“Ηθοποιός σημαίνει φως”: Αυτό έγραψε το 1962 ο Μάνος Χατζιδάκις και ερμήνευσε ο Δημήτρης Χορν, επειδή και οι δύο τους ήθελαν να φέρουν στο φως το έργο που επιτελεί αλλά και τις συνεχείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ηθοποιός. Αν αποκόψουμε και απομονώσουμε αυτή τη φράση από το όλο σώμα του ποιήματος (μια φράση που έχουμε ακούσει να επαναλαμβάνεται με στόμφο και υπερηφάνεια, θα έλεγα, από τα χείλη πολλών σημερινών ηθοποιών), τότε θα υποστηρίζαμε ότι ο ηθοποιός είναι όντως ένας φωτεινός άνθρωπος. Προτού, όμως, αναφερθούμε στο θέμα της «φωτεινότητας» του ηθοποιού, ας δούμε τι σημαίνει αυτή η σύνθετη από το ουσιαστικό «ήθος» και το ρήμα «ποιώ» λέξη.

Πρώτα τι σημαίνει ήθος; Στην αρχαία Γραμματεία η λ. «ήθος» (εκτεταμένος τύπος της λ. «έθος») σημαίνει:  τόπος διαμονής, ενδιαίτημα, συνήθεια, έθιμο αλλά και χαρακτήρας. Μας ενδιαφέρει εδώ η τελευταία σημασία. Ηθοποιός, λοιπόν, καταρχάς, σημαίνει τον άνθρωπο που «ποιεί ήθος», υποδύεται δηλαδή ένα χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός μπορεί να είναι καλός ή κακός (π.χ. οι χαρακτήρες του αρχαίου θεάτρου). Γι’  αυτό καλός ηθοποιός θεωρείται αυτός που υποδύεται σωστά τον χαρακτήρα, αυτός δηλαδή που «ποιεί», «δημιουργεί», «φτιάχνει» με το παίξιμό του τον χαρακτήρα που υποδύεται έτσι,  ώστε να είναι πειστικός, στο πλαίσιο της θεατρικής σύμβασης. Υπ’  αυτή την έννοια, πράγματι ο ηθοποιός είναι ό, τι ακριβώς σημαίνει η λέξη.

Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως, όταν ο Μ. Χατζιδάκις έγραψε αυτό το στίχο, δεν είχε υπόψη του μόνο αυτή τη σημασία αλλά και κάτι πιο πέρα από αυτήν: ότι δηλαδή ο ηθοποιός είναι ένας φωτισμένος και φωτεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που σκορπίζει φως. Και γιατί αυτό;  Υποτίθεται πως το θέατρο που υπηρετεί (αναφερόμαστε στο καλό θέατρο και όχι στη φτηνή διασκέδαση) λειτουργεί καθαρτικά για τον ηθοποιό. Το αρχαίο δράμα, κατά τον Αριστοτέλη, απέβλεπε στην «κάθαρση των παθημάτων του ελέου και του φόβου», καθώς οι θεατές συμπάσχουν με τους ήρωες και ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, καθώς διαπιστώνουν την ηθική νίκη του ήρωα και την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Το καλό θέατρο (κωμωδία ή τραγωδία), επομένως, έχει τη δύναμη όχι μόνο να χαρίζει αισθητική απόλαυση στον άνθρωπο, ως έργο τέχνης, αλλά και να τον καθαίρει, να τον ηθικοποιεί να διαμορφώνει το χαρακτήρα του.

Αν, όμως, αυτό συμβαίνει μια φορά με τους θεατές, εκείνο που περιμένει κανείς είναι ότι το ίδιο θα συμβαίνει πολλαπλάσια με τους ηθοποιούς οι οποίοι υποδύονται το χαρακτήρα και ταυτίζονται μαζί του. Επομένως, ένας ηθοποιός περιμένουμε να είναι ένας «καθαρμένος» άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος με ήθος, ένας άνθρωπος που θα σκορπίζει φως όχι μόνο πάνω απ’ το σανίδι αλλά και με την καθ’ ημέραν ζωή του. Ο ηθοποιός, όπως και ο δάσκαλος, διδάσκει με το έργο και τη ζωή του, η διδασκαλία και η διαπαιδαγώγηση του λαού πρέπει να είναι μέρος της όλης παρουσίας και δράσης του, διότι υποτίθεται ότι διαθέτει το εσωτερικό φως, το φως που έχει κάνει την ψυχή του διάφανη, την έχει λαμπρύνει και λεπτύνει, ώστε να έχει και αυτοσεβασμό και ετεροσεβασμό.

Για τούτο ο ηθοποιός σημαίνει φως. Πρόκειται για το φως που εκπορεύεται από τον έσω άνθρωπο, που όμως για να το έχει, πρέπει πρώτα να καθαρθεί και να φωτιστεί ο ίδιος. «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι‧ σοφισθήναι και ούτω  σοφίσαι‧ γενέσθαι φως και φωτίσαι», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (Απολογητικός, Λόγος 2, 35,480,23). Και ο λόγος του Ευαγγελίου το λέει καθαρά: « Σκόπει ουν μη το φως το εν σοί σκότος εστίν. Ει ούν το σώμα σου όλον φωτεινόν, μη έχον μέρος μέρος τι σκοτεινόν, έσται φωτεινόν όλον, ως όταν ο   λύχνος τη αστραπή φωτίζη  σε». Δηλαδή: «Πρόσεχε, λοιπόν, μήπως το φως που κρύβεις μέσα σου είναι σκοτάδι. Αν, λοιπόν, ολόκληρο το σώμα σου (η ύπαρξή σου) είναι φωτεινό, χωρίς κανένα σκοτεινό μέρος, τότε θα φωτίζει γύρω του πραγματικά, όπως το λυχνάρι φωτίζει με τη λάμψη του»» (Λουκ. 11,35-36).

