Την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 1943, μεγάλη δύναμη στρατού της Βέρμαχτ με ομάδα δοσίλογων του γερμανού Επιλοχία Σούμπερτ, έφτασαν στο ορεινό χωριό Καλλικράτης Σφακίων. Ακολουθώντας ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, από τις 8 ως τις 11 Οκτωβρίου 1943, λεηλάτησαν το χωριό, πυρπόλησαν τις οικίες και εκτέλεσαν 31 άνδρες και γυναίκες. Πολλές από τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν, ρίχτηκαν ζωντανές μέσα στις φλόγες των πυρπολημένων σπιτιών τους.
Φέτος στις 15 Οκτωβρίου 2022, ο Δήμος Σφακίων και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καλλικράτη, τίμησαν τη μνήμη των νεκρών της ναζιστικής λαίλαπας όπως κάνουν κάθε χρόνο.
Στον Καλλικράτη συναντήσαμε τον Νικήτα Μανουσέλη. Ως παιδί έντεκα χρονών βίωσε τα γεγονότα του χωριού του. Ο ίδιος ο Σούμπερτ με τα ανδρείκελα που τον ακολουθούσαν, έσφαξε τον πατέρα του τον Μανούσο. Σήμερα ο Νικήτας Μανουσέλης είναι 90 χρονών και με σεβασμό δημοσιεύουμε αποσπάσματα από τη διήγησή του που μας έκανε στις 13 Απριλίου 2015. Ολόκληρη η μαρτυρία του συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Χρέος Ανεξόφλητο, Καλλικράτης Σφακίων, 8 και 11 Οκτωβρίου 1943, Χανιά 2017». Ο Νικήτας Μανουσέλης αφηγείται τα εξής: ´…γεννήθηκα το 1932 μέσα στη φτώχια, στα σύννεφα της κατοχής και τσι πολυβολές των όπλων.
Το χωριό μου ο Καλλικράτης άκμαζε από πληθυσμό εκείνα τα χρόνια. Κάθε σπίτι είχε κάλυψη 60-80 τετραγωνικά μέτρα και είχαν από οκτώ παιδιά και πάνω η κάθε οικογένεια του χωριού. Έμεναν όλα μαζί σε αυτό το χώρο, μαζί με τα οικόσιτα τους διότι φοβόντουσαν για ζωοκλοπή. Θυμούμαι που είχε ο πατέρας μου δυο αγελάδες και τις έδενε τη μία στην καμάρα του σπιτιού και την άλλη στην μία σπάλα. Εμείς μέναμε όλοι σε μια στρωματσάδα. Η σκεπή του σπιτιού ήτανε με χώμα και όταν έβρεχε έσταζαν οι στάλες της βροχής στα σκεπάσματά μας και η μητέρα μου για μην βρεχόμαστε έβαζε μια λεκάνη κάτω από εκεί που έπεφταν οι στάλες.
Αυτό ήταν το λιγότερο που μας συνέβαινε εκείνα τα δύσκολα χρόνια διότι εκείνη την εποχή ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και είχε ως αποτέλεσμα να επιστρατευθούν όλοι οι άντρες του χωριού. Αυτοί που έμειναν ήταν οι γέροντες και τα παιδιά. Τότε άρχισαν και οι ζωοκλοπές, οι βεντέτες γιατί οι άνθρωποι περνούσαν δύσκολα, υπήρχε πείνα και εμπάθεια. Εγώ είχα στο σχολείο εκείνη την περίοδο και εξαιτίας αυτών των γεγονότων αναγκάσθηκα να φύγω από το σχολείο και δεν έμαθα γράμματα. Τα παιδιά εσμίγαμε τότε και ήμασταν πάνω από δεκαπέντε άτομα, ήμασταν αγαπημένοι, γελούσαμε παίζαμε, γυρεύαμε τα δέντρα και κόβαμε ότι μας παρείχε η κάθε εποχή (καρύδια, σύκα, μπουρνελιές.)
Στο μεταξύ ήρθε και η Γερμανική κατοχή το 1941 και έκαναν απόβαση οι Γερμανοί στην Κρήτη από αέρα και θάλασσα. Οι συμμαχικές δυνάμεις αναγκάσθηκαν να παραδοθούν και ξεκίνησε η αποχώρηση τους για την Μέση Ανατολή από τα παράλια της Χώρας Σφακίων, όμως ο δρόμος τερμάτιζε πιο κάτω από το χωριό της Ίμβρου, οπότε και αναγκάζονταν να σταματήσουν τα αυτοκίνητά τους και να τα ρίχνουν στο φαράγγι. Οι στρατιώτες όσοι δεν προλάβαιναν να ανέβουν στα καράβια άλλοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και άλλοι κατέφυγαν στα βουνά, το δε οπλισμό τους τον διασκόρπισαν σε όλη την περιοχή.
