Ίσως η πλέον γνωστή φράση του φιλοσόφου της γλώσσας Ludwig Wittgenstein είναι αυτή που λέει ότι «τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου». Επ’  αυτού έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις που αφορούν κυρίως τη σχέση μεταξύ γλώσσας και σκέψης, γλώσσας και νόησης, αφού είναι βέβαιο ότι αυτές οι δυο ανθρώπινες ιδιότητες και δυνατότητες, δηλαδή αυτή του «ομιλείν» και αυτή του «σκέπτεσθαι», είναι στενά συνδεδεμένες.

Δεν είναι σκοπός μου όμως να αναφερθώ στις θεωρίες αυτές. Το σίγουρο είναι ότι η γλώσσα είναι μέρος της όλης πολιτιστικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Κι ακόμη ότι η γλώσσα είναι οπωσδήποτε και κοινωνικό φαινόμενο, προϊόν της κοινωνικής διαδικασίας που κωδικοποιεί και συμβολίζει την κοινωνική πραγματικότητα, όπως γράφει η Άννα Φραγκουδάκη. Γι’  αυτό δεν είναι παράξενο ότι οι διαφορές μεταξύ των πολιτισμών και των κοινωνιών φαίνονται στη γλώσσα που χρησιμοποιούν.

Αυτή η σχέση πολιτισμού και κοινωνίας με τη γλώσσα μάς δίνει, πιστεύω, το δικαίωμα να αποδεχτούμε, έστω και με επιφυλάξεις, ότι η φράση του  Wittgenstein ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που σημαίνει ότι όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω τις αντίστοιχες λέξεις και, κατά συνέπεια, τόσο ο εξωτερικός όσο και ο εσωτερικός μου κόσμος αισθητοποιούνται και εξωτερικεύονται, δηλαδή μοιράζονται με τους άλλους ανθρώπους, μέσω των λέξεων, μέσω της γλώσσας. Αν αυτό είναι σωστό, τότε όσα λέγω έχουν άμεση σχέση με τον εσωτερικό μου κόσμο, με όσα έχω στη συνείδησή μου αλλά και στο ασυνείδητό μου. Αν έχω τον «παράδεισο» μέσα μου, αυτόν θα βγάλω κι όταν μιλάω, αν έχω την «κόλαση», αυτήν θα εξωτερικεύσω.

Έκαμα αυτόν τον κάπως μακροσκελή πρόλογο, για να εξηγήσω τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, όταν μιλάνε για την πατρίδα  μας,  οι Τούρκοι  ηγέτες και τα ΜΜΕ της Τουρκίας. Ως τίτλο του άρθρου έθεσα ένα μέρος από μια ευαγγελική φράση, η οποία ειπώθηκε το βράδυ που ο Χριστός βρισκόταν ενώπιον του αρχιερέα Καϊάφα.

Σύμφωνα με την  αφήγηση του ευαγγελιστή Ματθαίου, στην αυλή του αρχιερέα εισήλθε και ο Πέτρος, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της δίκης του διδασκάλου του. Κάποιοι εκεί τον αναγνώρισαν ως μαθητή του Χριστού, αλλά ο Πέτρος το αρνήθηκε τρεις φορές.

Την τρίτη φορά όσοι κάθονταν εκεί, γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει, ακούγοντας τον Πέτρο να μιλά, κατάλαβαν από την ομιλία του ότι ήταν Γαλιλαίος και, επομένως, ήταν μαθητής του Χριστού και του είπαν: «Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ, καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ» (Ματθ. 26,73). Δηλαδή: «Ασφαλώς κι εσύ είσαι ένας από αυτούς (τους μαθητές του Χριστού), γιατί σε προδίδει ο τρόπος που μιλάς».