Όλα όσα αποκαλύπτονται τις τελευταίες μέρες για τα συμβαίνοντα στο χώρο του ελληνικού θεάτρου (και όχι μόνο) δηλώνουν ολοφάνερα πως για πολλούς από τους θεατρανθρώπους, και δη για ανθρώπους του θεάτρου που θεωρούνται σπουδαίοι στο χώρο, ηθοποιός και φως είναι έννοιες ασύμβατες μεταξύ τους. Δεν είναι στις προθέσεις μου να ηθικολογήσω, επειδή η ηθικολογία υποκρύπτει πολύ συχνά κι ένα είδος υποκρισίας:  οι πιο αυστηροί ηθικολόγοι αποδεικνύεται συχνά ότι πίσω από την ηθικολογία τους κρύπτουν την δική τους σκοτεινή πλευρά. Δεν μπορεί όμως κανείς να μην αναφερθεί στο φαινόμενο, ως ένα φαινόμενο που δείχνει πόσο αλλοτριώνει τον άνθρωπο η εξουσιαστική δύναμη που αποκτά από τη δημοσιότητα την οποία του προσδίδει η επιτυχία του στο χώρο του θεάτρου (και όχι μόνο).

Μια επιτυχία, που στην περίπτωση αυτή λειτούργησε μεν ως πόλος έλξης και ως λόγος θαυμασμού από νέους, εκκολαπτόμενους ηθοποιούς, αλλά αντί να χρησιμοποιηθεί με ταπεινότητα για να διδαχθούν και να φωτιστούν οι νέοι αυτοί ηθοποιοί, χρησιμοποιήθηκε ως δύναμη επιβολής, με σκοπό την άντληση σεξουαλικής ηδονής. Οι άνθρωποι αυτοί, που δίκαια καταγγέλλονται σήμερα, λειτούργησαν με τρόπο που έφερε στην επιφάνεια την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους, δείχνοντας έτσι ότι η αφοριστική φράση του Χατζιδάκι «ηθοποιός σημαίνει φως» μόνο αυτονόητη δεν είναι. Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγε:  «Ηθοποιός πρέπει να σημαίνει φως». Οι καταγγελλόμενοι ηθοποιοί άφησαν το σκοτάδι να γεμίσει το «μέσα» κόσμο τους, δεν συνειδητοποίησαν καθόλου τη σημασία του να είναι κανείς καταξιωμένος ηθοποιός, να μπορεί δηλαδή να επηρεάζει με την τέχνη και την παρουσία του τα δημόσια πράγματα.

Η πνευματική και ηθική τους υπόσταση δεν καλλιεργήθηκε, ώστε να καταφέρουν μια νίκη πάνω στον εαυτό τους, αυτή τη νίκη που είναι «πασών των νικών αρίστη», μια νίκη επί της δυνάμεως για επιβολή και εξουσία πάνω σε άλλους ανθρώπους. Γράφει ο Χρήστος Μαλεβίτσης για τον Αλέξη Μινωτή, τον μεγάλο τραγικό ηθοποιό: «Ο Μινωτής κατέστη παραδειγματικός ηθοποιός, επειδή με την ηθοποιία του υπερέβη την θεατρική παράσταση, και τη μεταποίησε σε αγώνα πνευματικό-μιας ψυχής παλλόμενης από τη νοσταλγία του αιωνίου και χειμαζόμενης από τους πόνους που συνεπάγεται αυτή η νοσταλγία» (Ο Τραγικός Λόγος, εκδ. «Δωδώνη», σ. 41). Ο αναγνώστης ας συγκρίνει τον Μινωτή με τους καταγγελλόμενους ηθοποιούς, για να συμπεράνει την αβυσσαλέα διαφορά πνεύματος και ήθους που τους χωρίζει.

Στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» (στροφή 95)ο εθνικός μας ποιητής, αναφερόμενος στην Ελευθερία, γράφει: «Λάμψιν έχει όλη φλογώδη/χείλος, μέτωπο, οφθαλμός, /φως το χέρι, φως το πόδι /κι όλα γύρω σου είναι φως». Η Ελευθερία εδώ ταυτίζεται ολοφάνερα με το φως, είναι ολόκληρη φως, η ίδια η φύση της είναι φωτεινή. Όποιος δεν έχει φωτισθεί εσωτερικά, είναι άνθρωπος ανελεύθερος. Όμως, όπως γράφει ο Πλάτων, υπάρχει και το «άτιμον φως» (Πολιτεία, 508,2). Είναι, θα έλεγα, το ψεύτικο φως της δημοσιότητας, αυτό που προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από τον έσω άνθρωπο.

Διότι, «όταν η ψυχή στηρίξει το βλέμμα σε κάτι που ολόλαμπρη  πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλαμβάνεται και το γνωρίζει και φαίνεται πως έχει νου‧ όταν όμως το στρέφει σε πράγματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι (…), τότε πια δεν βλέπει καθαρά, σχηματίζει ψεύτικες απόψεις (…) και μοιάζει τότε με κάποιον ανόητο» (Πολιτεία, 508d). Οι καταγγελλόμενοι ηθοποιοί ούτε στην αλήθεια ούτε στο ον στήριξαν το βλέμμα τους, το οποίο έτσι θαμπώθηκε από το «άτιμον φως» του Πλάτωνος. Κι ακόμη ξέχασαν τον Ηράκλειτο που λέγει ότι «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» (θεός για τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του).