Πάνω που έλεγα να μην έχει πολιτική χροιά το επόμενο άρθρο μου, αφού και ο κόσμος έχει κουραστεί κι αυτός από τη μακρά προεκλογική περίοδο, «έσκασε» σαν βόμβα η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρατείνοντας έτσι την μετεκλογολογία. Αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει ο επικεφαλής της Αξιωματικής αντιπολίτευσης προεκλογικά, το κατάφερε μετεκλογικά και μάλιστα με μία μόνο δήλωσή του. Τώρα τον «δείχνουν» όλες οι τηλεοράσεις, τον «παίζουν» όλα τα ραδιόφωνα και τον «φιλοξενούν» στα πρωτοσέλιδά τους όλες οι εφημερίδες. Παράλληλα, άνοιξε και ένας κύκλος συζητήσεων, για το αν έπραξε καλώς ή όχι, ο παραιτηθείς πρόεδρος.

Πολύ καλά έπραξε, κατά τη γνώμη μου, αν και καθυστερημένα. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ αν βρισκόμουν στη θέση του, αλλά λίγο νωρίτερα. Θα είχα παραιτηθεί ήδη από το βράδυ της 25ης Ιουνίου. Για λόγους πολιτικής ευθιξίας. Κάποιες φορές το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι «να πάρεις το καπελάκι σου και να φύγεις». Ειδικά όταν καταλάβεις πως δεν σε θέλουν. Όταν αισθανθείς πως είσαι πλέον ανεπιθύμητος.

Γιατί είναι προτιμότερο να λείπεις από κάπου, παρά να περισσεύεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις παραμερίζονται οι κανόνες και οι τακτικές και τον λόγο έχει το συναίσθημα. Μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί παρά να είναι καθαρά προσωπική και να την υπαγορεύουν, η συνείδηση, το φιλότιμο και η αξιοπρέπειά σου. Είναι πράγματι γενναία – όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς – η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα, να παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μετά την τελευταία ταπεινωτική ήττα, αλλά τη βρίσκω κάπως καθυστερημένη. Η δικαιολογία από τον ίδιο, ότι ήταν απόφαση μετά από τρεις «αγρυπνίες» του, δεν νομίζω πως είναι σοβαρή.

Η καθυστέρηση αυτή πιστεύω πως οφείλεται σε κάποιες εσωκομματικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα, μετά την 25η Ιουνίου και λίγο πριν την ανακοίνωση της παραίτησης. Είχε όλο το χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας, από την 21η Μαΐου μέχρι και την 25η Ιουνίου να είχε σκεφθεί όλα τα πιθανά ενδεχόμενα-σενάρια, και ανάλογα με το αποτέλεσμα της 2ης κάλπης να είχε έτοιμη την όποια απόφασή του, την οποία θα ανακοίνωνε το βράδυ των δεύτερων εκλογών.

Στο παραπάνω όμως διάστημα και καθ’ όλη την δεύτερη προεκλογική του εκστρατεία, ο πρώην πλέον πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, απευθυνόμενος προς τους οπαδούς του, τους καθησύχαζε ότι θα συνεχίσει να δίνει το “παρών” στην πρώτη γραμμή του αγώνα και μετά τις εκλογές, ανεξαρτήτου αποτελέσματος. Ήταν όμως ακόμα μια υπόσχεση του κ. Τσίπρα, που λίγες μέρες αργότερα αθετήθηκε. Τι μπορεί όμως να άλλαξε; Υποθέτω πως κάποιος σημαντικός λόγος μεσολάβησε και οδήγησε τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ στην παραίτησή του.

Δεν θέλει δα και μεγάλη φαντασία για να μαντέψουμε τον λόγο. Στη «Βαβέλ της Αριστεράς», όλα μπορούν να συμβούν, ανά πάσα στιγμή. Τώρα μάλιστα που η εσωκομματική σύρραξη δεν είναι αναίμακτη, οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι διασπάσεις δίνουν και παίρνουν, ενώ οι ανώφελες και παρωχημένες εξαντλητικές διεργασίες που δεν οδηγούν πουθενά, δεν σταματούν ποτέ. Η απόλυτη «πενία» των κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, έκαναν τον πρόεδρό του να αισθανθεί, ακόμα πιο μόνος κι από τους μόνους, και έτσι οδηγήθηκε στην παραίτηση.

Προφανώς, ακολούθησε και η αμφισβήτηση, αποτελώντας «τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι».

Ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί αναμφίβολα κεφάλαιο για τον χώρο της Ελληνικής Αριστεράς, αφού κατάφερε να οδηγήσει ένα κόμμα του 3%, στα επίπεδα του 36,3% κατακτώντας μάλιστα την εξουσία. Είχε όμως την ατυχία –  ή την πολιτική αβλεψία – να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας στην πιο κρίσιμη και δύσκολη στιγμή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Μια περίοδο όπου, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση και οι δανειστές στην εξουσία.

Το μοιραίο πολιτικό λάθος του Αλέξη Τσίπρα, ήταν κατά τη γνώμη μου, η απόφασή του να αναλάβει την εξουσία στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Την περίοδο αυτή, δεν χρεοκόπησε μόνο η χώρα, χρεοκόπησε το κράτος, χρεοκόπησε η κοινωνία, χρεοκόπησαν οι πολίτες και βεβαίως χρεοκόπησε και η κυβέρνηση που της έλαχε να εφαρμόσει τα πιο σκληρά μέτρα που επέβαλαν οι θεσμοί. Τότε χρεοκόπησε και ο κ. Τσίπρας, μαζί με την κυβέρνησή του.

