Παιδί ήμουν ακόμη, είχα, δεν είχα κλείσει  τα δέκα. Το Ηράκλειο τότε εκτός των τειχών, γεμάτο αμπέλια και χαρουπιές, πεύκα, μερικά σπίτια, εδώ και εκεί, ή κάποια μαζεμένα κάτι σαν μετόχια. Η μεγάλη τσιμεντένια πόρτα στα τείχη δεν υπήρχε. Αυτό που λέμε σήμερα Κομμένο Μπεντένι, ήταν πραγματικά κομμένο, γκρεμισμένο από τα χρόνια, οι κάτοικοι εκτός των τειχών, είχαν φτιάξει κάτι ιδιόμορφες σκάλες από τις πεσμένες πέτρες, όπου ανέβαιναν και κατέβαιναν, για  να περάσουν τα τείχη.

Τα Χαιντέκια, μια απέραντη φαβέλα από φτωχούς ανθρώπους, που προσπαθούσαν να βρουν στέγη, ακόμη και σκάβοντας τα τείχη, για να φτιάξουν ένα δωμάτιο.

Απέναντι ακριβώς η μάντρα του Δήμου, με τα φορτηγά να μπαινογβαίνουν και δίπλα ένας στενός δρομάκος, με τα πρώτα φτωχικά σπίτια, τις αλάνες, τα στενά σοκάκια και πιο πάνω τα σπίτια των πιο εύφορων  με τους οντάδες, στην κυριολεξία το ένα να φιλάει το άλλο.

Στη μέση ο Λάκκος, κάτι σαν πλατεία ανάμεσα στα στενά σοκάκια, με  μεγάλο μπακάλικο στη γωνία, όπου προπολεμικά στεγαζόταν το περίφημο ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ, τα δυο καφενεία των αδελφών Κατσαρού, ο πέτρινος φούρνος κι από αριστερά μετά την αλάνα κάτω ακριβώς από το ΠΑΝΑΝΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ  η ταβέρνα Ο ΒΟΥΡΒΟΥΛΗΣ.

Απέναντι από του Βουρβούλη τα μπορντέλα. Κακόφημη περιοχή ο Λάκκος, μα και ο τόπος των κοινωνικών αγώνων, των σταφιδεργατών και σταφιδεργατριών, σκληρής δουλειάς στα διάσπαρτα γύρω σταφιδεργοστάσια.

Από εκεί περνούσα σχεδόν κάθε μέρα με τα πόδια, περπατώντας όλη την μεγάλη χωράφα,  από τα πεύκα της οδού Θερίσου, η Θενών δεν υπήρχε σαν δρόμος- μέχρι την Παναγία των Σταυροφόρων, κοντά στο κέντρο, που έμενε η μεγάλη αδελφή της μάνας μου, να τους κάνω παραγγελιές, έτσι ήταν εύκολο το δρομολόγιο σχεδόν δέκα λεπτά και μάλιστα με διασκέδαση, αφού έβρισκα κι άλλους  μπόμπιρες στο δρόμο, για παιχνίδι και χαβαλέ.

Τα χρόνια πέρασαν, η δεκαετία του ‘60 πέρασε, εμείς μεγαλώσαμε και κάναμε στέκι την ταβέρνα του Βουρβούλη, εκεί διαπαιδαγωγηθήκαμε πολιτικά μετά την μεταπολίτευση, εκεί οι πρώτοι έρωτες, τα πρώτα καρδιοχτύπια, το πρώτο κρασί, το πρώτο μεθύσι μετά από ερωτική απογοήτευση, όλα αυτά μαζί με την καλοσύνη του Μπαρμπαλευτέρη, την αγάπη και την πάντα ευδιαθεσία του, τον καλό του λόγο  και το αστείρευτο χιούμορ του. Όπως έγραψα, τα χρόνια πέρασαν, ο Λάκκος άλλαξε, οι αλάνες γίνανε πολυκατοικίες, ο στενός δρόμος της οδού Σπιναλόγκας άνοιξε και έγινε περασσά για τους κατοίκους, που εν τω μεταξύ φτιάχτηκε και η τσιμεντένια πόρτα στο Κομμένο Μπεντένι, το Ηράκλειο εκτός των τειχών μεγάλωσε, όπως είναι σήμερα, η μάντρα του Δήμου έφυγε και χτίστηκε το Πολιτιστικό.

Εκεί δίπλα στην Σπιναλόγκας στη μικρή πλατεία που δημιουργήθηκε με μια μεγάλη μουριά στο κέντρο και γύρω-  γύρω μικρά σπίτια, εκεί το 2015, δυο νέα παιδιά, δύο άνθρωποι ερωτευμένοι, αποφάσισαν εκτός από τον έρωτα, να σμίξουν τη ζωή τους και επαγγελματικά.

Μέρες ψάχνονταν πού να στήσουν το όνειρο τους, πότε με τα πόδια, πότε καβάλα στα ποδήλατα, να βρούνε το στέκι,να βρούνε εκείνο το χώρο που θα έκανε το δαφορετικό,όχι  άλλο ένα καφενείο, αλλά ένα άλλο καφενείο. Στην αρχή ένα μικρό μαγαζάκι,ούτε τριάντα τετραγωνικά μια μικρή κουζινούλα, πέντε τραπέζια.

