Μια βραχνή, βαθιά πατριωτική φωνή, αυτή του Κώστα Σταυρόπουλου, να ξεχύνεται από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, μεταδίδοντας το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5:30 π.μ. της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις, αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Σκηνές που στοίχειωσαν στα μάτια εξελίσσονται απ’ άκρη σ’ άκρη της ελληνικής επικράτειας. Αποχαιρετισμοί, συγκρατημένα κλάματα κι ένας ασυγκράτητος Εθνικός ενθουσιασμός μεταμορφώνει το σκηνικό σε ένα πολεμικό πανηγύρι, που μάτια δεν είχαν ξαναδεί. Κι η ιστορία αρχίζει να γράφεται.
Μια ιστορία με πολλές άγνωστες πτυχές, άγνωστους ήρωες, άγνωστες ηρωίδες, άγνωστες προδοσίες. Η ιαχή «αέρααα» αντιλαλεί στις χιονοσκέπαστες κορυφές της Πίνδου. Οι Έλληνες εν αγνοία τους επικαλούνται την Θεά Ήρα (ήρα, ήρα, ήρα, αήρ) και πάλι εν αγνοία τους δεν αντιλαμβάνονται ότι το πέπλο, που τους έκρυβε από τα μάτια των εχθρών, ήταν της Αθηνάς, της δικής τους Θεάς, όπως πολλές φορές είχε κάνει σε πρότερες νικηφόρες μάχες κατά των Περσών κι όχι μόνο.
Οι ήρωες του ‘40 πολεμώντας όχι μόνο με τον εχθρό αλλά και με το κρύο, την λάσπη, την πείνα, τις ψείρες κατάφεραν το αναγνωρισμένο απ’ όλους τους λαούς «Ελληνικό θαύμα». Η ανθρωπότητα υποκλίνεται μουδιασμένη μπροστά σ’ ένα ακόμη ελληνικό θαύμα, που συνεχίζεται ακόμη κι όταν οι ανίκητες γερμανικές δυνάμεις φθάνουν στα ελληνικά σύνορα. Ο ελληνικός στρατός καταρρίπτει τον μύθο του ανίκητου άξονα και ανασταίνει την στραπατσαρισμένη ελπίδα.
Κι έτσι στα μάτια των ξένων, οι Έλληνες φαντάζουν σαν ήρωες μυθικοί, τόσο υπερήφανοι και τόσο τραγικοί την ώρα του θανάτου. Κάποιοι σήμερα προσπαθούν να υποβαθμίσουν την τεράστια σημασία που έχει ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου, καθώς και κάθε άλλης Εθνικής γιορτής. «Τι με παρελάσεις και σημαίες και πατριωτικές κορώνες θα ασχολούμαστε τώρα; Φωνή εχθρική κι όμως ακούστηκε, υπό την αιγίδα εχθρού αόρατου, Κορωνοϊός το όνομά του κι απίστευτο, τα κατάφερε.
Δυστυχώς όπως φαίνεται τον έχουν ορίσει πρωταγωνιστή της Παγκοσμιοποίησης. Εμείς προς χάριν του και χωρίς να έχουμε άλλη επιλογή, με απειλές και παράλογους εκφοβισμούς, όλα τα απαρνηθήκαμε, ιστορία, παραδόσεις, πανηγύρια, γάμους, βαπτίσεις και αλλοίμονο τις Εθνικές μας γιορτές. Κι όμως η 28η Οκτωβρίου άρχισε να γιορτάζεται πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος.
Ο πρώτος εορτασμός πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1941 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο Κεντρικό Κτίριο και στον προαύλιο χώρο. Οι φοιτητές έβγαζαν λόγους, ενώ λόγο πατριωτικό έβγαλε και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που αρνήθηκε να κάνει μάθημα εκείνη την ημέρα και απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο. Την επομένη χρονιά πραγματοποιήθηκε εορτασμός στην Πλατεία Συντάγματος. Την ίδιαν ημέρα έγιναν διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις.
