Ο Λάκκος είναι μια παλιά συνοικία του Ηρακλείου, γνωστή για τη ζωντάνια της στην περίοδο 1900-1940, τον εθνοτικό συγχρωτισμό, την αυτόχθονη πολιτισμική δημιουργία, τις ψυχαγωγικές πρακτικές, το ολονύκτιο κέφι, τους χορούς και τα τραγούδια, τις λαθραίες συναλλαγές, τον αγοραίο έρωτα.

Το πορτραίτο της εκκεντρικής αυτής κοινωνικής νησίδας του παρελθόντος σκιαγραφεί στη σημαντική μελέτη του ο Γιάννης Ζαϊμάκης («Καταγώγια ακμάζοντα» στον Λάκκο του Ηρακλείου, Πλέθρον 1999).

Στην ίδια στιγματισμένη συνοικία του Ηρακλείου («όπου παρεπιδημούσε το μιαρό και φώλιαζε το έκφυλο») υφαίνει τα Άμφια εταίρας ο Τηλέμαχος Μουδατσάκις, συνθέτοντας με το μυθιστόρημά του μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία εποχής (Καστανιώτης, 2007). Και η ίδια γειτονιά πρωταγωνιστεί στο δεύτερο μυθιστόρημα του νέου συγγραφέα Αντώνη Τσιρικούδη Από Παρασκευή Δευτέρα (Παράξενες μέρες, 2020). Καλότυχος λοιπόν ο Λάκκος.

Το βιβλίο του Τσιρικούδη συγκροτείται από δύο μέρη. Στο πρώτο ο συγγραφέας μας γνωρίζει τους βασικούς του ήρωες. Η αφήγηση σχετικά με το νεαρό ζευγάρι του μυθιστορήματος συμπλέκεται με εκείνη των γονιών του ήρωα. Εποχές διαφορετικές, αφηγήσεις παράλληλες. Τους διαφορετικούς κόσμους ενώνουν τα ανθρώπινα πάθη και η αγωνία συμβίωσης. «Σα να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου».

Οι ήρωες του παρελθόντος βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Εκείνοι του παρόντος αγωνίζονται να υπάρξουν μέσα στο δυστοπικό παρόν της κρίσης, των μνημονίων και της παραφθοράς των σχέσεων. Δεν ελπίζουν πια και δεν τρέφουν αυταπάτες. Ο αφηγητής ομολογεί:

Τον τελευταίο καιρό ήταν σαν να είχε με κάποιο μαγικό τρόπο εκλείψει από το λεξιλόγιό μου το «θα» και οτιδήποτε θα μπορούσε να συνταχθεί μαζί του. Μόνο ενεστώτας, παρατατικός κι αόριστος. Τι να σου κάνει ο αόριστος… Μου έχει απομείνει, βέβαια, η εξάρτηση, που βγαίνει από τον μέλλοντα. Από το ρήμα έχω. Μέλλοντας έξω. Από αυτό η έξις, η συνήθεια που προκύπτει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συμπεριφορών […] (σ. 32).

Η ευρηματικότητα της διπλής εισόδου στην αφήγηση του πρώτου αυτού μέρους  πλουτίζεται με αφηγηματικούς τρόπους (Ελεύθερος Πλάγιος Λόγος, Εσωτερικός Μονόλογος, αναχρονίες), ενώ το τέχνασμα του ανοιχτού τέλους και της διπλής εξόδου αποδίδει στον αναγνώστη την ελευθερία του: καθώς ο αφηγητής «παθαίνει εμπλοκή» και «δεν μπορεί να δώσει λύση στο δράμα» (σ. 135), αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να συνεχίσει ή όχι την ανάγνωση.

Αν συνεχίσει, μπορεί ελεύθερα να επιλέξει μια από τις δύο παράλληλες στήλες (μέθοδος του «fold-in»;) με το διαφορετικό τέλος. Ο συγγραφέας υπερασπίζεται έμπρακτα την μη γραμμική ανάγνωση. ένα αναγνωστικό «carpe diem». Επιπλέον, η ψυχαναλυτική ματιά του, που υπόκειται σε όλη την έκταση της αφήγησης, οδηγεί στην ανάλυση και την ερμηνεία των σχέσεων.