Βάλθηκαν να το φτιάξουν όμορφο, να το στολίσουν με όμορφα παλιά πράγματα, παλιές πόρτες και λάμπες, κορνίζες και διάφορα.

Βαγγέλη μου, να κρεμάσω αυτό εκεί, τού πάει;

Ευδοξούλα μου, κρεμάς ό,τι θέλεις και όπου θέλεις, όλα είναι ωραία από εσένα.

Και  το μαγαζάκι κάθε μέρα γεμάτο, πλημμύρα, από νέα παιδιά που ξέχωρα από το καλό φαγητό,την ευγένεια  την καλοσύνη και τα χαμόγελα της Ευδοξούλας και του Βαγγέλη, όλο το προσωπικό έδιναν και δίνουν μια  άλλη πρόταση για τον Λάκκο, εκείνη που λέει, πάμε εκεί για να μιλήσουμε, να κοινωνικοποιηθούμε, να ανταλλάξουμε, απόψεις, να συνευρεθούμε, να σμίξουμε σαν παρέα, σαν φίλοι, σαν εραστές.

Χαμηλή μουσική και σεβασμό στη γειτονιά, μια  μικρή πινακίδα στον τοίχο προειδοποιεί ευγενικά Ο ΛΑΚΚΟΣ ΜΑΣ ΚΛΕΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΜΙΑ ΛΟΓΟ ΚΟΙΝΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ.

Το μαγαζάκι με τα χρόνια μεγάλωσε, η πλατεία γέμισε με τραπεζάκια μέχρι και τον παλιό φούρνο γύρω γύρω στην πλατεία. Τα μεσημεριανά καλοκαίρια κάτω από την πλατύφυλλη μουριά εκτός από τα τιτιβίσματα των πουλιών που καλούν το ταίρι τους, ακούς ή βλέπεις τα χαμόγελα των ζευγαριών που ο έρωτας ευόδωσε, ή το χαμένο δάκρυ ενός έρωτα που τέλειωσε σπαρακτικά.

Ίδια εικόνα και τα βράδια και σε πιο μεγάλες ηλικίες,να  αναθυμιούνται οι παλιοί, όνειρα και προσδοκίες που έμειναν πίσω, ιστορίες μικρών και μεγάλων γεγονότων που συνέβησαν στο μεγάλο Κάστρο ή την ίδια την ιστορία του Λάκκου σαν περιοχή

Το γέλιο και τον σαρκασμό του Κυρ Θανάση – πατέρα της Ευδοξούλας- το απύθμενο χιούμορ του Κυρ Νίκου – πατέρα του Βαγγέλη, τις ατέρμονες συζητήσεις μας, άλλοτε  συμφωνώντας, άλλοτε διαφωνώντας και στο τέλος ο χαμένος να βγαίνω εγώ. Η παρέα που συμπληρώθηκε φέτος με δυο «προσκολληόμενους» που έγιναν καλοί φίλοι τον Χρήστο και τoν Πέτρο, πιλότοι, μιας αεροπορικής εταιρείας στο Ηράκλειο δύο νέοι “μετανάστες” Θεσσαλονικείς, ήρθε να απογειώσει την παρέα σε γέλιο αλλά πολλές φορές και τραγελαφικό  εκνευρισμό, με θέματα, όπως αν η  γή είναι επίπεδη, εθνικισμός ή πατριωτισμός λαθρομετανάτσες,ή γεμάτοι με απόγνωση πρόσφυγες, πολιτική και διαβρωμένοι πολιτικοί κλπ, όλα  δηλαδή όσα έχει μια ετερόκλητη παρέα, με διαφορετικές αντιλήψεις, ιδεολογικές προσεγγίσεις, στόχους και φυσικά τρόπου ζωής.

Ένα μόνο παραμένει σταθερό και αμετάβλητο, η ΑΝΘΡΩΠΙΑ, εκείνο που επιτρέπει στην κάθε ετερόκλητη παρέα ,παρά τις διαφωνίες, τους προσωρινούς εκνευρισμούς, την επομένη να ξαναβρίσκονται, να κάνουν την ίδια παρέα,να τσακώνονται για τους ίδιους λόγους, αλλά να αγαπιούνται.

Ο Βαγγέλης με την Ευδοξούλα έδωσαν ζωή στο επαγγελματικό όνειρό τους που το χάρισαν κι εμάς, συνεχίζουν τη ζωή τους, παντρεμένοι πια με μια όμορφη κόρη και με να παθιασμένο Βαγγέλη να φωνάζει δυνατά, όποτε μας την δείχνει στο τηλέφωνο « Η ΘΥΓΑΤΈΡΑ ΜΟΥ, Η ΥΓΑΤΕΡΑ ΜΟΥ».

Ο Λάκκος από τα παιδικά μου χρόνια άλλαξε σε πολλά και φυσικά προς το καλύτερο, το πολιτιστικό ,κέντρο και το μέγαρο της Περιφέρειας θα φέρουν κοντά, χιλιάδες ανθρώπους.

Το έμπα και το έβγα των κατοίκων των νοτιοαδυτικών προαστίων  του Ηρακλείου θα είναι πάντα η περασά του Λάκκου, μα και τρόπος συνάθροισης ανθρώπων, για μια συναυλία, ένα καλό θεατρικό έργο και ένα κρασί με καλή παρέα στο καφενείον ο Λάκκος.