Η εικόνα σοκάρει: οι Αρμένιοι του Καραμπάχ βάζουν φωτιά και καίνε μόνοι τους τα σπίτια τους, για να μην πέσουν αυτά στα χέρια των Αζέρων και των συμμάχων τους (εννοώ τους τζιχαντιστές που η Τουρκία έστειλε να πολεμήσουν μαζί με τον στρατό του Αζερμπαϊζάν εναντίον των Αρμενίων).

Άνθρωποι που ζούσαν σε χωριά, όπου η σχέση με τον τόπο, το χώμα, τις πέτρες, τα δένδρα, τα ζώα και τα κτίσματα είναι πολύ πιο βαθιά, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα πάντα και να φύγουν για το άγνωστο. Είδα στην τηλεόραση ένα γέροντα να κλαίει, να κοιτάζει γύρω του και να διερωτάται: «Πού θα πάω τώρα; Τι θα γίνω; Δεν έχω τίποτε πια. Είμαι χαμένος».

Άλλοι οδηγούσαν τις γελάδες ή τα κατσίκια τους και βιαστικοί τραβούσαν για το άγνωστο. Κι άλλοι πήγαν για τελευταία φορά στη Θεία Λειτουργία, άναψαν το κερί τους, πήραν μαζί τους όσες από τις εικόνες μπορούσαν και με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούσαν την πατρίδα τους, αποχαιρετούσαν την κληρονομιά τους, όσα τους κληροδότησαν οι πατεράδες, οι μανάδες, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες τους.

Συνταρακτικά όλα αυτά, δεν αφήνουν εύκολα ασυγκίνητη την ανθρώπινη ψυχή. Πιότερο από όλα όμως συγκλονίζουν οι εικόνες των ανθρώπων που αδειάζουν τα σπίτια τους κι ύστερα τους βάζουν φωτιά και μένουν κοιτάζοντάς τα μέχρι να μείνουν μόνον οι τοίχοι.

Τι να πεις γι’ αυτό το γεγονός; Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να καίει το σπίτι του; Γιατί το σπίτι για όσους το κατοικούν, ακόμη και στις απρόσωπες πολυκατοικίες, δεν είναι απλώς ένας τόπος για να κοιμόμαστε, να τρώμε και να καλύπτουμε κάποιες άλλες ανάγκες μας.

Το σπίτι, όπως γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος είναι ένα ψυχικό γεγονός. Και συνεχίζει: «Το σπίτι είναι ένα αντιφέγγισμα του εσωτερικού ανθρώπου. Το σπίτι έχει ρίζες. Το σπίτι προσφέρει το αίσθημα της βεβαιότητας, της ασφάλειας. Είναι ένα άσυλο, ένα καταφύγιο της εσωτερικής ζωής.

Μέσα στο σπίτι κατοικούν οι πρόγονοι, διατηρείται η συνέχεια της γενιάς, οι κάμαρές του γεμίζουν θύμηση, το κάθε αντικείμενο έχει την ιστορία του» (Από το δοκίμιο: «Το νόημα του σπιτιού», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» στις 22-8-1965). Το σπίτι για κάθε άνθρωπο είναι κάτι το ιερό, γιατί στεγάζει τους πιο ιερούς δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους:  τους δεσμούς της οικογένειας.

Αν αυτό είναι το νόημα του σπιτιού, κυρίως για τους ανθρώπους της υπαίθρου, που είναι δεμένοι, όπως είπα ήδη, πολύ στενά με τον τόπο τους, τότε πιθανόν μπορούμε να φανταστούμε τον πόνο τους, καθώς βλέπουν τα σπίτια να λαμπαδιάζουν πυρπολημένα από τα ίδια τους τα χέρια, μα και τη δύναμη της ψυχής τους και το άσβεστο μίσος που τους χωρίζει από τους Αζέρους.

Οι Έλληνες Ρωμιοί της Πόλης και της Ιωνίας έχουν ζήσει στο πετσί τους παρόμοιες καταστάσεις το 1922-23 αλλά και το 1955 και 1964 και μόνον αυτοί μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει βίαιος ξεριζωμός. Έλληνες και Αρμένιοι έχουμε κοινά βιώματα απ’ τους διωγμούς των Τούρκων (και οι Αζέροι στην ίδια με τους Τούρκους φυλή ανήκουν).

Ζούμε στον 21ο αιώνα και περιμέναμε όλοι πως η πρόοδος στην επιστήμη και στην τεχνολογία καθώς και η διάχυση της πληροφορίας και της γνώσης θα είχαν συντελέσει, ώστε οι άνθρωποι να έχουν αλλάξει συμπεριφορές και να μην είναι ο ένας για τον άλλον λύκος.