Η ομιλία του πρόδωσε τον Πέτρο. Βέβαια, εδώ πρόκειται για κάποια τοπικά, διαλεκτικής φύσεως, χαρακτηριστικά της εβραϊκής γλώσσας των κατοίκων της Γαλιλαίας, αντίστοιχα με όσα υπάρχουν σήμερα και στην Ελλάδα (κρητική διάλεκτος, ποντιακά, ρουμελιώτικα, ηπειρώτικα κλπ) και δεν πρόκειται για τον προσωπικό τρόπο ομιλίας του Πέτρου. Ωστόσο, είναι φανερό ότι η γλώσσα προδίδει τον άνθρωπο τόσο αναφορικά με τον τόπο καταγωγής του, όσο και με το μορφωτικό του επίπεδο  και το ηθικό ποιόν του. Επομένως, είναι βέβαιο ότι η «λαλιά» μας δηλοποιεί αυτό που είμαστε.

Ερχόμαστε τώρα στη «λαλιά» των Τούρκων ηγετών και όλου του συρφετού των παρατρεχάμενων που τους ακολουθεί. Τι λένε όλοι αυτοί στις δηλώσεις τους, όταν μιλούν για την Ελλάδα; Ερντογάν: «Να θυμάστε τι έπαθαν οι παππούδες σας, γιατί θα πάθετε κι εσείς το ίδιο» /«Οι πρόγονοι σου ξέρουν πολύ καλά.

Μην προσπαθήσετε να το ξαναζήσετε. Το τίμημα θα είναι βαρύ». Μπαχτσελί: «Επιπλέον η καρδιά και η όψη των Δωδεκανήσων είναι στραμμένα προς την Τουρκία! Όποιος αγγίξει τη φλέβα μας θα του ξεριζώσουμε την καρδιά»/ «Η Ελλάδα θα χάσει το κεφάλι της»/ «Η Τουρκία ξέρει πολύ καλά πώς να υπογράψει άλλη μία νίκη με αίμα»/ «Γεμάτος ο βυθός από τους παππούδες σας». Ομέρ Τσελίκ:  «Μια νύχτα θα έρθουμε ξαφνικά» κ.ά.

Αν εξετάσουμε το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι ηγέτες και τα στελέχη του καθεστώτος στην Τουρκία, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό παραπέμπει όχι σε πολιτικούς του 21ου αιώνα και μάλιστα πολιτικούς που θέλουν να λέγονται Ευρωπαίοι, αλλά σε Οθωμανούς αγάδες του 16ου, 17ου, 18ου και 19ου αιώνα, που σκέπτονται την εκδίκηση, που δεν τους φτάνει το αίμα που έχυσαν, αλλά ονειρεύονται νέες αιματοχυσίες. Οι λέξεις και οι φράσεις τους, διαλεγμένες για να γεννήσουν στις ψυχές των Ελλήνων το φόβο και τη δειλία, φέρνουν στο νου θάνατο, σφαγές, αίμα, πνιγμούς, αποκεφαλισμούς, δηλαδή πρακτικές από τις οποίες είναι γεμάτη η ιστορία των Τούρκων.

Πρόκειται για ένα λεξιλόγιο που μόνο άνθρωποι με την ιστορία των Τούρκων θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Γιατί, αν μελετήσουμε έστω και λίγο την τουρκική ιστορία (κι εμείς οι Έλληνες έχουμε πικρή πείρα από τη συμβίωση μαζί τους κατά τη μακρόχρονη τουρκική δουλεία), θα συμπεράνουμε ότι οι Τούρκοι ζούσαν πάντα από τον πόλεμο και ότι ελάχιστα πράγματα έχουν προσφέρει στον παγκόσμιο πολιτισμό. Το πολιτιστικό αποτύπωμά τους ήταν διαχρονικά αρνητικό.