Πρόκειται για μια ρεαλιστική πεζογραφία που δεν «λέει», «δείχνει». Δεν περιγράφει και δεν διαπιστώνει απ’ έξω το δράμα των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά είναι μέρος του δράματος. Ο συγγραφέας δεν παρατηρεί το Εγώ του σαν αντικείμενο μέσα σε μεγεθυντικούς φακούς,  αλλά είναι ο ίδιος ένα Εγώ που έχει εμπλακεί στην ανθρώπινη περιπέτεια. Αντί να μιλά για τη φωτιά, τη δείχνει μέσα από τα εγκαύματά του.

Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από είκοσι οκτώ «βιογραφήματα» (biographémes, όπως τα αποκαλούσε ο Ρολάν Μπαρτ). Πρόκειται για επάλληλες απόπειρες να φωτιστούν οι ζωές των ηρώων, για ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου, συνήθεις ανθρώπινες ιστορίες και στάσεις σε σημαίνοντα αναμνηστικά τοπόσημα (για τους όρους βλ. Λίζυ Τσιριμώκου, Εισαγωγή, στο Georges Perec, Σκέψη / Ταξινόμηση, Άγρα 2005).

Ο αυτοβιογραφισμός  όμως του Αντώνη Τσιρικούδη δεν αρκείται στα συνήθη και καθημερινά. είναι μια εικονοκλαστική, λοξή ματιά, χειραγωγημένη και καλά υπολογισμένη. Στις ιστορίες του  παρεισφρέει πάντα ένα εμφανές ή αδιόρατο μέρος της εποχής μας, των πληγών μας, των κοινωνικών και ατομικών τραυμάτων μας.

Τα προσωπικά ίχνη διασταυρώνονται με κοινωνική ευαισθησία, με οικολογικές μέριμνες, με μια ηθική και αισθητική στάση απέναντι στο «μοντέρνο» και φευγαλέο, έναν βαθύτατο σεβασμό στο παλιό και αυθεντικό, στην ανθρώπινη μνήμη και συνάμα μια συγκατάβαση στις νησίδες της λήθης που αυτή εμπεριέχει.

Η προσωπική αυτή μυθολογία αποκτά οικουμενικότητα (ο βασικός ήρωας δεν έχει όνομα) και μας καλεί να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας και τον κόσμο. Γιατί η  λογοτεχνία μας αποκαλύπτει «αθέατες όψεις και άδηλες αναλογίες του κόσμου» (Χριστόφορος Λιοντάκης). Γιατί ο συγγραφέας, επιμένει ο Μαρσέλ Προυστ, ανασηκώνει για μας τον πέπλο της ασχήμιας και της μετριότητας και μας λέει: «Κοίτα, μάθε να βλέπεις!» (Διαβάζοντας).

Τι ακριβώς βλέπουμε στο μυθιστόρημά αυτό; Πέρα από την όποια συγγραφική πρόθεση έχω την άποψη ότι με την ανάγνωσή του ανοιγόμαστε σ’ ένα στοχαστικό ταξίδι προς τα μέσα και προς τα έξω.  Ότι, μέσα στην αξιακή μας κρίση, η γραφή επιχειρεί να μνημειώσει την ομορφιά. Για να περισώσει αξίες που χάνονται. Ο μαγευτικός Λάκκος στέκει ακόμη για να θυμίζει την αυθεντικότητα του παλαιού, την ανοησία και τον μαϊμουδισμό του νέου, το ξέφτισμα των αξιών, την παραφθορά των σχέσεων.

Και η λογοτεχνία; Τούτα τα ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου κατορθώνουν να συγκροτήσουν λογοτεχνία «με το τίποτε», όπως απαιτούσε ο Φλωμπέρ.

Ο Αντώνης Τσιρικούδης, με λιτή και εκφραστική πρόζα, με πλάγια συχνά αφήγηση, πολύ υποβλητική, καίριους διαλόγους και ωραίες, χωρίς μελοδραματισμούς, περιγραφές, δικαιώνει αισθητικά τη γραφή. Με εμπνευσμένες στιγμές υψηλής λογοτεχνικότητας (θυμάμαι το έξοχο Καλάμιland), θεατρικότητα, χιούμορ, ειρωνεία και σαρκασμό, μας παραδίδει σελίδες εντελώς σύγχρονης λογοτεχνίας.

