Διανύουμε τον δεύτερο μήνα του φθινοπώρου, τον μήνα Οκτώβριο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θέλουν να τον λένε, αλλά και να τον γράφουν Οκτώμβριο με μι, λες και θέλουν να μας θυμίζουν τον όμβριο Δία που φέτος είναι πολύ επιθυμητός από όλους μας, ακόμα και αν δεν είμαστε αγρότες, αφού τόσο η διψασμένοι γη μας τον έχει ανάγκη και παρακαλεί να γίνει το συντομότερο νεφεληγερέτης δροσίζοντάς μας και ποτίζοντάς μας, με τους όμβρους και τις «ομπρές» του.

Σε περιπτώσεις όπως η περσινή και φετινή χρονιά που οι βροχές είναι λίγες και τα πάντα δείξουν (άνθρωποι, ζώα, δέντρα, γη), αρκετοί θα είναι που θα πιάσουν κουβέντα με το Θεό, χρησιμοποιώντας φυσικά την μαντινάδα που ακολουθεί:

«Θέ μου μεγαλοδύναμε, πότε θ’α ποφασίσεις
Να κάνεις μια ομπρά νερό, τον κόσμο να δροσίσεις»

Η λέξη ομπρά, η μπόρα δηλαδή είναι λέξη ομηρική. Ο όμβριος Ζευς, ο Θεός της βροχής είχε ιερά, όπου τιμούσαν το όνομα του η άνθρωποι, δυτικά του Ψηλορείτη, μία κορυφή του λέγεται Μπράσκο που έχει την ίδια ρίζα, πρακτικός, όμπρα, μπόρα, ομβρέλα..!

Χαρακτηριστικοί είναι η στίχοι του αείμνηστου Κωστή Φραγκούλη στην μοναδική σε λυρισμό, συλλογή τους στα Δίφορα με τίτλο, ο Μπράσκος.

Στου Μπράσκου την ψηλή κορφή να ‘βγαινα και να θώρου
Τ’ Άη Βασίλη τα χωριά, τ’ Αμαργιανά μετόχια
Σαν κεντρισμένη μπροσποδιά, σαν ξοπλισμένη μπόλια
Που τα φορούνε στο χορό, στην εκκλησιά οι κοπέλες.

Στην αφριλίδα του γιαλού, κάτω στ’ ακροθαλάσσι
Αρχόντισσα το Ρέθεμνο κλεισμένη στο σεράϊ
Με τα μπεντένια ολόγυρα, κορώνα τη Φορτέτσα.

Να στέκω στο ψηλό βουνό την Κρήτη να βιγλίζω
Τσι ζευγολάτες χαμηλά και τσι βοσκούς στη ρίζα
Τσι Μυλοποταμίτισες στολίδι στ απερβόλια.

Το Μαρταπρίλη ψυχογιός, το θέρο στα δμάτια
Και τ’ οψιμοκαλόκαιρο στ’ Αμάρι καζανάρης.

Και τα Νικολοβάρβαρα που ρίχνει κουκοσάλι
Κι’ αστράφτει ο Μπράσκος και βροντά και μαυροσκοτεινιάζει

Και συρματούν τα ρούματα και πλεγαρίζει ο τόπος,.

Να κάνω αγίδα των βοσκώ να βρουν τα μονοπάτια…

Οκτώβρης, ο μήνας που ξεσήκωνε τον αγροτικό κόσμο και ειδικότερα τους γεωργούς για την σπορά, αφού είχε πρώιμες βροχές άνω κάτω.

Οκτώβρης και δεν ήσπειρες
Οκτώ σωρούς δεν ήκαμες»

Οκτώβρης, ο μήνας που οι βοσκοί, οδηγούμενοι κι από τον οικολογικό καταναγκασμό, αρχίσουν να κατεβαίνουν από τα αλπικά λιβάδια των βουνών στους κάμπους για να ξεχειμωνιάσουν. Ένα αγωνιώδες κατέβασμα, αφού οι καιρικές συνθήκες πολλές φορές είναι αντίξοες, πολλές οι βροχές, τα ζώα επίσης εγκυμονούν και η μέρα έχει μικρύνει αισθητά.

Πολλές φορές κατά τη δεκαετία του ‘70, αυτές οι μετακινήσεις γίνονταν με τα πόδια και διαρκούσαν αρκετές ημέρες, αφού ήταν απαραίτητες οι ενδιάμεσες στάσεις, καθώς και η διανυκτέρευση στα κονάκια τα προσωρινά καταλύματα.

Οκτώβρης όμως είναι και ο μήνας της επιστροφής των μαστόρων, των ταξιδιωτών, των ξενιτεμένων και ιδίως όσον τα επαγγέλματα ήταν δύσκολη η εξάσκηση τους τον χειμώνα. Επέστρεφαν στις εστίες τους, όπου θα απολάμβαναν το χειμώνα μαζί με τις οικογένειές τους, τους καρπούς και τους σκοπούς της αποδημίας τους!

Οκτώβρης μήνας, ο μήνας που συνδέεται στενά με την πρόσφατη ιστορία μας. Η νικηφόρα είσοδος στην Θεσσαλονίκη 26 Οκτωβρίου 1912, μεταμόρφωσε την αμελητέα Ελλάδα σε μία υπολογίσιμη δύναμη.

Επίσης 28 Οκτωβρίου 1940 η απόρριψη του φασιστικού τελεσιγράφου, συμπύκνωσε σε μία λέξη την ομοψυχία και αγωνιστικότητα που στήριξαν πέρα από κάθε ελπίδα και απελπισία, τον αγώνα στα βουνά της Αλβανίας στις πόλεις και στην ύπαιθρο της κατεχόμενης Ελλάδας.

Η απελευθέρωση της Αθήνας 12 Οκτωβρίου 1944 πυκνώνει συμβολικά το πέρασμα από τον εφιάλτη του εξανδραποδισμού στις προσδοκίες και τις διαψεύσεις του μεταπολεμικού κόσμου μας.

Αλλά και η πόλη μας στο Ηράκλειο γιορτάζει την 11 Οκτωβρίου 1944, ως ημέρα που τα στρατεύματα κατοχής αποχωρούν. Είναι η μέρα που σφραγίζει ένα παρελθόν και ανοίγει τις πύλες της αδούλωτης και ελεύθερη ζωής και σκέψης.

Θα κλείσω όμως την σημερινή μου παρουσίαση με τα πρωτοβρόχια, αλλά και τις λιακάδες που μας προσφέρει το μικρό καλοκαιράκι του Άη Δημήτρη. Τότε που ανθίζουν τα χρυσάνθεμα, τα αϊδημητριάτικα του λαού ας τότε που τα δάση ας, αλλά και οι σχισμές των βράχων γεμίζουν από κάθε λογής κυκλάμινα!

Μία μοναδική ομορφιά όλα αυτά, μία σπάνια εικόνα που η φύση μας προσφέρει, όπως αυτή γνωρίζει! Κυκλάμινο, Κυκλάμινο..

Δίκαια ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος αναρωτιέται με τους στίχους που ακολουθούν :

«κυκλάμινο κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα,
Που βρήκες χρώματα κι ανθείς, που μίσχο και σαλεύεις;»