Είναι απορίας άξιον, αλλά τα καταφέρνουμε να καβγαδίζουμε ακόμη και για το… ημερολόγιο! Δεν ήταν μόνο η γλώσσα, τα Ευαγγέλια, αλλά και το ημερολόγιο! Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από τις πιο βίαιες συγκρούσεις που ξέσπασαν στην Ελλάδα μεταξύ των οπαδών του νέου και του παλαιού ημερολογίου!

Η Ελληνική Πολιτεία εφάρμοσε το γρηγοριανό ημερολόγιο μόλις το 1923, ονομάζοντας τη 16η Φεβρουαρίου, 1η Μαρτίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος το εφάρμοσε στο εορτολόγιό της ένα χρόνο αργότερα. Και το 1927 σημειώθηκαν τα πιο βίαια επεισόδια στην Αθήνα!

To γρηγοριανό ημερολόγιο είναι το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται τώρα στον δυτικό κόσμο. Είναι μια παραλλαγή του ιουλιανού ημερολογίου, προτάθηκε από τον Αλοΐσιους Λίλιους  Ναπολιτάνο γιατρό και θεσπίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’, από τον οποίο πήρε το όνομά του, στις 24 Φεβρουαρίου του 1582. Το γρηγοριανό ημερολόγιο επινοήθηκε, γιατί, σύμφωνα με το ιουλιανό, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια. Έτσι, αντικαταστάθηκε από το γρηγοριανό, σύμφωνα με το οποίο η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται κάθε 3.300 χρόνια περίπου.

 Ο χρόνος

Τα χρονολογικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν ανά τους αιώνες είναι εκατοντάδες. Σχεδόν κάθε πολιτισμός ανέπτυσσε το δικό του, λίγα όμως κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Έως τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. το ημερολόγιο που επικρατούσε ήταν αυτό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της Σελήνης. Λόγω της ατέλειάς του, όμως, δημιουργήθηκαν μεγάλες αποκλίσεις, κυρίως στην εαρινή ισημερία, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία και τη λειτουργία του κράτους.

Έτσι, ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον Αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη την αναμόρφωση του ημερολογίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, προστέθηκαν στο έτος 90 μέρες, δηλαδή η 1η Μαρτίου του 44 π.Χ αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου. Το νέο, ηλιακό, ημερολόγιο ανταποκρινόταν απόλυτα στη διαδοχή των εποχών και η διάρκεια του έτους προσδιορίστηκε στις 365,25 ημέρες. Η μικρή διαφορά καλυπτόταν από μία επιπλέον ημέρα που προσετίθετο κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι, η ημέρα αυτή, επειδή τη μετρούσαν δυο φορές, ονομάζεται ακόμα και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».

Όμως και από το ιουλιανό ημερολόγιο προέκυπτε ένα σφάλμα 11 λεπτών και 14 δευτερολέπτων τον χρόνο. Εξαιτίας της απόκλισης αυτής, μιάμιση χιλιετία αργότερα η εαρινή ισημερία είχε μετατοπιστεί ημερολογιακά 11 μέρες πίσω, σε σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα. Μπροστά στον κίνδυνο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα, ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος προχώρησε σε νέα μεταρρύθμιση του συστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1582 προστέθηκαν 10 ημέρες, ενώ για να αποφευχθούν ανάλογες ασυμφωνίες και στο μέλλον, αποφασίστηκε κάθε τέσσερις αιώνες να θεωρούνται δίσεκτα, αντί για 100 χρόνια μόνο τα 97.

Το νέο ή γρηγοριανό ημερολόγιο συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Τα καθολικά κράτη της Ευρώπης το υιοθέτησαν τελικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά χρειάστηκαν έναν ακόμη αιώνα. Αγγλία και Αμερική το αποδέχτηκαν μόλις το 1752. Το ίδιο συνέβη και στην Ανατολή, όπου όλα τα ορθόδοξα κράτη συνέχισαν να ακολουθούν το ιουλιανό έως τον 20ό αιώνα.

