Μια αυλή που χωρούσε όλο τον κόσμο. Μικρούς, μεγάλους, ζώα αδέσποτα, πουλιά ελεύθερα, άστεγους τα καλοκαίρια, ζευγαράκια τις νυχτιές και πότε πότε βάνδαλους που κατέστρεφαν ό,τι φτιάχναμε τα πρωινά.
Υπήρχε κάποτε κι ένα σχολειό, παράνομα φιλοξενούμενο πάνω στα τείχη αλλά με αυτήν την μαγική αυλή. Γέμιζε νερά, κάποιες φορές άλλοτε ποντίκια από τα βενετσιάνικα μπεντένια, είχε ξύλινους και σιδερένιους τοίχους, όμως είχε και μια ψυχή με μια ΤΕΡΑΣΤΙΑ δύναμη, δυνατό γέλιο και φωνή που δυστυχώς σώπασε!
Σήμερα (Παρασκευή 15 Ιουνίου), η γιορτή στο ολοκαίνουργιο χρυσό σχολείο, το καινούργιο, που κτίστηκε με καθυστέρηση πάνω από δέκα χρόνια έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Ή μάλλον δεν έγινε γιορτή γιατί απλά δεν χωρούσαμε όλοι στην υποτιθέμενη αυλή και δεν είχαμε την δυνατότητα, τη διάθεση, την αντοχή, να βγούμε στη «θερμοκήπια» κατασκευή που χωράει το ένα τρίτο των παιδιών να στοιβαχτούμε και να πούμε πως…γιορτάζουμε.
Είχα εννέα μήνες να… γκρινιάξω! Όμως δεν άντεξα άλλο. Σήμερα, μάτωσε η ψυχή μου για δυο λόγους. Τον έναν τον ξέρετε οι περισσότεροι, τον ζήσατε κάποιοι γονείς, τον καταλάβατε πως μας πληγώνει απίστευτα. Είναι η αδιαφορία, οι υποσχέσεις, τα σχέδια που εφαρμόστηκαν για να κτιστεί το νέο μας σχολείο, σαν ίδρυμα κακοφτιαγμένο και τελείως δυσλειτουργικό. Ξέρω θα με πείτε αχάριστη, όμως φτάνει πια με την κοροϊδία και με τις ανοχές.
Με τα δημοσιεύματα της χρονιάς που πέρασε από σοβαρούς δημοσιογράφους της πόλης μας το μόνο που καταφέραμε τελικά είναι να έχουμε τηλέφωνο και αργό ιντερνέτ. Όλα τα άλλα ήταν μάλλον ψιλά γράμματα. Η βιοκλιματική μας στέγη αργοπεθαίνει, τα πατώματα συνεχίζουν να διαλύονται, οι λάσπες έχουν γίνει μόνιμοι σύντροφοι, τα έπιπλά μας χάθηκαν κάπου στη διαδρομή, στην παραγγελία…κάπου θα ‘ναι δεν μπορεί!
Και πολλά πολλά ακόμα που με συμβουλεύουν να μην τα λέω…
Θα μου πείτε: «Ποιός νοιάζεται και τι ψάχνεις, κυρία μου. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ ζητάς… τι;»
Τίποτα δεν ζητάω πια. Απλά λυπάμαι δημοσίως …
Φυσικά κι ο λόγος είναι για το σχολείο το ένα και μοναδικό ολοήμερο του κέντρου της πόλης του Ηρακλείου, το 10ο Νηπιαγωγείο που βρίσκεται κρυμμένο και σχεδόν παρατημένο πάλι γιατί απλά δεν κυνηγάμε τα αυτονόητα.
Μια λύση, μια απάντηση για εκείνη την αυλή, που για μας είναι τα πάντα, που για τα παιδιά είναι ζωή, ανάσα, δημιουργία και ανάγκη.
