Σίγουρα η παρούσα κυβέρνηση δεν περίμενε να διαδραματισθούν  τέτοια γεγονότα όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση του τόπου, ένα χρόνο πριν. Η πανδημία του κορονοϊού με την επακόλουθη οικονομική κρίση, από τη μια μεριά, και οι εξωτερικές απειλές της γείτονος χώρας, από την άλλη, είναι αλήθεια ότι δεν της  επιτρέπουν να συγκεντρωθεί απερίσπαστη στο εσωτερικό μέτωπο όπου τα διάφορα προβλήματα είναι, ομολογουμένως, πολλαπλά και απαιτούν προσοχή και ιδιαίτερη ενασχόληση.

Η Τουρκία έχει τονισθεί, κατά κόρον, ότι εφαρμόζει επεκτατική πολιτική σύμφωνα με τις όποιες απαιτήσεις και ιδεοληψίες  του Ερντογάν, ο οποίος ονειρεύεται, και καλώς για τη χώρα του, μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία να δεσπόζει στην περιοχή και γύρω απ’ αυτή προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, ελέγχοντας και εκμεταλλευόμενος ότι καλύτερο και κερδίζοντας όσα περισσότερα μπορεί.

Η τελευταία του επιχείρηση είναι η εισβολή του γνωστού μας πλέον σκάφους «Ορούτς Ρέις» σε περιοχή πολλών ναυτικών μιλίων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με την απαραίτητη φυσικά συνοδεία πολεμικών πλοίων και υποβρυχίων. Ετούτη τη φορά μάλλον δεν παρασύρθηκε όλη αυτή η νηοπομπή  από θαλάσσιους ανέμους και μποφόρ,  ούτε ακολούθησε  διαφορετική πορεία από εκείνη που είχε  σχεδιαστεί.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ίδια και απαράλλαχτη: Η Ελλάδα παρακολουθεί με ψυχραιμία την κατάσταση και κάνει ό,τι μπορεί καταγγέλλοντας την συγκεκριμένη κατάσταση σε διεθνές επίπεδο, δηλαδή στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Έως εδώ, όλα καλά αλλά χιλιοειπωμένα με το παιχνίδι να συνεχίζεται όπως η γάτα με το ποντίκι.

Η γείτονα χώρα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά  εξακολουθεί να εμπαίζει ποικιλοτρόπως τη χώρα μας κάνοντάς την να ακολουθεί ασθμαίνουσα τα γεγονότα.  Αργά και σταδιακά πετυχαίνει τους στόχους της  και μάλιστα χωρίς απώλειες. Συνομιλεί ευθέως και όποτε επιθυμεί με τους πλέον γνωστούς και δυνατούς  πολιτικούς σε όλον τον κόσμο και στο τέλος όλο και κάτι πετυχαίνει.  Όμως το κρίσιμο πρόβλημα είναι τι κάνουμε μείς. Ποια είναι η συμπεριφορά των δικών μας πολιτικών!  Γιατί εδώ κρύβεται και η προσφορότερη λύση του.

Τι νόημα έχει να καταγγέλλουμε κάθε λίγο και λιγάκι την Τουρκία στις  γνωστές διεθνείς συμμαχίες; Μήπως και αυτοί έχουν κουραστεί με τα δικά μας και δεν ασχολούνται με την δέουσα προσοχή; Ποιο το νόημα της επανειλημμένης κρούσης της  προεδρεύουσας Γερμανίας όταν αυτή ακριβώς η χώρα λίγο πριν δεν προσκάλεσε την κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή χώρα που βρίσκεται πάνω απ’ τη Λιβύη στη γνωστή συνάντηση στο Βερολίνο, επιδεικνύοντας  πλήρη και προκλητική απαξίωση στην Ελλάδα;

Δεν γνωρίζουν, άραγε, οι Έλληνες πολιτικοί ότι τα συμφέροντα της συγκεκριμένης χώρας βρίσκονται προς ανατολάς και μας θεωρεί περιφερικό προτεκτοράτο της; Φυσικά και το ξέρουν, αλλά εθελοτυφλούν. Δεν γνωρίζουν την αντίδραση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ; Αν είναι δυνατόν!

