Άλλοι πάλι την προσφωνούσαν του Μεγάλου Σαντριβανιού …
Kι εμείς, αν και το επίσημο όνομά της είναι Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, τη φωνάζουμε: Τα Λιοντάρια.
Κι είναι «δικά μας» τούτα τα περήφανα μαρμάρινα ζώα, και τα προσπερνάμε κάθε μέρα, όμως, σπάνια, πολύ σπάνια, τα παρατηρούμε κι ακόμα πιο πολύ λίγα γνωρίζουμε για όσα έχουν περάσει, για όσα συνέβαιναν κάποτε σε τούτο, το πιο χιλιοφωτογραφισμένο πια μνημείο.

Το ξημέρωμα, κι εσείς το ξέρετε, είναι η καλύτερη ώρα να επισκεφτείς τόπους, να μυρίσεις άλλα αρώματα και να αφουγκραστείς ψιθύρους που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Να νοιώσεις το ξύπνημα όλων των πλασμάτων, ακόμα κι εκείνων που πιστεύεις πως δεν έχουν ψυχή, πως είναι γινομένα από πέτρα. Κι όμως, μιλάνε αν τα αφήσεις, αν τα «κοιτάξεις» πιο βαθιά. Η ιστορία, ο χρόνος δεν ήταν ποτέ βουβοί ,ούτε και τώρα!

Πάντα συνοδοιπόρος μου στις μοναχικές μου εξορμήσεις είναι το ποδήλατο μου, αχώριστος σύντροφος στις πιο παράξενες ανηφοριές και κατηφοριές της ζωής των «ντουκιανιών» και της θύμησης…

Τ’ άφησα πάλι μπροστά από το μεγαλόπρεπο αλλά ακόμα σιωπηλό κτίριο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης και κάθισα σε εκείνο το παγκάκι, μπροστά μπροστά στο μαρμάρινο πλακόστρωτο, να κοιτώ το νερό να τρέχει ασταμάτητα στις οκτώ γούβες από το στόμα των λιονταριών, των πάλαι ποτέ συμβόλων της Γαληνοτάτης του Αδρία και της πόλης, της Candia των Ενετών. Κι άφησα εικόνες πολλές να περάσουν από μπροστά μου κι αιώνες ίσαμε τέσσερις να προσπαθούν να μου θυμίσουν τα περασμένα.

Είδα το άγαλμα του Ποσειδώνα στην κορυφή του, κι ύστερα άκουσα εκείνο το σφυρί να ανοίγει μεγάλες οπές στους λοβούς της κρήνης για το ναμάζι των μουσουλμάνων, για να πλύνουν συμβολικά τα χέρια τους και το πρόσωπό τους, πριν μπουν στο απέναντι τζαμί, για να προσευχηθούν. Και αμέσως μετά άκουσα πάλι κτύπους δυνατούς να καταστρέφουν και να προσθέτουν μαρμάρινες κολόνες γύρω γύρω. Κι εκεί επάνω στην κορυφή να χρυσίζει ο ήλιος τη μαρμάρινη ταινία με την επιγραφή χαραγμένη με επίχρυσα γράμματα :«Σαντριβάνι του Αμπνούλ Μετζίτ» προς τιμήν του σουλτάνου.

Κι ένα σωρό γυναίκες είδα να πλένουν τα ρούχα της φαμίλιας τους από τις βρύσες που έτρεχαν συνέχεια νερό. Και ζωντανέψανε οι Τρίτωνες, οι ιππόκαμποι, τα δελφίνια κι όλοι οι θαλασσινοί δαίμονες που ‘ναι χαραγμένοι πάνω στους λοβούς του. Μα πιο πολύ σαν να περνούσαν από μπροστά ευτυχισμένοι και πλουσιοπάροχα ντυμένοι όλοι εκείνοι που χάραξαν τα οικόσημα τους για να μαρτυρούν την παρουσία τους στο χρόνο του χθες, του σήμερα και του αύριο, των Δόγηδων, του ίδιου του Μοροζόνι, του Δούκα και των συμβούλων του.

