Μπήκαμε στο πολυπόθητο καλοκαίρι με μια δόση σχετικής ελευθερίας, θα λέγαμε, αφού τα δύο προηγούμενα η πανδημία μάς κρατούσε σχετικά περιορισμένους και ανελεύθερους, θα έλεγα. Ελπίζω όλα αυτά να είναι παρελθόν. Τον ερχομό του καλοκαιριού τον περίμεναν και οι παλαιότεροι, ειδικότερα οι αγρότες και οι άνθρωποι της υπαίθρου.

Περίμεναν αυτές τις μέρες σαν απολύτρωση από την πενιχρή στέγαση και τον περιορισμό στους γύρω στο τζάκι. Δεν έβλεπαν την ώρα ν’ ανοίξουν οι μέρες, να σκορπίσουν στις δουλειές τους, να πάνε παρέες – παρέες στα πανηγύρια των βουνών, των μοναστηριών και των μικρών διάσπαρτων ερημικών εκκλησιών, οι οποίες περίμεναν πώς και πώς μια φορά τον χρόνο ν’ ανοίξουν και να λειτουργηθούν, να χτυπήσει το σήμαντρό τους, με ψάλτη και παπά και φυσικά με πλήθος πιστών!

Περίμεναν αυτή την περίοδο που άρχιζε συνήθως με την εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, τέλη Μαΐου, και έφτανε μέχρι την εορτή του Αι Δημήτρη, ως το μικρό καλοκαιράκι, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Το κλίμα λοιπόν της διπλογιορτής “Κωνσταντίνου και Ελένης” όπως το αναφέραμε, ήταν καλοκαιριάτικο, με τους πανηγυριστές να απολαμβάνουν τον ήλιο, την καθαρή ατμόσφαιρα, τα δέντρα και τη φύση να τους ξεκουράζουν, φιλοξενώντας τους.

Βέβαια ο Ιούνιος, αν και είναι ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού,  πολλές φορές θέλει να μας κάνει και λίγο επιφυλακτικούς με τον φόβο πάντα μιας ξαφνικά ανεμοθύελλας και χαλαζιού, φαινόμενα ανεπιθύμητα για τους καλλιεργητές τα οποία σίγουρα θα έκαναν κακό στην τρυφερή ακόμη βλάστηση.

Υστερα όμως όλα συμπορεύονται με το μεγάλωμα της ημέρας και με το ανέβασμα του ήλιου στο αποκορύφωμα της πορείας του, το οποίο συμπίπτει με τη γιορτή του Αι Γιάννη και με τις λαϊκές εθιμικές φωτιές του, οι οποίες είναι συνήθως και “διαβατήριες”, ανάβονται δηλαδή σε ένα χρονικό σημείο που μας περνάει ή από μια εποχή ή από μια περίοδο σε άλλη.

Η περίπτωση της φωτιάς του Αι Γιάννη είναι χαρακτηριστική. Καίμε κάθε “κακό προηγούμενο” και ύστερα, ελεύθεροι και καθαροί, πηδάμε ή περνάμε πάνω από τη φωτιά, για να βρεθούμε απέναντι, από το άλλο μέρος και να βρεθούμε σε μια άλλη χρονική περίοδο, σε μια άλλη εποχή, η οποία θα είναι το ποθητό καλοκαίρι. Φεύγουμε από μία περίοδο ηλιακής πορείας στην άλλη ή από τη μια αρρωστιάρικη κατάσταση σε μία για την υγεία μας καινούργια ελπίδα. Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας όταν οι άνθρωποι περνούν (πηδούν) τις φωτιές του Αι Γιάννη, φωνάζουν: “Αφήνω τον κακό καιρό και πάω στον καλόν καιρό!”.