Ό, τι σπουδαίο έργο πολιτισμού βρίσκεται στη χώρα τους δεν είναι δικό τους αλλά των λαών που κατέκτησαν και στη συνέχεια εξολόθρευσαν (βλέπε Αρμένιους, Ποντίους, Άραβες, Αλεβίτες, Κούρδους).  Βεβαίως, κατά τον 20ό αιώνα εμφανίστηκαν σπουδαίοι συγγραφείς (π. χ. Ναζίμ Χικμέτ) ή μουσικοί και ποιητές (π.χ. Ομέρ Λιβανελί) και σκηνοθέτες (π.χ. Γιλμάζ Γκιουνέι). Αυτό, όμως,  δεν αναιρεί την ιστορική διαπίστωση ότι από όπου πέρασαν οι Τούρκοι συμπεριφέρθηκαν με αγριότητα, βαρβαρότητα και ασέβεια. Όταν η λογική και τα επιχειρήματα λείπουν, τότε τη θέση τους παίρνει η βαρβαρότητα της βίας κι αυτό είναι-δυστυχώς- ιστορικός κανόνας.

Το λεξιλόγιο, λοιπόν, των Τούρκων πολιτικών καθώς και των ελεγχόμενων από το καθεστώς τουρκικών ΜΜΕ αποτελεί την απόδειξη ότι στο συλλογικό τους ασυνείδητο -αλλά και στη συνείδησή τους- παραμένουν εγγεγραμμένες όλες οι  βαρβαρότητες που διέπραξαν οι πρόγονοί τους και που οι ίδιοι εξακολουθούν να διαπράττουν (βλέπε Συρία) κι έχουν πρόθεση να τις συνεχίσουν και στο μέλλον. Η «λαλιά» τους προσδιορίζει, δηλοποιεί  και αποκαλύπτει τον κόσμο τους: ένα κόσμο γεμάτο αίμα και θάνατο, ένα κόσμο τυφλής βίας, που αποβλέπει στην υποταγή και στην προσκύνηση του Πατισάχ (σουλτάνου).

Δηλώνει, ακόμη, ότι ως άτομα δεν έχουν εξελιχθεί πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά, δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα σε σχέση με τους Τούρκους ηγέτες του παρελθόντος (άσχετα αν οι τωρινοί φορούν την ευρωπαϊκή γραβάτα), αλλά παραμένουν έρμαια των ενστίκτων τους, που λειτουργούν σαν εθνικιστικά «παραισθησιογόνα» και ιδεολογικά ναρκωτικά του λαού. Οι ίδιοι όχι μόνο δείχνουν ότι δεν καταλαβαίνουν πως το λεξιλόγιό τους και μόνο είναι αρκετό να τους αφήσει στο περιθώριο των πολιτισμένων κρατών αλλά και συνεχίζουν τον ίδιο «χαβά», διαγκωνιζόμενοι ποιος θα πει τις πιο σκληρές φράσεις κατά των Ελλήνων.

Εμείς οι Έλληνες έχουμε ζήσει «στο πετσί» μας την τουρκική αγριότητα και γνωρίζουμε τι θα πει Τούρκος (είναι γνωστή, εξάλλου,  η παροιμιώδης φράση: «Έγινε Τούρκος»). Τώρα μας το δείχνουν ολοφάνερα και με την ποιότητα του πολιτικού τους λόγου, ενός λόγου που στάζει αίμα και ψέμα.

Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του  τουρκικού λαού, όσοι σκέφτονται και κρίνουν  λογικά   και δεν έχουν πέσει θύμα της πνευματικής, ηθικής και συναισθηματικής χειραγώγησης και της συστηματικής προπαγάνδας  του καθεστώτος,  είναι βέβαιο πως δεν θέλει τον πόλεμο με την Ελλάδα, ότι προτιμά την ειρήνη και τη συνεργασία, ότι δεν συμφωνεί με τον μεγαλοϊδεατισμό του Τούρκου προέδρου. Μακάρι, αυτοί οι σκεπτόμενοι και δημοκράτες Τούρκοι να μπορέσουν να υψώσουν τείχος απέναντι σε όλη αυτή την υπεροψία, την αλαζονεία, το ψεύδος και τη βαρβαρότητα. Αλλά, αν δεν το πετύχουν αυτοί και οι «νταήδες» επικρατήσουν, εμείς έχουμε και τα όπλα και το θάρρος να τους αντιμετωπίσουμε.