Μπορεί να πέρασαν δυό τουλάχιστον δεκαετίες από τότε, αλλά πάντα υπάρχουν αιτίες που οι αναμνήσεις κάνουν αστραπές στον καθρέπτη του νου και σκορπίζουν το σύθαμπο της θύμησης…
Η πρόκληση – πρόσκληση του Πετρομανώλη ήταν γαργαλιστική:
-Έλα το Σαββάτο το μεσημέρι στο εκκλησάκι που θα ψήσει ο παπά-Νικόλας ένα λαγό με συνταγή από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ, να πιούμε μια… σόδα και να τα πούμε!
Και πήγα. Η «σίτινη» παρέα ήταν αρκετή για να δημιουργήσει από την πρώτη στιγμή ευχάριστη διάθεση παρά την επικρατούσα «κακοκαιρία» (πως αλλιώς να πει κανείς τη καλοκαιριάτικη θερμοκρασία στα μέσα του Γενάρη που ξεραίνει τις ελπίδες των ανθρώπων του ιδρώτα για μια καλύτερη σοδειά μετά τη «ξέρα» του χρόνου που πέρασε;…).
Εν αναμονή της ιντερνετικής συνταγής του λαγού, αδειάσαμε με αργές απολαυστικές κινήσεις το μπόλικο βραστό κρέας του τσουκαλιού που σιγόβραζε στο διπλανό μάτι του πετρογκάζ και τους λοιπούς προκαταρκτικούς μεζέδες που διέθετε η πληθωρική φιλοξενία του Πετρομανώλη…
Τό ‘παιξα ευγενικός και ανόρεχτος κάνοντας πονηρά τη κρυφή σκέψη: «άστους να φάνε τη προβάτα, να χορτάσω εγώ το λαγό», όπως και έγινε. Και ύστερα καταπιαστήμαμε στη κουβέντα για τη «κακοκαιρία» που λέγαμε. Φυσιολογικά προέκυψε η κουβέντα για τις μεγάλες χιονιές (χιονοστρώσεις κατά Μαρουσάκη) του Λασιθιού. Ως γνωστός χιονομάχος από τα παιδικά μου χρόνια, θυμήθηκα την μεγάλη κακοκαιρία του Γενάρη το 2002 ! -Ήμουν διευθυντής της αστυνομίας στο Ηράκλειο, μα είχα και το νου μου στο Λασίθι, όχι μόνο γιατί εκεί βρισκόταν οι γέροντες γονείς μου αλλά και γιατί πάντα είχα την έγνοια του τόπου μου.
Κάθε απόγευμα, τις πρώτες μέρες εκείνου του Γενάρη, ανέβαινα με ένα πανίσχυρο υπηρεσιακό τζιπ στο Λασίθι, έκανα την ενισχυτική μου επίσκεψη στους γονείς μου και το διερευνητικό γύρο του Λασιθίου και επέστρεφα στη βάση μου. Ένας απρόβλεπτος τότε καιρός, χιόνιζε κάθε βράδυ και έσβηνε τις ολοήμερες προσπάθειες του τότε δημάρχου Γιάννη Σφακιανάκη με το μοναδικό χειριστή που διέθετε ο Δήμος, Μιχάλη Καλεμικιάρη, να κρατήσει το δρόμο ανοιχτό. Η ενίσχυση του τότε νομάρχη Ηρακλείου αείμνηστου Γιάννη Γαρεφαλάκη, ήταν ανάλογη των τότε δυνατοτήτων:
Ένας φορτωτής με ένα χειριστή από την Κερά μέχρι την Άμπελο σε ολοήμερη βάρδια. Παραμονή του Αγίου Ιωάννου, ανέβηκα πάλι στο Λασίθι και είδα πόσο άσπρα και σκούρα ήταν τα πράγματα. Συνάντησα στην Άμπελο το γνώριμο φορτωτή σταματημένο στην άκρη και το χειριστή του σκυμμένο στο τιμόνι ακίνητο. Φοβήθηκα στην ερημιά του χιονιά πως κάτι είχε πάθει και κατέβηκα ανήσυχος. Ήταν σχεδόν λιπόθυμος μα οι προμήθειες του τζιπ ήταν σταθερά στο κάθισμα του συνοδηγού: Καυτό τσάι, κονιάκ, σταφίδες και ξηροκάρπια.