Για το Πάσχα

Το κίνητρο της Καθολικής Εκκλησίας στην αλλαγή του ημερολογίου ήταν να εορτάζεται το Πάσχα τον καιρό που πίστευαν ότι είχε συμφωνηθεί στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 325 μ.Χ.. Παρόλο που ένας κανόνας της Συνόδου υπονοεί ότι όλες οι εκκλησίες χρησιμοποιούσαν την ίδια ημερομηνία για το Πάσχα, δεν ήταν έτσι. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας εόρταζε το Πάσχα την Κυριακή μετά την 14η ημέρα της Σελήνης που πέφτει πάνω ή μετά από την εαρινή ισημερία, την οποία τοποθετούσαν στις 21 Μαρτίου. Μέχρι τον 10ο αιώνα, όλες οι εκκλησίες (εκτός από μερικές στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) είχαν υιοθετήσει το Αλεξανδρινό Πάσχα, το οποίο ακόμα τοποθετούσε την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου, παρότι o Βέδας (Venerable Bede, μοναχός, 672 – 735 μ.Χ.) είχε ήδη παρατηρήσει την μετακίνησή του το 725 μ.Χ. – και είχε μετακινηθεί ακόμα περισσότερο μέχρι τον 16ο αιώνα (αφού μετακινούταν μία ημέρα κάθε 128 χρόνια).

Αλλά και οι φάσεις της Σελήνης που χρησιμοποιούνταν για να υπολογιστεί το Πάσχα στο ιουλιανό ημερολόγιο ήταν σταθερές, με αποτέλεσμα να χάνεται μία ημέρα κάθε 310 χρόνια. Έτσι, τον 16ο αιώνα, οι φάσεις του σεληνιακού ημερολογίου απόκλιναν κατά τέσσερις ημέρες σε σχέση με τις πραγματικές.

Η διόρθωση για την εαρινή ισημερία είχε ως εξής: Τα χρόνια που διαιρούνταν με το 100 θα ήταν δίσεκτα μόνο αν διαιρούνται επίσης με το 400. Συνεπώς, την περασμένη χιλιετία, το 1600 και το 2000 ήταν δίσεκτα, αλλά τα 1700, 1800 και 1900 για παράδειγμα δεν ήταν. Στην τωρινή χιλιετία, τα χρόνια 2100 και 2300 δεν θα είναι δίσεκτα, ενώ το 2400 θα είναι.

Όταν το νέο ημερολόγιο εφαρμόσθηκε, για να διορθωθεί το σφάλμα που είχε ήδη ενσωματωθεί στη μέτρηση του χρόνου κατά τη διάρκεια των 13ων αιώνων από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (που καθιέρωσε το Ιουλιανό ημερολόγιο), κρίθηκε σκόπιμο να παραλειφθούν δέκα ημέρες από το ηλιακό ημερολόγιο. Η τελευταία ημέρα του ιουλιανού ημερολογίου ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582 και η αμέσως επόμενη, και πρώτη του γρηγοριανού ήταν η 15η Οκτωβρίου 1582.

Ωστόσο, οι ημερομηνίες από 5 έως και 14 Οκτωβρίου 1582 υφίστανται ακόμα σε σχεδόν όλες τις χώρες, καθώς ακόμα και οι περισσότερες καθολικές χώρες δεν υιοθέτησαν το νέο ημερολόγιο την ακριβή ημέρα που καθορίστηκε από τη Βούλα, αλλά μήνες ή και χρόνια μετά (η τελευταία χώρα το 1587).

Η πρώτη ημέρα του νέου έτους είχε ήδη καθοριστεί σε όλες τις δυτικές χώρες την 1η Ιανουαρίου κατά τον δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που έγιναν προτεσταντικές την περίοδο εκείνη, όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Αγγλία.

Ωστόσο, παρ’ ότι στην Αγγλία η 1η Ιανουαρίου ονομαζόταν “πρώτη ημέρα του έτους”, το έτος άλλαζε την 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού (αγγλικά: Lady Day) μέχρι και το 1752 (η Σκωτία υιοθέτησε την 1η Ιανουαρίου ως ημέρα αλλαγής του έτους την 1η Ιανουαρίου 1600, χρησιμοποιώντας ακόμα το ιουλιανό ημερολόγιο).

Κατα συνέπεια, συχνά συναντάμε διπλές χρονολογίες λόγω της σύγχισης των ημερολογίων και της αλλαγής της πρώτης ημέρας του έτους. Αυτή η σύγχιση ήταν προγενέστερη του γρηγοριανού ημερολογίου, αφού κράτος και εκκλησία χρησιμοποιούσαν διαφορετικά συστήματα χρονολόγησης.

Ο κύκλος των 19 ετών που χρησιμοποιούνταν στο σεληνιακό ημερολόγιο διορθώθηκε επίσης, κατά μία ημέρα κάθε 300 ή 400 χρόνια (8 φορές στα 2.500 χρόνια), μαζί με τις διορθώσεις για τα χρόνια που δεν είναι δίσεκτα (επειδή διαιρούνται με το εκατό και όχι με το τετρακόσια). Καθιερώθηκε μάλιστα και ένας νέος τρόπος υπολογισμού του Πάσχα.