Κι ύστερα κατέβηκα με εκείνο το ποδήλατο μου, που όλοι ξέρετε, στο λιμάνι, στο παλιό σχολείο, της ψυχής, της χαράς, της νιότης και των αναμνήσεων. Κι εδώ η ψυχή μου πόνεσε διπλά. Η εγκατάλειψη σε όλο της το μεγαλείο. Το ΄ξερα πως έτσι θα γινόταν όμως πονάει η καρδιά να βλέπει την άλλοτε χαρούμενη αυλή να σιωπά, να βρωμίζεται, να σκορπιέται στο τίποτα. Κι εμείς να λιώνουμε σε τέσσερις τοίχους με παράθυρα σαν φεγγίτες.
Κανείς δεν τραγουδά πια εδώ…
Κανένας δεν παίζει…
Καμιά φωνή δεν φτάνει ίσαμε βαθιά μέσα στα τείχη.
Κανένα χρώμα δεν στολίζει τους εγκαταλελειμμένους σιδερένιους τοίχους.
Ίχνος ζωής κανένα, μόνο ακαθαρσίες και ξερά χόρτα στην μαγική αυλή των παιδιών… στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, και πάλι.
Κρίμα, υπεύθυνοι και αρμόδιοι που άλλο ένα κομμάτι φιλέτο και όμορφο της πόλης… διαλύθηκε. Μαζί του κι εμείς. Φανταστείτε πως χθες τα μικρά πεντάχρονα έλεγαν πως ποτέ δεν θα ξεχάσουν το παλιό τους σχολείο γιατί είχε χώματα, και δέντρα και πουλιά και παιχνίδια… Και τώρα; Μόνο εικόνες ντροπής στον πιο περαστικό δρόμο του λιμανιού. Αλλά αφού δεν είναι παρκινγκ ή καφετέρια ποιος θα νοιαστεί;
Κάθισα στο σπασμένο παγκάκι της αυλής των τειχών κι ήρθαν στο νου μου στην ψυχή μου όλα τα χρόνια που ζήσαμε εδώ. Ζωντανέψανε οι πειρατές, οι ιππότες, οι αθλητές, τα καράβια, οι μουσικές, οι αέρηδες, τα καρπούζια, τα πουλιά, οι ιέρειες, τα παραμύθια, τα γράμματα, οι αριθμοί, οι ψίθυροι, οι φωνές, τα ατέλειωτα παιχνίδια, οι μυρωδιές και πάνω απ’ όλα τα γέλια που έβγαιναν μέσα από την ψυχή χιλιάδων παιδιών που ζήσανε, που ζήσαμε, εδώ. Όλα πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου, που βούρκωσαν, όχι από ευαισθησία αλλά από λύπη που βάρυνε ακόμα πιο πολύ σαν είδα εκείνη την ελιά που φυτέψαμε μαζί με τα παιδιά μια χρονιά να στέκει ολόξερη σχεδόν, να γέρνει σαν να μου λέγε…Γιατί;
Γιατί απλά δεν αγαπάμε αυτήν την πόλη, γιατί απλά αδιαφορούμε όλοι ακόμα και για τα αυτονόητα. Γιατί έχουμε συνηθίσει ο ένας να ρίχνει τις ευθύνες του στον άλλο. Γιατί πάντα φταίνε οι άλλοι κι όχι εμείς. Γιατί φοβόμαστε να μιλήσουμε, να απαιτήσουμε αυτό που μας ανήκει, που έχουμε χρέος να κάνουμε και να διατηρήσουμε σωστά.
Έφυγα από τη μαγική αυλή, των σκουπιδιών πια, τράβηξα τη σιδερένια καγκελόπορτα για μια ακόμα φορά και κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω ξέροντας πως σ΄αυτόν τον τόπο δύσκολα αλλάζουν τα πράγματα, οι αντιλήψεις, οι άνθρωποι…
Ποιον νοιάζει, είπαμε, για τις φωνές και τη χαρά των παιδιών;
Ήταν κάποτε μια μαγική αυλή κι ένα χαρούμενο σχολείο πάνω στα τείχη, που σιώπησε, αλλά όχι και εμείς!