Δεν αναφερόμαστε στην πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη η οποία τα τελευταία χρόνια παραπαίει ψάχνοντας να βρει τον  παλιό  της βηματισμό σε διεθνές  πολιτικό στερέωμα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του νυν πρεσβευτή της, εδώ, ο οποίος κάνει ότι είναι στο χέρι του να μπαλώσει καταστάσεις και παρά το ένοχο παρελθόν της χώρας του στο ελληνικό και κυρίως το κυπριακό πρόβλημα.

Τι κάνει λοιπόν τους πολιτικούς μας να  πιστεύουν ότι τώρα κάτι θα αλλάξει στη συμπεριφορά όλων; Η απάντηση είναι εκ προοιμίου απλή. Εξαρτάται αν το πιστεύουν ή όχι! Ο ελληνικός λαός δεν είναι πολεμοχαρής και ούτε υπαινίσσεται το παρόν κείμενο, όπως και πολλά άλλα παρεμφερή φαντάζομαι, τέτοιου είδους αντιμετώπιση της κρίσης.

Αλλά σίγουρα υπάρχει άλλος τρόπος αντίδρασης και αυτός είναι ο δυναμικότερος και αυστηρότερος προς όλους. Αλήθεια, ποιον συμφέρει μια πολεμική εχθροπραξία στην περιοχή μας; Όλοι γνωρίζουν καλά ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε διάλυση του «μισοπεθαμένου»  νατοϊκού οργανισμού όπως τον αποκάλεσε προ καιρού ο Γάλλος πρόεδρος, με ανείπωτα παραλειπόμενα.

Και με την ευκαιρία γιατί εξοστρακίστηκε τεχνηέντως η χώρα αυτή από το προσκήνιο των εξελίξεων; Τότε λοιπόν; Γιατί και εμείς δεν τραβάμε στα άκρα το σκοινί; Φαντάζεται κάποιος  να είμαστε εμείς στη θέση της Τουρκίας και των ερευνητικών σκαφών της; Αντ’ αυτού αναχαιτίζουμε τα τουρκικά αεροπλάνα και τα συνοδεύουμε τιμητικά, ναι ακριβώς έτσι, κουνώντας τους το μαντήλι εκεί ψηλά στους αιθέρες, όταν εξέρχονται των ελληνικών ουρανών.

Να θυμίσουμε, πάλι, τα Ίμια; Πού βρισκόταν άραγε ο υπουργός Εξωτερικών μας τότε, εκείνο το βράδυ που ελάμβαναν χώρα εκείνα τα τραγικά και δραματικά γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα και έδωσαν τη σκυτάλη στα σημερινά; Φυσικά στο τηλεοπτικό κανάλι MEGA δίνοντας πολύωρη συνέντευξη σε γνωστό τηλεπαρουσιαστή! Μάλιστα, φαίνεται πως αυτή είχε προτεραιότητα εκείνη τη στιγμή!

Να ξαναφέρουμε στο μυαλό μας την «πτώση» του ελικοπτέρου και την απώλεια των αξιωματικών μας;  Η σύντομη αυτή αναφορά ίσως να μην έχει σχέση με τη σημερινή κρίση αλλά αποτελεί έναν ακόμα κρίκο  στην πολύχρονη εκμετάλλευση της χώρας από τη γείτονα με τις «ευλογίες», ή πιο σωστά με την ανοχή των δικών μας πολιτικών. Γιατί σήμερα θα έπρεπε να είχαν ξεσηκωθεί άπαντες, Πρόεδρος Δημοκρατίας και πολιτικοί όλων των αποχρώσεων και σχηματισμών και να ήταν μπροστάρηδες στον νυν υπέρ πάντων αγώνα!

Όμως;  Ίσως, σε τελική ανάλυση, σκέφτομαι, να προσπαθούν να σπρώξουν τον καιρό μερικές δεκαετίες μπροστά τότε που η Ελλάδα, στη μέση του αιώνα που διανύουμε,  θα αριθμεί κάπου επτά  εκατομμύρια κατοίκους ή προς το τέλος του, όταν  θα είμαστε μόνο πέντε, οπότε μάλλον δεν θα χρειαζόμαστε και τόσα πολλά χερσαία εδάφη να κατοικούμε και θαλάσσιες ζώνες να περιφερόμαστε και να πλέουμε, ή για να θυμηθούμε και κάποια άλλα προσφιλή εδάφη να ξεχάσουμε το Καστελόριζο και ανακράξουμε από τώρα «και στα Τρίκκαλα με το καλό»!