Το ίδιο θα είχε υποστεί και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση σε αυτόν τον άχαρο ρόλο. Σήμερα λοιπόν το όνομα «Αλέξης Τσίπρας» είναι «μολυσμένο» από τον «ιό των μνημονίων». Το ίδιο «μολυσμένη» είναι και η παράταξη του, ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε με «ΠΣ» είτε χωρίς. Και ο λαός μας, μπορεί κάποιες φορές να ξεχνά «τι σημαίνει Δεξιά», όμως δεν ξεχνά ποτέ – το λέει και η λέξη – τη σημαίνει «μνημόνιο». Και τούτες οι εκλογές είχαν πολύ «μνημόνιο» μέσα τους.

Όχι μόνο γιατί φρόντιζαν να το υπενθυμίζουν διαρκώς οι άριστοι επικοινωνιολόγοι της Ν.Δ., ανακαλώντας άσχημες μνήμες που θα έπλητταν τον πολιτικό της αντίπαλο, αλλά και γιατί οι ίδιοι οι «σύντροφοι» και στενοί πολιτικοί «συγγενείς» του αποκαλούμενου «προοδευτικού χώρου», έκαναν ό,τι μπορούσαν. «Ομπρέλες», «συνιστώσες», «τάσεις», «τοπικά νομίσματα», «Δήμητρες» και «Κατρούγκαλοι», ξύπνησαν εφιάλτες από το πρόσφατο ενοχικό παρελθόν.

ΤΣΙΠΡΑΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιώντας ένα ρεύμα διαμαρτυρίας μέσα σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, βρέθηκε ξαφνικά να κυβερνά τη χώρα, χωρίς όμως να είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Χωρίς έμπειρα και ικανά στελέχη, χωρίς ουσιαστικές ρίζες στην κοινωνία και χωρίς σαφή πολιτικό προσανατολισμό.

Δεχόταν πιέσεις από τα δεξιά του και αφορισμούς από τα αριστερά του και όλοι μαζί τον ήθελαν να είναι το κόμμα του συμβιβασμού με το κατεστημένο, σπρώχνοντάς τον ολοένα και δεξιότερα, ενώ η ταυτότητά του, εκείνη που είχε πριν το 2015, αλλοιώθηκε από την μνημονιακή διαχείριση. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ μετεξελίχθηκε σε νέο ΠΑΣΟΚ, στη θέση του παλιού, αναζητώντας μια άλλη ταυτότητα, που ποτέ όμως δεν βρήκε.

Σήμερα, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, αναρωτιούνται όλοι, «τι θα απογίνει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα;». Το καίριο όμως ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί ως κοινωνία, είναι, «τι θα απογίνει η χώρα χωρίς αντιπολίτευση;». Γιατί κατά εκεί πάει το πράγμα. Το ΠΑΣΟΚ, έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένο από τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρεί ότι τώρα είναι η ευκαιρία του να μετρήσει το μπόι του και να πάρει ακόμα και τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Φτάνει όμως αυτό;

Το έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ κάποτε παίρνοντας τη θέση του ΠΑΣΟΚ, αλλά τα «κέρδη» που αποκόμισε ήταν εφήμερα. Ίσως η παραίτηση Τσίπρα να αποκλιμακώσει την ένταση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Στα δυο κόμματα, το «ρεύμα» εκείνων που επιθυμούν τη συνεννόηση, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Μια ειλικρινής μεταξύ τους συζήτηση, μπορεί να αποτελέσει την αρχή. Θα εξαρτηθεί βεβαίως και από την αντίληψη που θα έχει για το θέμα εκείνος ή εκείνη που θα κληθεί να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό πάντως που θα έπρεπε να απασχολεί σήμερα, και μάλιστα πολύ σοβαρά, όλα τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, είναι η εκ νέου ανασυγκρότηση του χώρου, με προοπτική τη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου εξουσίας, ικανού να αποτελέσει το αντίπαλο δέος απέναντι στην εξάπλωση της Δεξιάς, με τις πολλές εκφάνσεις της…

Ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να αποχωρήσει από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εκτιμώ, και από την ενεργό πολιτική. Έκανε σίγουρα πολλά λάθη, παράτολμες ενέργειες και αδέξιους χειρισμούς, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εντιμότητα και το ήθος του.

Θα περίμενα λιγότερη ανανδρία, από έναν νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό – που εξελέγη πρόσφατα για δεύτερη φορά και μάλιστα πανηγυρικά – έναντι του βασικού πολιτικού του αντιπάλου, την ώρα που εκείνος αποχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι, ηττημένος και ταπεινωμένος από τον ίδιο τον λαό που υπηρέτησε. Η πρώτη αντίδραση του κ. Μητσοτάκη ήταν μικρόψυχη και διχαστική. Γιατί, όταν μιλάς για «το τέλος του διχασμού», με επίσης τοξικό και διχαστικό λόγο, σίγουρα δεν υπηρετείς την ενότητα.

Παραφράζοντας τον ποιητή, αναρωτιέμαι σήμερα: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Αλέξη;». Είναι σίγουρο πως, αν δεν υπήρχε ο «Αλέξης», το «σύστημα» θα τον είχε «επινοήσει». Και τώρα που μας «τελείωσε» και «βάρβαροι» πια δεν υπάρχουν, θα φροντίσει να τον αντικαταστήσει. Ένας «βάρβαρος» είναι πάντοτε αναγκαίος και χρήσιμος για το «σύστημα», καθώς εκείνος είναι ο υπεύθυνος όλων των «δεινών» της χώρας.

Γιατί, ο άνθρωπος αυτός, ο «βάρβαρος», είναι – και για το «σύστημα» – μια κάποια λύσις.

 

https://moschonas.wordpress.com