«Την ώρα τούτη καθώς απλώνετ’ έξω ένα βράδυ ολόμαυρο ύστερ’ από μια παγωμένη θλιβερώτατη μέρα, μου έρχεται το άξαφνο μήνυμα:  Πέθανε ο Παπαδιαμάντης. Ο θάνατος για τους ανθρώπους της ψυχής και της ζωής, της τέχνης και της σημασίας του νησιώτη λογογράφου, είναι σα να μην έχει νόημα. Να, που δε με ταράττει, να που δε με συγκινεί. Με κάνει μόνο και στοχάζομαι…”. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το κείμενο που δημοσίευσε στην εφημερίδα “Ακρόπολις” ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, στις 4 Ιανουαρίου 1911 την επομένη δηλαδή του θανάτου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ! Αυτό φέρεται ως το πραγματικό του όνομα, πριν γίνει γνωστός με το όνομα Παπαδιαμάντης.

Ο πατήρ Αδαμάντιος, ο ιερέας και πατέρας του ο οποίος είχε και το αξίωμα του οικονόμου, ήταν η αιτία για το προσωνύμιο που προσέλαβε  εκ των υστέρων ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε την 4η Μαρτίου 1851. Μάλλον λόγω της πατριαρχικής δομής της οικογένειας, τα παιδιά προσλάμβαναν ως επώνυμο το βαπτιστικό όνομα του πατέρα στην γενική. Έτσι ο Παπαδιαμάντης θα λεγόταν Αλέξανδρος Αδαμαντίου, το οποίο στη συνέχεια έγινε Αλέξανδρος παπά-Αδαμαντίου και τελικά Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Μαθητής του Δημοτικού Σχολείου στη Σκιάθο, στη συνέχεια φοιτά στο ελληνικό σχολείο Σκιάθου και αργότερα Σκοπέλου, στο γυμνάσιο Χαλκίδας και τέλος εγγράφεται στο Βαρβάκειο Λύκειο Αθηνών. Όταν αποφοιτά πηγαίνει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, χωρίς ποτέ να πάρει πτυχίο. Στο μεταξύ το 1872 μεσολαβεί μια αποτυχημένη προσπάθεια για να προσφύγει στο μοναχικό βίο και εγκαθίσταται στην Αθήνα, αφού η παραμονή του στο Άγιο Όρος ήταν ολιγόμηνη.

Στη ζωή του Παπαδιαμάντη διακρίνουμε δύο φάσεις. Η πρώτη αφορά το τμήμα της ζωής του που ζει από την οικογένειά του, τρέφεται από το αδύνατο πορτοφόλι του πατέρα του. Μία δύσκολη περίοδος, με ανέχεια, που κάνει τον ίδιο να βαρυγκωμεί.

Στη φάση της ζωής του προσλαμβάνεται με μισθό στις εφημερίδες ως μεταφραστής, ένας μισθός που ενισχύεται από αμοιβές των διηγημάτων του, που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Γνωστός ο Παπαδιαμάντης σ’ όλους μας ως διηγηματογράφος, αν και ο καθένας θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιήσει την αντίστροφη διατύπωση, ότι το διήγημα, ως λογοτεχνικό είδος, μας γίνεται γνωστό κυρίως με τον Παπαδιαμάντη. Ο ίδιος δεικνύει ένα έκδηλο πάθος και την “μετ’ έρωτος περιγραφή της φύσεως”. Δεν αναφέρεται στην “κτήση”, αλλά στον “κτήσαντα”, όπως προδίδει ο φυσιολατρευτικός του ύμνος από την “φόνισσα”, του οποίου απόσπασμα αναφέρω:

“Ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δέντρων έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταύγειας τας χλοεράς…”.

Στα θέματα των διηγημάτων του βρίσκονται οι ξωμάχοι, οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, τα ήθη και τα έθιμα, τα πανηγύρια και οι γιορτές, οι χαρές και οι λύπες της Σκιάθου, τα  “τοπία και τα προσκυνητάρια των παιδικών του αναμνήσεων”.

Έγραψε γι’ αυτόν ο Μαλακάσης:

“Ο κάθε στοχασμός σου, ασμάτων άσμα,

στον κόσμο το δικό σου, κόσμος το κάθε πλάσμα”.

Και αφού λοιπόν το κάθε πλάσμα αποτελεί έναν κόσμο ολόκληρο, αυτός ο κόσμος ο μικρός του Παπαδιαμάντη, τελικά γίνεται κόσμος μέγας και απένταρος, όσο και ο κόσμος ο άπειρος.

