινοί να αναζητούν και λίγη απομόνωση, κάποια εξοχή, περισσότερη ησυχία και ηρεμία. Ηξεραν τις δυσκολίες και τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο Δήμος τους, προκειμένου να επιλυθούν διάφορες ανάγκες της πόλης τους, όπως γνώριζαν και την φιλόπολη διάθεση του δημάρχου τους, Δημητρίου Χαλκιαδάκη, καθώς και την υπηρεσιών του Δήμου Ηρακλείου. Το αγαπημένο τους προάστιο του Μασταμπά δύσκολα το επισκέπτονταν, αφού ο κεντρικός δρόμος ήταν τελείως κατεστραμμένος μέχρι του “Μιλτιάδη” όπως και ο φωτισμός του δρόμου σε αρκετά σημεία ήταν ανύπαρκτος. Οι κάτοικοι του Μασταμπά υπέφεραν από έλλειψη νερού επίσης και όλοι περίμεναν την προσωπική παρέμβαση του ίδιου του δημάρχου!

Τέτοιες μέρες… που άρχιζε να προβάλλει η εποχή του καλοκαιριού… εκείνου του καστρινού καλοκαιριού που το περίμεναν όλοι ανυπόμονα, μετά από τόσα δεινά, από φρίκη και πόλεμο, από θάνατο και όλεθρο, από έναν ατελείωτο για χρόνια χειμώνα!