Οι σύντομες αφηγήσεις του συγγραφέα χωρούν τον έρωτα, την τέχνη, την αγάπη για τα ζώα, την έντονη ευαισθησία για τους εργαζόμενους, τη θετική στάση στη διαφορετικότητα, τη συμπάθειά σε όλους τους ανυπεράσπιστους του κόσμου μας (πόρνες, αλκοολικούς, ομοφυλόφιλους, ρομά) και, βέβαια, την έμπρακτη αγάπη για την αρχιτεκτονική του παρελθόντος, για τα κτίσματα και τα αντικείμενα του πηλού και του ανθρώπινου χεριού, τα οποία αντιπαραθέτει με τα σύγχρονα του πλαστικού. Ο Λάκκος -που αντιστέκεται- γίνεται το «μικρό αλωνάκι» και διασώζει, εκτός από την εγκαρδιότητα των ανθρώπων του, αξίες και στάσεις ζωής.

Γιατί ο συγγραφέας, αν και απεχθάνεται το πολιτικό κήρυγμα, επιθυμεί να εκφράσει την προοδευτική-εναλλακτική προοπτική του για τον κόσμο μας. Γιατί, εις πείσμα της αποϊδελογικοποίησης των καιρών, ο Τσιρικούδης (που είναι και ένας λαμπρός εκπαιδευτικός) υιοθετεί μια λογοτεχνία ιδεών, με την ευρύτητα του όρου.

Δεν γράφει απλώς ρεαλιστική πεζογραφία. εκφράζει μια ανθρώπινη ευαισθησία και μια ευρύτατη ανθρωπιά, άρτια μορφοποιημένη. Για το λόγο αυτό ό,τι τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι τα καθαρά περιγράμματα του λόγου, οι δραστικές και άμεσες εκφράσεις, οι κυριολεξίες, οι ολοκληρωμένες εικόνες.

Στηρίζει λοιπόν τη δυναμική του στην αλήθεια, όπως η παλαιότερη αισθητική στήριζε το ιδανικό της στην ομορφιά. Η αλήθεια του αποκαλύπτεται με την αμεσότητα της εξομολόγησης, μια διόλου ανώδυνη διαδικασία, μια τραγική, θα έλεγα, όψη του λυρισμού.

Στην εξομολόγηση αυτή δεν υπάρχει καιρός για μορφικές ακροβασίες ή λεκτικά πυροτεχνήματα. Αυτό που προέχει είναι η ομολογία και η απολογία. Ο εκβιασμός, ίσως, αξεδιάλυτων πλεγμάτων απόκρυψης ή ενοχής. Κάτι που κάνει τον συγγραφέα να αισθάνεται απολογούμενος περισσότερο παρά απολογητής.

Η αλήθεια του Τσιρικούδη αντιμάχεται τις τεχνητές κατασκευές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό. Και όπως έχει παρατηρήσει για τον Γιώργο Ιωάννου ο Πάνος Μουλλάς, «χρειάζεται να έχεις μέσα σου μεγάλα αποθέματα ειλικρίνειας για να μη φοβάσαι την κοινότυπη έκφραση, την τριμμένη λέξη, την απλή κουβέντα», για να καταλήξει: «Τι χρειάζονται οι λαμπρές φορεσιές σε κορμιά που δεν φοβούνται ν’ αποκαλύψουν την εύρωστη γύμνια τους;» (Εποχές, τ. Ε, τχ. 26, Ιούνιος 1965, σ. 74)

Ο Αντώνης Τσιρικούδης δεν φοβάται να εκθέσει και να εκτεθεί. Με το δεύτερο αυτό μυθιστόρημά του, ένα τολμηρό άλμα από το πρώτο του βιβλίο, διευρύνοντας διαστάσεις και πλαταίνοντας ορίζοντες, κατορθώνοντας να αναγάγει το ατομικό σε καθολικότερη μοίρα, κερδίζει ξανά το μεγάλο στοίχημα της γραφής και ανοίγει νέες και δυσκολότερες προοπτικές για το μέλλον. Καλότυχος λοιπόν ο Λάκκος.

(Το βιβλίο παρουσιάζεται την Παρασκευή, 19 Ιουνίου, ώρα 7.30, στο καφενείο του Λάκκου)

*Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης