Πέρασε η πρώτη του Απρίλη και ενώ περίμενα κάποιο περιποιημένο ψέμα, όπως συνηθίζεται κάθε χρόνο, από τα μέσα ενημέρωσης και τις εφημερίδες, ούτε μία αναφορά, ούτε ένα σχόλιο. Πάει ξεχάστηκε και το έθιμο αυτό. Θα μου πεις, εδώ ο κόσμος χάνεται, εδώ ξανοίγει ο καθένας πώς θα τη βγάλει να πάει παραπέρα και εσύ ασχολείσαι με ανοησίες; Ναι, τώρα είναι η ώρα που παίζουν το ρόλο τους τα παραμυθάκια, οι ψευτιές, οι ψευδαισθήσεις, η ρεκλάμα, το χιούμορ, γιατί ο κορωνιός θα κάνει τον κύκλο του, θα αδειάσουν τα νοσοκομεία έτσι ή αλλιώς, αλλά θα γεμίσουν τα ψυχιατρεία και τα κουζουλάδικα. Μήπως σήμερο, επειδή η τέχνη της ψευτιάς έχει γίνει η μεγαλύτερη επιστήμη, έχει χάσει το νόημά της και δε δημιουργεί ούτε προβληματισμό, ούτε εντύπωση;

Γιατί να είναι όλα ψέματα ή σχεδόν όλα, κατά που μας συμφέρει και η αλήθεια πικρή; Κάποτε περπατώντας με ένα φίλο μου μας έρχεται από απέναντι μια ωραία γυναίκα. Κούκλα είναι του λέω. Λέει, μην είσαι βλάκας. Για βάλε τη κάτω από τη βρύση και με το λάστιχο ξέπλυνέ τηνε και θα δεις ότι άλλος είναι ο Θοδωρής κι άλλος είναι απού θωρείς.

Πρωταπριλιά στην Αθήνα τη δεκαετία του εξήντα κυκλοφόρησε «έκτακτο παράρτημα, έκτακτο παράρτημα» από όλες τις εφημερίδες, με ολοσέλιδες φωτογραφίες ότι είναι λυγισμένες οι στήλες του Ολυμπίου Διός (ψέμα). Όλοι οι Αθηναίοι πήγαν για να δουν τις ψεύτικες ειδήσεις.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά στο τέλος γίνεσαι οπαδός της τάδε πολιτικής τέχνης, που σου λέει: Να πας στο διάολο και εσύ τρέχεις να πας.

Στη συλλογή λαογραφικού υλικού το 1967 μου διηγείται η θεια μου Τζανακάκη Κλεάνθη ετών 70 την παρακάτω ιστορία.

Μια φορά στην Άμπελο (τοποθεσία στα όρια Ηρακλείου και Οροπεδίου Λασιθίου) όταν λειτουργούσαν οι μύλοι και αλέθανε το σιτάρι, ήταν ένας μυλωνάς, ο οποίος ήκανε πίτες και όποιος από τσι πελάτες ήλεγε τη μεγαλύτερη ψευτιά ήτρωγε την πίτα.  Λοιπόν ήρθε ένα μικιό κοπέλι ν’αλέσει, και σάζει την πίτα ο μυλωνάς και λέει στο κοπέλι: Όποιος πει τη μεγαλύτερη ψευτιά θα φάει την πίτα, γιατί εθάριενε ότι θα γελάσει το κοπέλι. Το κοπέλι εσυμφώνησε και αρχίζει ο μυλωνάς: Εφύτεψα μια φορά μια κολοκυθιά και ήκαμε μια κολοκύθα και επήγαινε στράτα-στράτα  ήσαμε τη Χώρα (Ηράκλειο) και δεν εμπορούσανε τα αυτοκίνητα να περάσουνε και εφέρανε ένα μεγάλο σάρακα και τηνε  κόβανε και επερνούσανε τα αυτοκίνητα. Και λέει το κοπέλι: Οντέ νήμουνε κοπέλι, ήβλεπα ένα κοπάδι μέλισσες (εκατομμύρια) και εκειά που τσι ‘βλεπα, ήχασα μια κουτσή μέλισσα και τη γύρευγα μα δεν την ήβρισκα. Και παίρνω μια δαχτυλήθρα (μεταλλικό κάλυμμα στο δάχτυλο για να ράβομε) και βάνω μια βελόνα μέσα και άλλες και ήκαμα ένα βουνό και εβγήκα απάνω και την είδα στα Χανιά και ήκανε χωράφι. Εμίσεψα να πάω να τηνε βρω και ήκαμα ένα μήνα να τη βρω και στη στράτα είδα ένα χωράφι με κριθάρι και εθέρισα το κριθάρι και ευρήκα ένα χαρτί και ήγραφε την άλφα βήτα, σκατά να φάει ο μυλωνάς, του κοπελιού ‘ναι η πίτα. Και ήφαε την πίτα το κοπέλι.

Ουφ … Ας είναι μνημόσυνο της θειας της  Κλεάνθης αδελφής της γιαγιάς μου. Μια σταλιά, τοσοδούλα ήτανε αλλά με καντάρια και οξύ μυαλό. Όλους τους βοσκούς του οροπεδίου τους προμήθευε με κάπες (ρασίδια) από τρίχες αίγας καθότι ήταν μοδίστρα της εποχής.

 

*Ο Μανόλης Σπανάκης  είναι συν/χος καθηγητής