Ο φόβος

Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία επί αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το γρηγοριανό ημερολόγιο με τον φόβο μήπως αυτό γίνει αιτία παραπλάνησης του πληρώματος, δηλαδή των πιστών. Η εξέλιξη του πολιτισμού, όμως, επέβαλε νέες ανάγκες και το θέμα άρχισε να αντιμετωπίζεται από άλλη σκοπιά. Ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ το 1895 εξέφρασε την ευχή να υπάρξει ενιαίο ημερολόγιο για όλους τους χριστιανικούς λαούς. Και ο Ιωακείμ Γ΄ έστειλε το 1902 εγκύκλιο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ζήτημα του ημερολογίου και ζητούσε τις απόψεις τους.

Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι δεν απορρίπτει καταρχήν την προοπτική αλλαγής του ημερολογίου. Συστήθηκε μάλιστα επιτροπή μελέτης, η οποία (1919) αποφάνθηκε ότι: “η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου”.

Περιμένοντας να γίνει μια τέτοια συνεννόηση, η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο, συμφώνησε δε να εισαγάγει η Πολιτεία το γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο για πολιτική χρήση. Με βασιλικό διάταγμα εισήχθη στην Ελλάδα το γρηγοριανό ημερολόγιο την 1 Μαρτίου 1923 ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό. Αλλά λίγες μέρες αργότερα τα πράγματα έμπλεξαν, όταν ήρθε η 25η Μαρτίου και θα έπρεπε να χωριστεί η γιορτή του Ευαγγελισμού από την γιορτή της Εθνεγερσίας.

Τότε έγινε σαφές ότι η συνύπαρξη δύο ημερολογίων θα προκαλούσε προβλήματα. Η Εκκλησία της Ελλάδος, για να αρθεί το αδιέξοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές γιορτές με εξαίρεση τη γιορτή του Πάσχα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκατατέθηκε στην αλλαγή με τηλεγράφημα του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄ της 23 Φεβρουαρίου 1924, το οποίο ανέφερε: “Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου”.

Έτσι την 10η Μαρτίου 1924 εισήχθη το γρηγοριανό ημερολόγιο στη χώρα μας και η μέρα αυτή υπολογίστηκε σαν 23η Μαρτίου.

Το ορθόδοξο συνέδριο

Επειδή, όμως,  υπήρχε μία καθυστέρηση περίπου13 ημέρων, η 16η Φεβρουαρίου στο παλαιό ημερολόγιο ονομάστηκε 1η Μαρτίου του νέου. Η Εκκλησία της Ελλάδος το 1924 αποδέχτηκε – αφού συμβουλεύτηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο- όχι το γρηγοριανό, αλλά το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο έκτοτε ακολουθεί.

Πράγματι, ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (ο Μεταξάκης, 1922-1923) συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Συνέδριο τον Μάιο του 1923, στο οποίο έλαβαν μέρος το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ρωσίας, το Πατριαρχείο Σερβίας, το Πατριαρχείο Ρουμανίας και οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ελλάδος και της Κύπρου. Το σημαντικό γεγονός είναι ότι το Πανορθόδοξο Συνέδριο αποφάσισε ότι η αλλαγή του ημερολογίου ήταν επιβεβλημένη, αφού δεν προσέκρουε σε κανένα κανονικό ή δογματικό κώλυμα. Επιπλέον, καθόρισε ως ημέρα της αλλαγής του ημερολογίου την 1η Οκτωβρίου του 1923, η οποία θα ονομαζόταν 14η Οκτωβρίου του 1923.

Η απόφαση του Συνεδρίου ήταν ότι δεν θα υιοθετείτο το γρηγοριανό ημερολόγιο και υπεδείχθη νέος ημερολογιακός κύκλος 900 ετών, ακριβέστερος του γρηγοριανού κύκλου των 400 ετών. Η νέα ημερολογιακή πρόταση, που έγινε από τον Σέρβο αστρονόμο Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς, όριζε ότι από τα έτη που δείχνουν αιώνες (επαιώνια έτη) δίσεκτα θα θεωρούνται μόνον εκείνα των οποίων ο αριθμός των αιώνων διαιρούμενος δια 9, δίνει υπόλοιπο 2 ή 6. Για τα άλλα έτη ισχύει ο ιουλιανός κανόνας.