Είναι το Παπαδιαμαντικό σύμπαν, στο οποίο με περισσή γλαφυρότητα και δεξιοτεχνία μεταφέρεται ο αναγνώστης. Βασανισμένες γυναίκες, πλύστρες, θαλασσοπνιγμένοι και ανεμοδαρμένοι ναυτικοί, σταχομαζώχτρες, τσομπαναρέοι, ακροθαλάσσια, σαρακοφαγωμένες εκκλησιές, βράχοι θαλασσοφαγωμένοι, φτωχοί και ταπεινοί, ξενιτεμένοι… Όλα αυτά εντάσσονται στα θέματά του. Φυσικά δεν λείπει ο σαρκασμός και το σκωπτικό χιούμορ από το έργο  του. Τον διακρίνει μεγάλη ευστροφία και ευφυές πνεύμα:

“Την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινον καπέλον του και δεν ενεθυμείτο που το είχεν πετάξει. Τέλος το πύραμεν τη βοηθεία του κηρίου (ή του Κυρίου)”. Επίσης: “… διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο δια να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης. Τον ήρχετο να συγχαρεί την νέα διότι, μετά τόσα έτη ορφανίας, είχεν αποκτήσει δεύτερον πατέρα”. Το έργο του, το διακρίνει η εντιμότητα. Έντιμος σημαίνει ότι μιλεί και γράφει όπως ζει και ζει, όπως σκέφτεται και γράφει. Οι αναπαραστάσεις του Παπαδιαμάντη είναι αυθεντικές, αυτοβιογραφικές και βιωματικές.

Ποτέ δεν ωραιοποιεί και δεν προσποιείται για να γίνεται αρεστός, δεν προσπαθεί να είναι συμπαθής, δεν φοβάται μήπως και δυσαρεστήσει. Πολλές φορές συναντούσε τον Βάρναλη στο καφενείο της δεξαμενής και ο Βάρναλης αναφέρει:

“Συνήθιζε να κάθεται έξω από το καφενείο της Δεξαμενής, στο πίσω μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά  ν’ ανάψει το τσιγάρο του. Πάντοτε απόμακρος, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζόταν στα δημιουργικά του ονειροπολήματα”. Μόνιμη φιγούρα ως ψάλτης στον Ιερό Ναό του Προφήτη Ελισσαίου στην Πλάκα, στην Δεξαμενή όπως προαναφέραμε, στην περιοχή του Ψυρρή, αλλά και στη μπακαλοταβέρνα των αδελφών Καχριμάνη. Ο Άγιος Ελισσαίος γίνεται τμήμα της ζωής του μαζί με τον ιερά Νικόλαο Πλανά. Ο Μιχάλης Περάνθης κάνει λόγο για έναν ανεπλήρωτο έρωτα που ανέτρεψε τη ζωή του Παπαδιαμάντη, ο οποίος πήγε στο Άγιο Όρος. Δεν αναπαύθηκε όμως και επιστρέφει. Συνεχίζοντας ο Περάνθης μας λέει:

Συγκρίνει μάλιστα τα διάφορα διηγήματα της αγάπης και καταλήγει στο ενδιαφέρον συμπέρασμα ότι οι διάφορες ηρωίδες, που εμφανίζονται με διαφορετικά ονόματα στο έργο του, είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό πρόσωπο, το μοιραίο πρόσωπο της ζωής του. Η Πολύμνια του “Ολόγυρα στη λίμνη” και η Λιαλιώ στο διήγημα “Η νοσταλγός” είναι το πρόσωπο που υποκρύπτει αυτόν τον μεγάλο παιδικό και ανεκπλήρωτο έρωτά του.

Αναφέρει μάλιστα ότι η αδελφή του Παπαδιαμάντη έδειξε στον Οκτάβιο Μερλιέ ένα σπίτι αντίκρυ από το δικό τους, με την αποκαλυπτική πληροφορία: “Εδώ καθόταν πριν από πολλά χρόνια η χαριτωμένη κόρη του “Ολόγυρα στη λίμνη” που το πραγματικό της όνομά ήταν Χαρίκλεια”. Και συμπληρώνει: Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθής, το ερμηνευτικό αυτό σενάριο επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι στη Σκιάθο, το υποκοριστικό του “Χαρίκλεια” είναι Λιαλιώ.

Πολύμνια, λοιπόν, στο “Ολόγυρα στη λίμνη”, όταν ο Παπαδιαμάντης ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, Λιαλιώ στη “Νοσταλγού”, όταν ήταν είκοσι. Τότε όμως το περιστατικό της Νοσταλγού πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την προσπάθειά του να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Αυτό σημαίνει ότι τα δύο γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Με υπερβολική σεμνότητα σε τέτοιο σημείο που αδικούσε τον εαυτό του, με ματαιότητα για τη ζωή και τον κόσμο, με μια τάση να αποσύρεται από τους ανθρώπους και να αποστασιοποιείται από την κοινωνική ζωή, με την μόνιμη συνήθειά του να ζει ανάμεσα στους φτωχούς και τους πονεμένους, μέσα στα δικά του στέκια και τις συντροφιές τους.