Σαν να ‘γύρε κι εκείνος ο πλάτανος, ο παλιός, ο βαμμένος με αίμα αθώων να πιει κι εκείνος μια στάλα νερό. Δεν έφταιγε για όσα του φορτώσανε, δεν ήθελε να σηκώσει στα κλαδιά του τέτοιο βάρος τότε, γι’ αυτό και δεν μίλησε σαν τον κατάκοψαν οι χριστιανοί, μόλις έφυγε κι ο τελευταίος Οθωμανός από την πόλη… Κι εκεί που τα ΄βλεπα όλα τούτα, άκουσα μια φωνή να τραγουδά παράξενα σαν να διαλαλούσε τον καημό του:

« Εγώ ‘μουν ο καλύτερος μανάβης στο Μεϊντάνι
και δαχω βρούβες και πουλώ γύρω στο Σαντριβάνι.»

ΙΣΤΟΡΙΚΟ Λιοντάρια

Κι είδα ολοζώντανο μπροστά μου τον Γκιαουρογιάννη ή κατά κόσμον Γιαννάκο Φιλιππίδη, μια γραφική αξέχαστη φιγούρα του παλιού Ηρακλείου, μανάβης στο επάγγελμα, που σαν φτιάχτηκε κι ανοίχτηκε ο δρόμος στην Πλατεία Ν. Φωκά, όλα τα μικρομάγαζα που ήταν εκεί, οκτώ στον αριθμό και δεν ξεπερνούσαν το ένα τετραγωνικό μέτρο το καθένα τους, βρήκαν αποκούμπι, με τη σφραγίδα του δημάρχου, σε κακότεχνους ξύλινους πάγκους γύρω από το μνημείο. Στοίβες τα χορταρικά, τα ραπάνια, τα μαρούλια, οι βρούβες, σκέπαζαν τα μάρμαρα και ξεπλένονταν από το γάργαρο νερό που ερχότανε τόσο δρόμο από το χωριό των Αρχανών, όπως το΄χε δρομολογήσει από τα χρόνια τα ενετικά, ο ίδιος ο Μοροζίνι.

Ο Γκιαουρογιάννης, με τη χιλιομπαλωμένη μπλε βράκα του, το κόκκινο τσόχινο γελεκάκι του, το λιγδιασμένο λινό πουκάμισο και τις στραβοπατημένες του παντούφλες συνέχιζε το τραγούδι, διαλαλώντας την πραμάτεια του κι έχοντας πάρει εκείνο το παμπόνηρο μα παραπονεμένο βλέμμα του συνέχιζε με στίχους να ακούγεται σε όλη την πλατεία…

Ένα περιστέρι που κατέβηκε με φορά να πιει νερό περνώντας σύριζα από το μέτωπό μου με ξύπνησε από τις όμορφες εικόνες του παρελθόντος. Όλα χαθήκανε στη στιγμή και συνειδητοποίησα πως ήταν πάλι μια ακόμα μέρα του σήμερα. Είδα τους πρωινούς καθημερινούς ίδιους σχεδόν ανθρώπους να κατευθύνονται στις δουλειές τους. Οι καρέκλες των γύρω μαγαζιών φτιάχνονταν, η πλατεία, η πόλη ξυπνούσε για μια ακόμα ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού κι η μυρωδιά της ψημένης μπουγάτσας, από τα ονομαστά στέκια της περιοχής, έσπαγε ήδη τη μύτη και ξεδιάλυνε τελείως το ονειροπόλημα….

Μυρωδιά κανέλας, κρούστας, κρέμας και σιροπιού. Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία. ίσαμε και αυτή 100 χρόνων για μια επόμενη φορά!
Σηκώθηκα αργά, κοίταξα γύρω μου. Ήταν ώρα για τη δική μου δουλειά…
Η ιστορία είχε κρυφτεί για άλλη μια φορά στις θύμησες και στα δικά μου τεφτέρια …μόνο!
Μια πεταλιά ήταν στην κατηφόρα από την οδό Πλάνης, ίσαμε το σχολειό…

ΠΗΓΕΣ:
“Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου”, Ελένη Μπετεινάκη
“Νέα Χρονικά”, Γιάννης Δεληβασίλης
“Απ’ όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο”, Μανόλης Δερμιτζάκης, εκδ. Δοκιμάκης
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/