Συνεπώς, αντί των δίσεκτων ετών 400, 800, 1200, 1600, 2000 κ.ο.κ. του γρηγοριανού ημερολογίου, καθιέρωνε ως δίσεκτα τα έτη 200, 600, 1100, 1500, 2000 κ.ο.κ. Εντός κύκλου 900 ετών περιέρχονται 218 δίσεκτα έτη και έτσι η μέση διάρκεια  του προτεινόμενου έτους είναι 365,24222222 ημέρες, δηλαδή το σφάλμα του είναι περίπου 2,03 δευτερόλεπτα ετησίως, που σημαίνει ότι αστρονομικά είναι το ακριβέστερο από όλα τα προταθέντα μέχρι σήμερα ημερολογιακά συστήματα. Εάν τώρα δεν έχει υιοθετηθεί από τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, οι λόγοι ασφαλώς δεν είναι επιστημονικοί.

Όσον αφορά τον εορτασμό του Πάσχα το Συνέδριο πρότεινε η εαρινή πανσέληνος  να καθορίζεται αστρονομικά με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και η  ημερομηνία του να καθορίζεται κατά τον «χρόνο» της Ιερουσαλήμ. Υπέδειξε επιπλέον σε όλα τα Ορθόδοξα Αστεροσκοπεία και Πανεπιστήμια να φτιάξουν πίνακες του Πασχαλίου μεγάλης διάρκειας. Ωστόσο, για να τακτοποιηθεί το ημερολογιακό ζήτημα, πρότεινε τελικά, έπειτα από συμβιβαστική  πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφενός μεν να προστεθούν  οι 13 ημέρες στο ιουλιανό ημερολόγιο δημιουργώντας το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο, αφετέρου δε να μην γίνει καμία παρέμβαση στον πασχάλιο κύκλο.

Μ’ αυτόν τον τρόπο η προσθήκη των 13 ημερών δεν συνιστά κανένα δογματικό ή κανονικό κώλυμα, εφ’ όσον δεν θίγεται διόλου το ζήτημα του υπολογισμού του Πάσχα. Επίσης, απεφάσισε η κάθε Εκκλησία να αποφασίσει ελεύθερα εάν προτιμά να ακολουθήσει το ιουλιανό ημερολόγιο ή το νέο διορθωμένο ιουλιανό. Ούτε η μία ούτε η άλλη απόφαση θα επηρεάσει την ενότητα και την κανονική  κοινωνία των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ τους.

Το υιοθέτησαν

Τελικά το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο υιοθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος τη 10η Μαρτίου του 1924, που θεωρήθηκε 23η Μαρτίου του 1924, γιατί εν τω μεταξύ  η διαφορά είχε φθάσει τις 13 ημέρες. Αναφορικά με τα πατριαρχεία που έλαβαν μέρος στο Συνέδριο, το ρωσικό αποφάσισε να μην προχωρήσει σε καμία αλλαγή. Το πατριαρχείο της Σερβίας αρχικά απεδέχθη το νέο ιουλιανό ημερολόγιο, αλλά στη συνέχεια υπαναχώρησε.

Από τα Πατριαρχεία που δεν έλαβαν μέρος στο Πανορθόδοξο Συνέδριο,  τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας δεν δέχτηκαν την πρόταση του Συνεδρίου εφ’ όσον δεν την επικύρωνε απόφαση Οικουμενικής Συνόδου. Επίσης, την ίδια απόφαση πήρε και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, επειδή υποστήριζε ότι με την αλλαγή του ημερολογίου  θα άλλαζε και το πασχάλιο, δημιουργώντας σύγχυση στους πιστούς προσκυνητές που συνέρρεαν στην ιερή πόλη.

Λίγα χρόνια αργότερα, την 1η Οκτωβρίου του 1928, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας υιοθέτησε κι αυτό το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο.

Σήμερα, το νέο διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο ακολουθούν τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Επίσης οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Ελλάδος, Κύπρου, Αλβανίας και Πολωνίας, όπως και οι Αυτόνομες Εκκλησίες Τσεχίας και Σλοβακίας. Τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας και Σερβίας δεν έχουν αποδεχθεί την ημερολογιακή μεταρρύθμιση και για λόγους παράδοσης διατηρούν μέχρι σήμερα το ιουλιανό ημερολόγιο. Ακριβώς και για λόγους παράδοσης στην Ελλάδα τα μοναστήρια στο Άγιον Όρος όπως και τα μετόχια του Αγίου Όρους στην υπόλοιπη Ελλάδα διατηρούν το ιουλιανό  (παλαιό) ημερολόγιο, το οποίο διατηρούν και οι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί»* γνωστοί ως παλαιοημερολογίτες.