Τον συνέφερα γρήγορα και τον υποχρέωσα παρά τις αντιρρήσεις του να έρθει μαζί μου. Στο ύψος της Κεράς όπου στάθμευε αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, τον παρέλαβε το πλήρωμα του και τον μετέφερε σπίτι του σε κοντινό χωριό νομίζω του Καστελλίου.
Με το ξημέρωμα ενημερώθηκα για σαρωτική επέλαση του χιονιά που είχε αποκλείσει τα πάντα και είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα όχι μόνο στο οδικό δίκτυο αλλά και αποκλεισμούς ανθρώπων και αυτοκινήτων. Πήρα αυθαίρετη πρωτοβουλία, κινητοποιώντας όλες τις υπηρεσίες που ήταν δυνατόν (Περιφέρεια- Θανάση Καρούντζο-, νομαρχίες Ηρακλείου, Λασιθίου -αείμνηστοι νομάρχες Γιάννης Γαρεφαλάκης και Αντώνης Στρατάκης- και τις Σμηναρχίες μάχης Ηρακλείου και Καστελίου).
Ώρα 11 το πρωί, είχαν συγκεντρωθεί στην Άμπελο 13 μηχανήματα διαφόρων τύπων και άρχισε η συστηματική προσπάθεια να ανοίξει το πέρασμα της Αμπέλου όπου το ύψος του χιονιού ήταν ίσο με την κορυφογραμμή του ανοίγματος στο σημείο. Έγινε δυνατό να συμβεί το σούρουπο της ίδιας ημέρας και ο «ουλαμός» των μηχανημάτων μπήκε θριαμβευτικά στο Λασίθι και φθάσαμε Τζερμιάδω.
Αξέχαστη η χαρά των ανθρώπων που μας υποδέχονταν στο δρόμο με βραστό ρακόμελο και λουκάνικο ψημένο επιτόπου σε καμινέτα του καφέ. Το ίδιο και η φιλοξενία του δημάρχου Γιάννη Σφακιανάκη σε τοπική ταβέρνα του Τζερμιάδου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον τότε Περιφερειάρχη Θανάση Καρούντζο -καλή του ώρα- που με πήρε παράμερα και μου είπε σχεδόν δακρυσμένος:-« Ρε σύ τι υπέροχοι άνθρωποι είναι αυτοί; Θα με πάρουν τα κλάμματα…» χθες πήγαμε για εκχιονισμό κάπου αλλού και με γιουχάϊσαν που δεν πήγαμε το γρηγορότερο (Πράγματι είχε συμβεί σε μια άλλη περιοχή).
– Αυτοί είναι οι Λασιθιώτες του απάντησα και τον κοίταξα κατάματα…
Χρόνια αργότερα, ως δήμαρχος έφτασε δυο ή τρεις φορές μήνα Σεπτέμβρη, πεσκέσι στο γραφείο μου, ένα χαρτοκιβώτιο που περιείχε κάθε φορά τα ίδια: Σταφύλια ροζακί, σταφίδες, ένα μπουκάλι ρακή και συκοπιταρίδες. Το έφερνε κάποιος συντοπίτης μου που ήταν περαστικός κάθε φορά από την περιοχή του Καστελίου. Δεν είχε αποστολέα, ούτε ο αγωγιάτης ήξερε να μου πει, παρά μόνο πως ήταν από ένα άνθρωπο που κάποτε βοήθησα στα χιόνια.
Έτσι απλά και σεμνά. Δεν κατάφερα ποτέ (και απολογούμαι γι’ αυτό) να επικοινωνήσω μαζί του να του πω πόσο υπέροχος ήταν και πόσο όμορφα με έκανε να νιώσω. Νά ‘ναι καλά όπου κι αν βρίσκεται.