Το 1944 πραγματοποιήθηκε ο πρώτος επίσημος εορτασμός µε μεγαλειώδη παρέλαση παρόντος του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Έτσι η πολιτεία απλά επικύρωσε έναν εορτασµόν που είχε καθιερωθεί από τα κάτω και είχε πραγματοποιηθεί ήδη ανεπίσημα τα προηγούμενα χρόνια». Στις μέρες μας βλέπουμε εφταφάνερα, κυβερνώντες, ακολουθώντας τα προστάγματα των εραστών της Νέας Τάξης να προωθούν εκπαιδευτικά προγράμματα που σκοπόν έχουν να καταστήσουν τα ελληνόπουλα ανιστόρητα κι άσχετα με την έννοια της αριστείας, του πατριωτισμού και της Εθνικής συνείδησης.
Οι παρελάσεις, μετά κορωνοϊό, παρά τον γενικό, ενθουσιασμό, γυμνές από τα εθνικά τους στολίδια. Μαντρωμένα τα Ζήτω κάτω απ’ τις μάσκες, μουδιασμένα τα χέρια για χειροκρότημα κι η απόσταση σωμάτων και ψυχών, σε υπερβολικές διαστάσεις να ψήνεται στο φούρνο της Παγκοσμιοποίησης. Συνεσταλμένες οι σχολικές γιορτές, χωρίς παλμό και μεταλλαγμένες πατριωτικές εξάρσεις, μη και προσβάλλουμε τους εισβολείς αλλοδαπούς που φιλοξενούμε, δίνοντάς τους «γη και ύδωρ», ενώ οι σημερινοί Έλληνες απόγονοι τέτοιων προγόνων στερούνται τα στοιχειώδη, ευτυχώς με αξιοπρέπεια.
Δίκαια λοιπόν αιωρείται η απορία: Μήπως το ΟΧΙ του σαράντα ήταν το τελευταίο; Μήπως μας τέλειωσαν τα «όχι», τώρα που το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταστρέφει, να συρρικνώνει τον ελληνισμό και να αλλοιώνει την ιστορία του; Μήπως μας τέλειωσαν τα «όχι», τώρα που υπάρχει χρεία να πούμε τα πολλά και τα μεγάλα ΟΧΙ. Τώρα που ένας πόλεμος φονιάς γκρεμίζει, καίει, σκοτώνει, εξολοθρεύει λαούς και ΈΘΝΗ.
Τώρα ποιος θα βρεθεί να πει τόσα ΟΧΙ όσα χρειάζονται να ειπωθούν, για να σωθεί η ανθρωπότητα. Αργά το σκεφτήκαμε. Μας τύφλωσε ο φόβος του θανάτου, μας παρέλυσε το φάσμα της πείνας που πλανάται στων φτωχών τις κεφαλές και δεν βλέπουμε όχι τα μέλλοντα, αλλά ούτε τα παρόντα. ΕΛΛΗΝΕΣ, τα χάνουμε όλα, στην μετάνθρωπον εποχή που επιμελώς σχεδιάζουν.
Ο άνθρωπος υπάνθρωπος, μαζάνθρωπος, μαντράνθρωπος. Συνέλληνες γρηγορείτε. Πλανητικοί συνάνθρωποι γρηγορείτε, η βασιλεία του ανθρώπινου είδους βαίνει προς εξαφάνιση. Τώρα που ένας πόλεμος φονιάς φοράει πάλι στον θάνατο φτερά κι όλον τον γήινο πλανήτη διαφεντεύει.
Εμείς όμως έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες ας αναφωνήσουμε, τώρα που διαθέτουμε ακόμη φωνή:
Ζήτω το Έθνος.
Ζήτω ο στρατός
Ζήτω το 1940.
Ζήτω η ελεύθερη ζωή.
Ζήτω το Έθνος. Ζήτω το 1940.
Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα, λογοτέχνις