Καθαρά Δευτέρα και ο δρόμος του ταξιδιού μου με οδήγησε στο μοναστήρι της Παναγίας της Παλιανής  στο Βενεράτο.

Η αδελφή Θεοδοσία ήταν εκεί και με περίμενε για να μου μιλήσει πίνοντας τον καϊμακλίδικο στο όμορφο κελί της – το σπιτάκι της όπως χαρακτηριστικά  λέει. Με υποδέχτηκε στην πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο όμοιο με εκείνο της γιαγιάς μου. Αναμνήσεις ψυχής των αμάλαγων παιδικών μου χρόνων.

Με μια ευκινησία όμοια με εκείνη της μακρινής της νιότης μού έφτιαξε τον καφέ και μου πρόσφερε τον χαλβά με το κουλουράκι – η αρχή της Σαρακοστής βέβαια – και δίχως να της πω κάτι άρχισε να λαγαρίζει ο λόγος της καθάριος, από τις μακρινές πηγές της νιότης της εκεί στα Πηγαϊδάκια – το ορεινό χωριό της Μεσαράς.

“Το 1950 έφτασα εδώ και ξέρεις πώς;” άρχισε η γερόντισσα λες και ήταν η ιερή στιγμή της εξομολόγησης της ψυχικής κάθαρσης, ένα δάκρυ κύλισε κι έσβησε στα μάγουλά της χαραγμένα από το πέρασμα του χρόνου. “Ήταν τότε θυμάμαι που αντί να πάω στη θεία μου τη Λευκωθέα στις Μοίρες μπήκα στο πρώτο λεωφορείο κι έφτασα εδώ, σ’ αυτόν τον άγιο τόπο που με μάγεψε από την πρώτη μου επίσκεψη με τους γονείς μου. Ήμουν 20 χρόνων – παιδούλα τότε με πρωτόγνωρη χαρά μέσα μου για την απόφασή μου, την πρώτη ώριμη δική μου απόφαση”.

Ήταν κάτι σαν επανάσταση που την προσπέρασε, γιατί έκανε πολλές άλλες και πιο σπουδαίες επαναστάσεις και αγώνες, σκέφτηκα. Συνεχίζει αδιαφορώντας για το βλέμμα απορίας μου, περνώντας με περισσή μαεστρία τις δεκαετίες, φτάνοντας ως τα σήμερα αυτή τη στιγμή, νιώθοντας να έχει βγάλει από πάνω της το τόσο μεγάλο φορτίο της πορείας της στο μοναχικό βίο.

“Πέρασαν τα χρόνια με φτώχια, με αγωνία επιβίωσης, με προσευχή πραγματική γιατί αν η καρδιά δεν προσεύχεται, μάταια η γλώσσα εργάζεται.  Με πολύ αγώνα, καθημερινό παιδί μου. Είμαι γεμάτη, νιώθω πως ήρθε η ώρα να πάρω το “μεγάλο σχήμα της μοναχής” γιατί πλησιάζω την ένατη δεκαετία της ζωής μου”.

Σταματά, να πάρει μια ανάσα, για να συνεχίσει λίγο ακόμα το ταξίδι της στο άρμα του χρόνου. Με ξενάγησε στο χώρο της, μου έδειξε τον όμορφο κήπο της και μου έδωσε τη χαρά να τη φωτογραφήσω, να σταματήσω τη μορφή της και τη ροή του χρόνου σε ένα κλικ της φωτογραφικής μου μηχανής.

* Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος

Lettere Classiche dell’  Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”.