Μπόλιασες γενιές και γενιές με όμορφα ακούσματα, συγκλονιστικές ερμηνείες, ωραίους ήχους, υπέροχους στίχους

Πώς μας την έκανες έτσι… Σαν κακόγουστο αστείο Πρωταπριλιάς, τόσο αφόρητο που κανείς δεν θέλει να πιστέψει. Και πρώτα από όλα, πότε πήγες 63. Κανείς μας δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Μεγάλωνες χωρίς να γερνάς. Είχες όλη τη φρεσκάδα του εφήβου και όλη τη γοητεία αυτών που ξέρουν στην κατάλληλη στιγμή τι πρέπει να πουν, πώς να το πουν και γιατί.

Το είχα νιώσει για τα καλά στη δεκαετία του ‘90, όταν ασφυκτιούσα στα δήθεν και τα αδιάφορα ακούσματα της εποχής και ξαφνικά ήρθες εσύ που μας άφησες να κοιτάμε εκστατικά με το «Διδυμότειχο Μπλουζ». Έριξες κόκκινο στη νύχτα, έριξες λάδι στη φωτιά και μας θύμισες ότι πρέπει απ’ αυτά που έχουμε ζήσει να ζητάμε πιο πολλά…

Τραγουδούσες και ξόρκιζες τους φόβους μας, όταν μπουσουλάγαμε στα τυφλά στη θολή μεταβατική περίοδο μιας επίπλαστης ευημερίας. Ήσουν εκεί για να επανεκκινείς τις προσδοκίες μας και να τροφοδοτείς τις βεβαιότητές μας ότι αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, κάθε φορά που ανέβαινες στη σκηνή και τραγούδαγες «κουφάλες δεν ξοφλήσαμε… τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν».

Και όλα αυτά τα σπουδαία, με μια ξεχωριστή τρυφεράδα, ανθρωπιά και ευγένεια που αναδύουν εκείνοι που έχουν μάθει να παίρνουν δύναμη από το μοίρασμα της χαράς και της λύπης. Μπόλιασες γενιές και γενιές με όμορφα ακούσματα, συγκλονιστικές ερμηνείες, ωραίους ήχους, υπέροχους στίχους που μας κράτησαν όρθιους και μας ταξίδεψαν στο όνειρο.

Και τι δεν είπαμε όλα αυτά τα χρόνια στις ζωντανές εμφανίσεις σου και στην πορεία της πλούσιας δισκογραφίας σου. Τραγουδήσαμε παρέα τον «Σουλτάνο της Βαβυλώνας», τον «Τούρκο στο Παρίσι», είδαμε το βλέμμα σου στα «μάτια χωρίς λογική» και κρατήσαμε την αναπνοή μας από θαυμασμό όταν σε ακούσαμε να λες «πεθαίνω για σένα».

Ήσουν ο δικός μας αντίλαλος στα «τερατάκια της τσέπης», κάναμε παρέα στο «ημίφως» και μας παρηγόρησες με το τρυφερό «έλα ψυχούλα μου». Μας είπες μεγάλες αλήθειες για το τι θα ακολουθήσει με το «να δεις τι σού ‘χω για μετά», ζήσαμε «μικρούς Τιτανικούς», κλάψαμε τους δικούς μας που φύγαν με το «εκεί στο νότο» και στο τέλος της μέρας σού φωνάξαμε δυνατά «πόσο σε θέλω».

Σκέψου πόσα ζήσαμε παρέα. Και είχαμε τόσα ακόμα να πούμε. Αλλά μέχρι εδώ ήταν. Ραγίσαμε όλοι με αυτό τον αποχωρισμό, γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι έφυγε ένας δικός μας άνθρωπος, που μοιραστήκαμε όλη τη ζωή μας μαζί του. Και δεν προλάβαμε να σου πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ που σου χρωστάμε για όλα αυτά που μας χάρισες.

Ξέρουμε ότι θα ζεις κοντά μας μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε θυμόμαστε πάντα τρυφερά και στα ζόρικα θα μας παρηγορεί η σκέψη ότι κάπου εκεί ψηλά θα ανάβεις ένα φλασάκι με τους κολλητούς σου και θα το γλεντάτε…