Στο καφενείο του χωριού ο μπαρμπα Στάθης φημίζεται ως άνθρωπος σοφός. Το απόγευμα πήγα κι εγώ εκεί, για να τον γνωρίσω. Με καλωσορίσανε και μου πληρώσανε το τσάι που παράγγειλα να πιω. Ενενηντάρης φαίνεται ο μπαρμπα Στάθης. Στην ηλικία μου. Στέκεται όμως καλά. Μεγάλη μόρφωση δεν έχει. Έχει τελειώσει μόνο το εξατάξιο γυμνάσιο της παλιάς εποχής. Φαίνεται όμως ότι τότε, την παλιά εποχή, που το γυμνάσιο είχε μεγάλη υπόληψη, τα παιδιά μάθαιναν γράμματα εκεί. Έπαιρναν μόρφωση. Τώρα μου φαίνεται ότι – και συγγνώμη που θα το πω – η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει ξεχαρβαλωθεί. Γυμνάσιο και λύκειο. Κάτι πρέπει να γίνει. Να σταματήσει η φθορά στην εκπαίδευση γενικώς.
Ο μπαρμπα Στάθης ήταν δημόσιος υπάλληλος στο Ηράκλειο. Τώρα, συνταξιούχος, έχει επιστρέψει στο χωριό του, να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εκεί, μαζί με τους συγχωριανούς της ηλικίας του – όσοι ζουν ακόμη – λιτά, ήσυχα κι αγαπημένα. Πολλοί συνταξιούχοι το κάνουν αυτό. Αποσύρονται στο χωριό τους, να πεθάνουν και να θαφτούν εκεί.
Βρήκα τους θαμώνες του καφενείου να συζητούν ακριβώς γι’ αυτό.
-Η γη, έλεγε ο μπαρμπα Στάθης, δανεικά μας τα δίνει τα υλικά από τα οποία δομείται το σώμα μας. Με το θάνατό μας, της τα επιστρέφουμε και τα παίρνει πίσω.
-Αφήστε αυτή τη μακάβρια συζήτηση, είπε ο κυρ Μανόλης. Εγώ έχω άλλη στεναχώρια. Εχθές, του Αγίου Αθανασίου, εγιόρταζε ο φιλιότσος μου, ο Θανασάκης, τριώ χρονώ. Και εξέχασά το. Και δεν ετηλεφώνησα να του ευχηθώ. Και μόλις πριν από λίγο, επαέ στο καφενείο, με τη συζήτηση, εθυμήθηκά το…
Και τότε παρενέβη ο μπαρμπα Στάθης ο σοφός.
-Μακάρι να έπιαναν οι ευχές που δίνουμε. Δυστυχώς όμως, είτε τις λες είτε όχι, το ίδιο είναι. Η μοίρα μας με τις ευχές δεν αλλάζει. Οι ευχές μας απλώς δηλώνουν την καλή διάθεση, την αγάπη, που έχουμε για τον συνάνθρωπό μας.
-Αυτό όμως οι γονείς του Θανασάκη δεν το κατέχουνε. Θα με παραξηγήσουνε…
-Αγόρασε ένα δωράκι σήμερο, και πήγαινε να δώσεις και τις ευχές σου στο Θανασάκη. Ετσά δε θα σε παραξηγήσουνε, τον συμβούλεψε ο κυρ Λεωνίδας.
-Αυτό θα κάνω, είπε.
Και ο κυρ Μανόλης σηκώθηκε και έφυγε αμέσως.
– Οι κατάρες όμως πιάνουν, είπε ο μπαρμπα Στέφανος συνεχίζοντας την συζήτηση.
-Ούτε αυτές πιάνουν, απάντησε ο μπαρμπα Στάθης. Απλώς τρομάζουν τους δεισιδαίμονες, όταν τις ακούνε. Και ίσως επηρεάζουν τη ζωή τους, όσο τις θυμούνται.
Εγώ τους άκουγα, έπινα το ζεστό μου τσάι και απολάμβανα την συζήτησή τους. Ζεστούλα μέσα, κουβεντούλα… Η ξυλόσομπα έκαιγε. Έξω ψιλοχιόνιζε. Ορεινή περιοχή. Όμως το χιόνι δεν έπιανε. Οι νιφάδες, μόλις έπεφταν στο έδαφος, έλιωναν. Από την τζαμαρία της πόρτας έβλεπα έξω. Όμως από την χαραμάδα έμπαινε κρύο. Τραβήχτηκα πιο κοντά στην σόμπα. Από εκεί παρακολουθούσα καλύτερα την συζήτηση. Και δεν μου έκανε καρδιά να φύγω.