Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) είναι μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα. Έγραψε δοκίμια, θέατρο, μυθιστορήματα και κατόρθωσε να επιτύχει και ως φιλόσοφος και ως λογοτέχνης. Μετείχε ενεργά στην αντίσταση εναντίον του φασισμού και εγκαίρως κατήγγειλε τη βαρβαρότητα του Σταλινισμού. Ο ίδιος αρνείται την ένταξή του στον υπαρξισμό. Είναι βαθιά ανθρωπιστής και προσπάθησε να απαντήσει στο παράλογο του θανάτου.

Σε αντίθεση με τον Σαρτρ που, ενώ έλαμψε κάποια χρόνια σήμερα δεν διαβάζεται, το έργο του Καμύ εξακολουθεί να μελετάται και να γοητεύει τους αναγνώστες. Αγάπησε την Ελλάδα, τον πολιτισμό της και το μεσογειακό φως. Η φράση του ότι ο Σίσυφος οφείλει να είναι ευτυχισμένος μας συγκλονίζει, γιατί πιστεύει ότι παρά την τραγικότητα του ανθρώπου και το παράλογο του θανάτου πρέπει να χαιρόμαστε το θείο δώρο της ζωής και φυσικά τον έρωτα, που καταξιώνει την ανθρώπινη υπόσταση.

Στη Στοκχόλμη όταν παρέλαβε το Νόμπελ το Δεκέμβριο του 1957 θα πει «Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γενιά, όμως, ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει. Αλλά η αποστολή της είναι, ίσως, πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει.

 

Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης Ιστορίας, όπου αναμιγνύονται ξεπεσμένες επαναστάσεις, τεχνικές που απέβησαν τρελές, νεκροί θεοί και έκπτωτες ιδεολογίες, όπου καθεστώτα μετρίων δύνανται σήμερα να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά αδυνατούν πλέον να πείσουν, όπου η νόηση έχει καταντήσει να υπηρετεί το μίσος και την καταπίεση-αυτή η γενιά χρειάστηκε να αποκαταστήσει μέσα της και γύρω της κάτι από την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου, ορμώμενη από τα «όχι» της και μόνο.

Ενώπιον ενός κόσμου που απειλείται με διάσπαση, όπου οι μεγάλοι Ιεροεξεταστές μας κινδυνεύουν να εδραιώσουν για πάντα τα βασίλεια του θανάτου, αυτή η γενιά ξέρει ότι οφείλει να αποκαταστήσει μια ειρήνη ανάμεσα στα έθνη που να μην είναι απότοκο δουλείας, να συμφιλιώσει εκ νέου τη μόρφωση με την εργασία και να ξαναφτιάξει με όλους τους ανθρώπους μια Κιβωτό της Διαθήκης».

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου έδωσε η παράσταση του έργου του «Καλιγούλας» πριν λίγες μέρες από μια ερασιτεχνική ομάδα στο Πολιτιστικό Κέντρο. Σκηνοθέτης ήταν η Φαίη Ταμιωλάκη και στο ρόλο του Καλιγούλα ο Λευτέρης Κουφάκης. Παρά τα λιτά μέσα ήταν αρκετά φιλότιμη η προσπάθειά τους να αποδώσουν ένα έργο υψηλής ποίησης.

Αξίζουν όμως έπαινο και οι υπεύθυνοι της Περιφέρειας που ενέκριναν την παρουσίαση του έργου με δωρεάν είσοδο για το κοινό, όπως αξιέπαινη ήταν και η διοργάνωση του πρώτου Φεστιβάλ Κρήτης που πρέπει να συνεχιστεί. Ο Πολιτισμός και η Τέχνη δεν είναι πάρεργο, αλλά πραγματική Παιδεία που η αυτοδιοίκηση οφείλει να στηρίζει. Έχουμε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ. Ένα θεσμό σημαντικό.  Διαθέτουμε σήμερα κατάλληλους χώρους.

Η οικονομική στήριξη και των δύο βαθμών Αυτοδιοίκησης είναι αναγκαία. Θα αναφερθώ ονομαστικά μόνο στην Ιωάννα Γιάνναρη, ειδική συνεργάτη πολιτισμού στην Περιφέρεια, επειδή γνωρίζω τη μεγάλη της εμπειρία και την ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία της.  Η αξιοποίηση παρομοίων προσώπων τιμά εκείνους που τα επιλέγουν.

Ο Καλιγούλας έχει αρκετές φορές μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Έχω υπόψη μου τη μετάφραση του Άρη Δικταίου και του Άγγελου Βλάχου, που σκηνοθέτησε ο Τηλέμαχος Μουδατσάκης με αρκετά αναλυτικά σχόλια για το έργο. Η μορφή του Καλιγούλα, όπως παραδίδεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Σουετώνιο ενέπνευσε τον Καμύ και ασχολήθηκε πολλά χρόνια εμπλουτίζοντας συνεχώς τη μορφή του έργου του.

Άρχισε να το γράφει σε ηλικία 25 ετών και το ολοκλήρωσε λίγο πριν πεθάνει έχοντας την εμπειρία του Ναζισμού και του πολέμου της Αλγερίας. Κεντρικό θέμα είναι η αναζήτηση του απόλυτου. Ο παρανοϊκός αυτοκράτορας έχει τη δική του λογική. Θέλει να αποκτήσει το φεγγάρι να κάνει τον ήλιο να ανατέλλει από τη δύση, να έχει την απόλυτη εξουσία και απεριόριστη ελευθερία.

Καταστρέφει και εξευτελίζει όλους γύρω του. Γνωρίζει το τέλος του, αλλά αδυνατεί να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Καταστρέφεται και καταστρέφει όλους γύρω του, αφού με την παράλογη λογική του ο κόσμος δεν υπακούει στα κελεύσματά του. Φυσικά υπερβαίνει το μέτρο και τιμωρείται.

Ο Χερέα, ένας από τους πρωταγωνιστές συγκλονισμένος από τις πράξεις του Καλιγούλα λέει: «Το να βλέπω να διαλύεται η έννοια της ζωής, να εξαφανίζεται ο λόγος της ύπαρξής μας, αυτό είναι ανυπόφορο. Δεν μπορεί κανείς να ζει χωρίς λόγο».

Και ο Καλιγούλας σε κάποιο άλλο σημείο επιμένει: « Η εξουσία ως τα έσχατα, η εγκατάλειψη ως τα έσχατα. Όχι δεν μπορεί κανείς να γυρίσει πίσω και πρέπει να φτάσει ως την συντέλεια… Εγώ αντικαθιστώ τη χολέρα». Πνίγει με τα χέρια του την αφοσιωμένη πρώην ερωμένη του, την Καισονία και αφήνεται στη μοίρα του, που είναι φυσικά ο θάνατος.

Αν και τα θεατρικά έργα γράφονται για να παρασταθούν, επειδή η ποιητική γραφή του Καμύ είναι υψηλή, αξίζει να διαβαστεί το έργο.

Είναι ένα μάθημα ζωής που συγκλονίζει, ιδιαίτερα επίκαιρο στους καιρούς που ζούμε. Καλή νέα χρονιά.