Ωστόσο, φαίνεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Ο σκοτεινός εαυτός που όλοι κρύβουμε μέσα μας (διαβάστε το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, για να καταλάβετε), αυτός ο υπόγειος άνθρωπος με τα θανατόφιλα ένστικτα (Φρόιντ), όλο και βρίσκει τις ευκαιρίες να κάμει την εμφάνισή του με τον πλέον βάρβαρο και βίαιο τρόπο. Αυτή τη βαρβαρότητα, που αποκτηνώνει τους ανθρώπους, την υποδαυλίζουν τα οικονομικά συμφέροντα, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο κάθε λογής ολοκληρωτισμός.

Όλα αυτά τα «σαρκοφάγα φυτά» ξυπνούν μέσα στους ανθρώπους το μαύρο εαυτό τους, τη «σκιά» (όπως θα έλεγε ο Καρλ Γιουγκ), που ζει με το αίμα, τον πόνο και τα δάκρυα. Προπάντων ο πόλεμος είναι εκείνος που μεταβάλλει τους ανθρώπους σε κτήνη, σε μηχανές θανάτου χωρίς έλεος. Είχε, λοιπόν, δίκιο ο μεγάλος Θουκυδίδης, όταν έγραφε με απαισιοδοξία ότι όλα αυτά τα δεινά θα επαναλαμβάνονται «ἕως ἄν ἡ αὐτὴ φύσις τῶν ἀνθρώπων ᾖ» (όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια).

Πάλι, λοιπόν, θάνατος, πάλι πόνος, πάλι δάκρυα, πάλι καταστροφές. Τα πάθια του ανθρώπου δεν έχουν τελειωμό, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Γύρω απ’ τους ξεριζωμένους Αρμένιους ο χαλασμός, μέσα στη ψυχή τους ο πόνος, στα στόματά τους το μοιρολόι. Φεύγουν οι δύστυχοι κι αφήνουν πίσω τους μια γη που έχουν ποτίσει οι πρόγονοί τους με το αίμα και τον ιδρώτα του προσώπου τους.

Αφήνουν  τις εκκλησιές και τα μοναστήρια τους, αυτά τα ζώπυρα του αρμενικού γένους, αφήνουν τους τάφους των γονιών και των παππούδων τους, αφήνουν την ίδια τους τη ζωή. Και καίνε τα σπίτια τους, για να μην τα βρουν και τα χαρούν εκείνοι που δεν τους ανήκουν. Και καίνε τα σπίτια τους, για να μη βεβηλωθούν, όπως είναι σχεδόν βέβαιο πως θα βεβηλωθούν από τους φονταμενταλιστές-τζιχαντιστές οι σπουδαίες εκκλησιές και τα μοναστήρια τους.

Και να οι νικητές-θύτες, που  καρφώνουν ήδη τις σημαίες τους απάνω στα ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι ηττημένοι. Έτσι γίνεται πάντα. Οι υπόλοιποι εμείς κοιτάζουμε, ανήμποροι-δυστυχώς-να αλλάξουμε την πορεία των πράγματων. Ποιος μπορεί να καταλάβει το θρήνο και τον οδυρμό τους;

Υπάρχει ελπίδα; Μας λένε πως πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Μα η μοίρα του ανθρώπου είναι-δυστυχώς- άλλη. Χρόνια τώρα οι άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη και την αλληλεγγύη, ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ήλθε και μίλησε για την ειρήνη και την αγάπη, κι όμως τα πράγματα λίγο έχουν αλλάξει. Ο σκοτεινός εαυτός που ζει μέσα στον άνθρωπο εξακολουθεί να διαφεντεύει τη ζωή του. Ο Χριστός μίλησε για τον άρχοντα του κόσμου τούτου, που δεν είναι άλλος από αυτή τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, που φωλεύει στην καρδιά του.

Το διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο: «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Αυτή την καρδιά πρέπει να αλλάξουμε, αν θέλουμε ο κόσμος να βελτιωθεί. Μόνο στο πνεύμα υπάρχει ελπίδα. «Το πνεύμα και στο χώμα λάμπει», γράφει Κ. Παλαμάς στις «Πατρίδες» του.

Στους εκπατρισμένους και ξεριζωμένους Αρμένιους ταιριάζει ίσως το παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα της Μαίρης Πέστροβα με τίτλο «Αποκαΐδια χαμένων πατρίδων» (υπάρχει στο διαδίκτυο):

(Την καινούργια γη) μάνα μου θα την κάνω από δω και πέρα

και θ’ ανοίξω την βαριά βαλίτσα

με τις φθαρμένες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων

σταυρωτά θα τις κρεμάσω στην πέτρα

για να ξορκίσω επιτέλους αυτό το πένθος μέσα μου

τρεις ζωές θα ζήσεις για να φτάσεις στην καρδιά του.