 

ΠΗΓΕΣ:
-Καθημερινή
-Ιδρυμα μείζονος ελληνισμού
-Βικιπαιδεία
-Στράτος Θεοδοσίου, Μακής Δανέζης
 – Εκκλησιαστική Ιστορία» Γ. Κονιδάρη

 

Γιατί το πήγαν στα άκρα οι παλαιοημερολογίτες

Γιατί το πήγαν στα άκρα οι παλαιοημερολογίτες

Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκε την μεταβολή του ημερολογίου και απέστειλε αντιπροσώπους στο Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως όπου ψηφίστηκε η διόρθωση του Ιουλιανού κατά 13 μέρες, αφού κανένα δογματικό κώλυμα δεν υπήρχε. Οι άστατες όμως πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα λόγω του προσφυγικού κύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής αλλά και οι ασφυκτικές πιέσεις των Νεοτούρκων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, έγιναν η αφορμή να μην γίνει η απαραίτητη ενημέρωση του χριστιανικού λαού.

Έτσι, η άγνοια των πολλών όπως και η πολιτική εκμετάλλευση από ορισμένους κύκλους αλλά και οι προσωπικές αντιθέσεις κάποιων ιεραρχών στάθηκαν τα αίτια της δημιουργίας του παλαιοημερολογιακού ζητήματος. Το 1935 τρεις ιεράρχες, από προσωπικούς λόγους, ετέθησαν επικεφαλής των τότε παλαιοημερολογητών προκαλώντας μεγάλο  σκανδαλισμό στον λαό.

Ο Δημητριάδος Γερμανός, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος αποσχίστηκαν από την κανονική Εκκλησία και ίδρυσαν την εκκλησία των Παλιοημερολογητών, διότι δήθεν η Εκκλησίας της Ελλάδος και τα Πατριαρχεία Κων/πολεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας παρέβησαν τα δόγματα και τους κανόνες.

Οι παλαιοημερολογίτες παρά την αποδοκιμασία από το σύνολο του λαού αλλά και του Πατριαρχείου προέβησαν στις αντικανονικές χειροτονίες του Πολυκάρπου Λυώση ως Δαυλείας, του Χριστοφόρου Χατζή ως Μεγαρίδος και του Γερμανού Βερυκοπούλου ως Κυκλάδων. Από αυτούς όμως επανήλθαν οι δύο πρώτοι στην κανονική Εκκλησία επί Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος και έγιναν ο πρώτος Σιατίστης και ο δεύτερος Δρυινουπόλεως.

Η κανονική Εκκλησία καθαίρεσε πάντας αλλά αυτοί στηριζόμενοι από μικροπολιτικά και ψηφοθηρικά συμφέροντα εγκαθίδρυσαν την Μονή Κερατέας.  Επίσης ο Ζακύνθου Χρυσόστομος αφού μετανόησε επανήλθε κι αυτός στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Μετά από εξάμηνη παύση επέστρεψε στην έδρα του και πέθανε αργότερα ως Τριφυλίας. Οι άλλοι δύο ως καθηρημένοι διέμειναν στην Αθήνα.

Είναι απολύτως φυσικό, ότι κανένας τους δεν πίστεψε ποτέ την παλαιοημερολογητική άποψη διότι ως αρχιερείς είχαν ικανή μόρφωση να γνωρίζουν ότι η χρονική αλλαγή του ημερολογίου δεν επέφερε κανένα δογματικό πρόβλημα στην πίστη μας.

Ο πραγματικός σκοπός είναι ότι επεδίωκαν  ο Δημητριάδος Γερμανός να γίνει Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος πρόεδρος της Αποστολικής Διακονίας και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Πειραιώς. Επιπλέον αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει εγκύκλιος του πρώην Φλωρίνης (1931) υπέρ του νέου ημερολογίου. Στο τέλος ο Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης διαφώνησε με τον πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο και μετά τον παραμερισμό του ζήτησε την επιείκεια της κανονικής Εκκλησίας, η οποία του παρασχέθηκε την ημέρα του θανάτου του.

 

ΠΗΓΕΣ:

­-Δρανδάκης

-«Εκκλησιαστική Ιστορία» Γ. Κονιδάρη 

-Εκκλησία της Ελλάδος