Ιούνιος, ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού. Θεριστής για τους παλαιότερους ή και Θερτής, αφού ήταν ο μήνας που θέριζαν τα χωράφια τους οι άνθρωποι. Στον Πόντο τον έλεγαν Κερασινό, αφού ήταν ο μήνας της ωρίμανσης των κερασιών. Φυσικά και Πρωτογιούνη σε σχέση με τον Ιούλιο που σαν ομόηχος ονομάστηκε Δευτερογιούνης. Μήνας ουσιαστικής προσδοκίας για το πρώτο ψωμί. “Μάρτης έβρεχεν, θεριστής εχαίρονταν” λέει κάποια λαϊκή ρήση. Κατά το μήνα αυτό έχουμε και την σαρακοστή του θέρους, μία σαρακοστή που έχει σχέση με την εορτή του Πάσχα.

Δεν είναι σταθερές οι μέρες αυτής της σαρακοστής. Αξιοπρόσεκτη βέβαια είναι μια μνημοτεχνική παροιμία που μας βοηθάει κάθε φορά να γνωρίζουμε πόσο διαρκεί αυτή η σαρακοστή που λέγεται και αλλιώς “Νηστεία των Αγίων Αποστόλων”. Λέει λοιπόν η παροιμία: “Όσες ‘πομένουν τ’ Απριλιού και τρεις από τον Μάη”. Αν δηλαδή το Πάσχα είναι στις 24 Απριλίου, τότε η Σαρακοστή διαρκεί εννέα ημέρες, έξι του Απρίλη και τρεις από τον Μάη. Ο δεύτερος μήνας, ο Ιούλιος ή Αλωννάρης ή Αλωνιστής.

Κατά το μήνα αυτό στερεώνεται θα λέγαμε το καλοκαίρι αφού οι ζέστες του είναι πάντα αναμενόμενες. Λιοπύρια, άπνοια, με την θάλασσα να γίνεται όλο και πιο ευχάριστη, μήνας με πολλές γιορτές, με τους ανθρώπους να “πιάνουν τα βουνά” για καλό βέβαια σκοπό, τιμώντας τη χάρη κάποιων αγίων που εορτάζουν. Ιούλης, ο μήνας του αλωνιού:

“Αφού σκόρπιζαν ήτα δεμάτια στ’ αλώνη, έζευγαν το άλογο ή τα βόδια στη  “δουκάνα” ή “αλωκάνη” που ήταν επίπεδο ξύλο με τσακμακόπετρες από κάτω. Παιδιά κάθονταν επάνω για βάρος, οι άνδρες ή οι γυναίκες οδηγούσαν τα ζώα γύρω – γύρω. Τα παιδιά φώναζαν και όταν έλβεπαν την ουρά του βοδιού να σηκώνεται, έβαζαν ένα φαράσι στην κατάλληλη θέση για να πέσει η κοπριά μέσα και να μη μαγαρίσει το σιτάρι.

Το μεσημέρι διέκοπταν για να ξαποστάσουν άνθρωποι και ζωντανά. Μία περιγραφή όπως και τόσες άλλες για το αλώνισμα . Σπάνια άκουγες τραγούδια, αλλά κυριαρχούσαν οι φωνές των αλωνιστάδων προς τα ζώα τους, φωνές απανωτές και με έμφαση παρουσίας.

Για το λίχνισμα κύριο μέλημά τους ήταν να σηκωθεί αέρας και οι λιχνιστάδες έπρεπε σβέλτοι να είναι σε όλες τους τις κινήσεις, οι οποίες δεν σήκωναν τραγούδι αλλά ούτε την παραμικρή καθυστέρηση. Εξάλλου η αχυροπάσπαλη και ο κουρνιαχτός από τα φροκαλίσματα έκλειναν το στόμα των εργαζομένων. Όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού και της ξεκούρασης, σίγουρα κάποιοι στίχοι της κοπελιάς που συνδράμει και φρουκαλεί το αλώνι, είναι χαρακτηριστικοί:

“Εγώ τον ήλιο θέλω τον, τον κουρνιαχτό αγαπώ τον

μαν’ μου τον πρώτο λιχνιστή, άνδρα να μου τον δώσεις…”

Θέρος, αλώνισμα, έρωτας, ιδρώτας… έννοιες καθημερινής ζωής στην σκληρή αλλά τόσο όμορφη εποχή του καλοκαιριού!