Μεγαλώνοντας ο παντοδύναμος χρόνος αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια πάνω μας, σχεδόν με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο σε όλους τους ανθρώπους. Κάποια από αυτά βρίσκονται για μεγάλο χρονικό διάστημα εν υπνώσει, αλλά κάνουν την εμφάνισή τους δεκαετίες αργότερα, με την ευκαιρία ενός γεγονότος που λίγο πολύ προσομοιάζει με εκείνα της μακρυνής παιδικής μας ηλικίας.
Ενθυμούμαι οσάκις επισκεπτόμουνα μικρός τους παππούδες μου σε ορεινό χωριό της Πίνδου στην καλοκαιρινή περίοδο, τη γιαγιά μου να μην ξεχνάει ούτε και να φείδεται χρόνου και υπομονής να μας συμβουλεύει σε διάφορα θέματα που εκείνη θεωρούσε σοβαρά. Ένα από αυτά ήταν και το θέμα της οικιακής οικονομίας, συγκεκριμένα των εναπομεινάντων τροφίμων από το μεσημεριανό κυρίως τραπέζι.
Φρόντιζε επιμελημένα να τα μαζεύει ευλαβικά από τα πιάτα σε ένα άλλο τσίγκινο που είχε γι’ αυτόν το σκοπό και να τα δίνει στις κότες που βρίσκονταν σε διπλανό οικόπεδο του πέτρινου σπιτιού της, ενώ ορισμένα επιλέγονταν και κατευθύνονταν προς τις γάτες του σπιτιού ή της γειτονιάς οι οποίες παραδόξως αφθονούσαν σε αριθμό.
Αναφέρομαι χρονικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές της επόμενης του ’60, εποχές δύσκολες στις οποίες οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης προσπαθούσαν να ανακάμψουν από τη λαίλαπα όχι μόνο του δευτέρου μεγάλου πολέμου, αλλά και του αδελφοκτόνου που για δυστυχία μας ακολούθησε. Κάθε φορά που τελειώναμε το φαγητό, εκείνη επισταμένα φρόντιζε το περισσευούμενο φαγητό, τα αποφάγια.
Σε αφελή ερώτησή μας, μια φορά, μας εξομολογήθηκε ότι πριν λίγα χρόνια με την υποχώρηση των ηττημένων στον πόλεμο τραυματισμένων και πεινασμένων Ιταλών και οπισθοχωρώντας μέσα από τα χωριά της Πίνδου κατευθυνόμενοι προς την Αλβανία και την Ιταλία, πολλοί ήταν εκείνοι που εκλιπαρούσαν για ένα μικρό έστω κομμάτι ψωμιού και μάλιστα ορισμένοι της έδιναν ότι πολύτιμο είχαν μαζί τους με αντάλλαγμα κυρίως μια γάτα, ζώα τα οποία όπως έμαθα έκλεβαν στα χωριά και στη συνέχεια έψηναν και έτρωγαν, αφού τα συνήθη οικόσιτα ζώα είχαν προ πολλού εξαφανισθεί από το προσκήνιο.
Φυσικά οι όποιοι γέλωτες εμού και του αδελφού μου, αντιμετωπίστηκαν με την δέουσα ψυχραιμία και αυστηρότητα από μέρους της και βεβαίως χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. «Κάποιοι άλλοι, θα ζούσαν με αυτό», έλεγε και σταματούσε απότομα.
Μπορεί λοιπόν να πέρασαν κάπου πέντε με έξι δεκαετίες από τότε, αλλά η πραγματικότητα συνεχίζει να είναι η ίδια και απαράλλαχτη, γιατί σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου που ζούμε, κάποιοι πεθαίνουν από έλλειψη στοιχειωδών τροφίμων. Ίσως τότε, στα παιδικά μας μάτια και μυαλά, το πέταγμα των υπολειμμάτων των τροφών να μην φάνταζε ουσιώδες, αλλά χρειάστηκε να περάσουν κάποιες δεκαετίες ώστε να αναπτύξουμε τις όποιες ευαισθησίες μας, να παρατηρήσουμε τις συμπεριφορές των ιδίων ή και των δικών μας παιδιών και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι μάλλον δεν είναι σώφρον και πρέπον. Τα παραπάνω ήρθαν αβίαστα στο νου με αφορμή κάποια γεγονότα που σημάδεψαν την διαδικασία του εμβολιασμού που βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα για δεκαοκτώ μήνες τώρα.
Διαβάσαμε πως μια νοσηλεύτρια πέταξε σε καλάθι αχρήστων το εμβόλιο που έπρεπε να κάνει σε αρνητή των εμβολίων, σε κάποιον που επινόησε και οργάνωσε ένα τέλειο παραμύθι ώστε να αποφύγει την σωτήρια από τον κορονοϊό πράξη. Κάποιοι άλλοι υπάλληλοι επιτετραμμένοι προς τούτο, δηλαδή την συμπλήρωση των απαραίτητων στοιχείων, συνελήφθησαν να αναγράφουν ψευδή γεγονότα, ότι δήθεν εμβολιάσθηκαν, και ούτω καθεξής. Κι όλα αυτά τη στιγμή που εκατομμύρια ανθρώπων σε ορισμένα άλλα μέρη του πλανήτη επιθυμούν σφόδρα να εμβολιασθούν αλλά δεν επαρκούν οι δόσεις του συγκεκριμένου εμβολίου, ή οι χώρες τους δεν διαθέτουν την οικονομική ευχέρεια προς τούτο.
Κι’ ενώ στη χώρα μας ξεκινήσαμε πολύ καλά, κατά κοινή ομολογία, στην πορεία κάποια πράγματα χάλασαν και σήμερα μόνο το εξήντα τοις εκατό των πολιτών εμβολιάσθηκαν πλήρως, μια σχετική τελικά έννοια αφού οσονούπω θα χρειασθεί και τρίτη δόση όχι μόνο για τους υπερήλικες και ευπαθείς, αλλά πιθανότατα για όλους. Τι ειρωνεία λοιπόν στις μέρες μας κάποιοι να ανθίστανται στην διενέργεια των σωτήριων από την πανδημία εμβολίων και κάποιοι να μην έχουν στη διάθεσή τους ούτε καν την πρώτη δόση! Πόσο όμορφα, έστω και παραλλαγμένα, μας επισκέπτονται ξανά κάποια σημαδιακά γεγονότα της ιστορίας!