Ετούτες τις μέρες περιμέναμε εναγωνίως την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Σεπτεμβρίου, κατά την διάρκεια της οποίας θα αποφασίζονταν τα μέτρα εναντίον της συνεχόμενης παραβατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας, απέναντι στα δύο κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Ήταν κοινό μυστικό βεβαίως πως είχαν διαμορφωθεί δύο άτυπες ομάδες χωρών. Εκείνη στην οποία κεντρικό ρόλο είχε η Γαλλία και στην εκ διαμέτρου αντίθετη με τη Γερμανία, η οποία μπορεί εκ του ρόλου της να προσπαθούσε να κρατήσει ενδιάμεση διπλωματική στάση, αλλά να αρνείται την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, για λόγους που έχουν αναφερθεί κατά κόρον απ’ όλους τους αρθρογραφούντες στο θέμα. Μέσα σε όλα αυτά μπήκαν στο τραπέζι των συζητήσεων και τα μέτρα εναντίον της Λευκορωσίας για την γνωστή, εκεί, υπόθεση.

Είναι άξιο απορίας, πάντως, γιατί οι δύο χώρες του ελληνισμού που ανήκουν και στην Ε.Ε. δεν μπόρεσαν όλον αυτό τον καιρό, δεκαετίες στην πραγματικότητα, να πείσουν τη διεθνή πολιτική σκηνή για τα δίκαια της χώρας μας και φυσικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, αν παραδειγματιστούμε από την αντίστοιχη συμπεριφορά της γειτονικής χώρας. Κι αυτό φυσικά δεν εντοπίζεται, προς Θεού, στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά διαχρονικά σε όλες εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, μετά την εισβολή και κατοχή μεγάλου τμήματος του εδάφους της Κύπρου.

Έτσι σήμερα φτάσαμε στο σημείο η γειτονική χώρα να ξεδιπλώνει για συζήτηση πληθώρα «προβλημάτων» που πιστεύει πως έχει με εμάς, ενώ εμείς να μην σταματάμε να θυμίζουμε δεξιά και αριστερά ότι έχουμε μόνο ένα θέμα υπό συζήτηση. Εκείνο των θαλασσίων ζωνών.

Εντυπωσιάζει, όμως, η αναβολή της Ευρωπαϊκής Συνόδου με πρόσχημα την πιθανή μόλυνση από τον κορονοϊό υψηλόβαθμου μέλους της επιτροπής. Φυσικά μόνο γέλωτες αλλά και λύπη, ταυτόχρονα, μπορεί να προκαλεί η συγκεκριμένη απόφαση και ενέργεια. Αλήθεια δεν υπάρχουν αντικαταστάτες ενός μέλους της Συνόδου; Όλα όμως είναι πια γνωστά.

Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται η προεδρεύουσα χώρα της Γερμανίας η οποία προσπαθεί με νύχια και δόντια να αποφύγει την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Παράλληλα δεν επιθυμεί την διαφαινόμενη και αποφασισμένη άρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βέτο, σε μέτρα εναντίον της Λευκορωσίας χωρίς να συνοδεύονται παράλληλα και από εκείνα εναντίον της Τουρκίας

. Η αναβολή αυτή συμφέρει την Γερμανία αφού της δίνει όλο το χρόνο να πιέσει με ασφυκτικό τρόπο την μικρή χώρα της Κύπρου ώστε η τελευταία να αλλάξει γνώμη και πλεύση, ενώ παράλληλα με την κίνηση αυτή φέρνει τεχνηέντως την Ελλάδα απέναντι στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή μπήκε στο παιχνίδι το ΝΑΤΟ, με τον γνωστό πλέον ρόλο του γενικού γραμματέα του, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη και η άμεση εμπλοκή της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης.

Η τελευταία το διαρρεύσαν διάστημα πήρε πολλά μέσα στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και επιθυμεί ακόμα περισσότερα, από την Αλεξανδρούπολη έως την Κρήτη, χωρίς να γνωρίζουμε με ποια ανταλλάγματα, προϋποθέσεις και εγγυήσεις. Το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι μας σύρουν σε έναν διάλογο με την Τουρκία εφ’ όλης της ύλης σε άγνωστα νερά και με άγνωστη πορεία την οποία καμία κυβέρνηση μέχρι τώρα, και με πολύ πιο έμπειρα στελέχη στους κόλπους της, δεν διανοήθηκε να δρομολογήσει και να πραγματοποιήσει.

Είναι φανερό ότι βαδίζουμε κάπως περίεργα στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας. Οι κυβερνώντες αναλαμβάνουν ιστορική ευθύνη στο θέμα της διαπραγμάτευσης των θεμάτων που απασχολούν τις δύο χώρες, στην οποία μάλλον δεν πρέπει να προχωρήσουν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων πολιτικών σχηματικών του Κοινοβουλίου. Είναι φυσικά καλό και θεμιτό η κυβέρνηση να έχει καλές σχέσεις με τους «εταίρους» της χώρας, είτε σε Ε.Ε., είτε στο ΝΑΤΟ.

Είναι σοφότερο, όμως, να έχει καλύτερες σχέσεις με τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο στο εσωτερικό της χώρας. Εάν σκοπεύει, έτσι ή αλλιώς, να προχωρήσει σε συνεννοήσεις, συζητήσεις ή όποιας μορφής διαπραγματεύσεις για τα γνωστά θέματα που εγείρονται από την πλευρά της σκληρά διεκδικητικής Τουρκίας, όπως για παράδειγμα την αποστρατικοποίηση των νησιών μας, πρέπει να πει την αλήθεια ή να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό.

Όπως είναι διαμορφωμένη η κατάσταση θυμίζει, σε ορισμένα σημεία, εκείνη με την συμφωνία των Πρεσπών όταν διασπάστηκαν οι πολίτες της χώρας σε δύο τμήματα με κάποιους να αποκαλούνται από τους άλλους με αχαρακτήριστους και απαράδεκτους όρους, ενώ θα έπρεπε να επικρατεί απόλυτη σύμπνοια.

Σε τούτη την περίπτωση, όμως, διακυβεύονται πολύ χειρότερα πράγματα και αξίες, συγκριτικά με την προαναφερθείσα εποχή. Πέρα από τον εθνικό διχασμό πιθανολογείται κάτι άλλο απείρως χειρότερο που ευχόμαστε να μην εξελιχθεί σε χλεύη και ντροπή της ιστορίας!

* Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής -συγγραφέας