Ένα μεγάλο πηγάδι στην Ίμβρο γέμισε από όπλα. Οι δε αιχμάλωτοι, έχω ακούσει, ότι οι Γερμανοί τους πήγαν μια φάλαγγα μέχρι της Βρύσες. Τότε τελείωνε η Ελευθερία της Κρήτης και ήταν υπό Κατοχή. Έτσι αρχίζουν τα δραματικά γεγονότα. Έφτασε η πείνα και ο φόβος.
Οι Άγγλοι που δεν είχαν φύγει από τα παράλια της Χώρας Σφακίων στελεχώνανε αντάρτικες ομάδες, ο Ανδρέας Παπαδάκης από την Ασή Γωνιά συνταγματάρχης όπου η μάνα του ήτανε από τον Καλλικράτη το γένος Μανουσέλη, είχε κρύψει τον πρώτο αντιστασιακό ασύρματο στην Κρήτη σε μια περιοχή του χωριού μου με το τοπωνύμιο ανεμόσπηλιος το οποίο είναι το στρατηγικό σημείο της περιοχής. Από εκεί έστελναν σήματα προς τη Μέση Ανατολή…
…εκείνη την ημέρα 6 Οκτωβρίου του 1943 ήρθαν οι Γερμανοί. Κατά τις 10 ώρα το πρωί στο χωριό μου. Στα μουλάρια ήταν φορτωμένα τα πολυβόλα τους που τα έστησαν μπαίνοντας από ανατολικά στην είσοδο του χωριού και άρχισαν να ρίχνουν ριπές. Στο κλαδί πού ήταν ανεβασμένος ο Κωστής και έριχνε τα καρύδια πέρασε μια ριπή και έκοψε το κλαδί που ήταν πάνω από το κεφάλι του. Μέχρι να δούμε αυτό το σκηνικό τα παρατήσαμε όλα και τρέξαμε. Εγώ πήγα στο σπίτι μας και στάθηκα στην αυλή. Στο σπίτι ήταν η μεγάλη μου αδερφή ο πατέρας μου θα ήταν στα πρόβατα.
Οι Γερμανοί μπήκαν μέσα στα σπίτια και θυμούμαι ένα συγκεκριμένα να μου λέει “που τσιβίλ” και να μου δίνει μια με την κάνη του ντουφεκιού στο στομάχι μου. Φοβήθηκα, πόνεσα πολύ και μπήκα και ξάπλωσα στην πεζούλα. Μετά οι Γερμανοί μάζεψαν τον κόσμο στην εκκλησία του χωριού την Παναγία στην πάνω ρούγα, βρήκα την ευκαιρία και πήγα στο δάσος για να σωθώ. Αργότερα έμαθα ότι ο λόγος αυτής της εισβολής ήταν τα γεγονότα της “Καλής Συκιάς” που είχαν εγκλωβίσει την ομάδα του Μπαντουβά, εκεί ήταν και ο Νικόλαος Μανουσέλης ή Γιατίπης ο οποίος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σκοτώνοντας επτά Γερμανούς. Με τα πολλά και φρικτά βασανιστήρια που έκαναν στους κατοίκους της Καλής Συκιάς ορισμένους που δεν ομολογούσαν τους πετούσαν στους φούρνους για παραδειγματισμό…
…οι Γερμανοί συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία της Παναγιάς μετά πήγαν σε ένα μεγάλο χωράφι, στου Γεωργιλή στην κάτω ρούγα και έστησαν τα όπλα σε πυραμίδες. Εγώ τότε είχα φύγει από το χωριό και συνάντησα το Μιχάλη Χαιρέτη που είναι συνομήλικός μου στην περιοχή “Χαιρισούλια” που βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό πηγαίνοντας προς το Ασφένδου. Από εκεί καθόμασταν και παρακολουθούσαμε τους Γερμανούς. Ο Χαιρέτης δεν φορούσε παπούτσια εκ γενετής και εντούτοις πήγαινε πολύ γρήγορα. Εμένα μου είχε φτιάξει ο πατέρας μου στιβανάκια αλλά από τα δύο το ένα ήτανε σκισμένο και χωρίς πάτο.
Βράδιαζε και επήγαμε σε ένα σπηλιαράκι για ύπνο, εγώ είχα φάει μόνο τα καρύδια από εκείνα που μάζευα με τον Κωστή. Αγκαλιαστήκαμε με το Χαιρετάκι για να ζεσταθούμε γιατί είχε πολύ κρύο. Το πρωί μόλις ξημέρωσε πήγαμε στο Γέρο Φτερέ σε ένα μεγάλο χάλαρο με πρίνους. Εκεί βρήκαμε μια παρέα και ήτανε οι περισσότεροι γερόντοι και μας είπανε “Αμέτε στο χωριό μα εσείς είστε μικροί και δε σας ε πειράζουνε”…
…στον ανεμόσπηλιο λοιπόν κατά τις έξι ώρα το βραδάκι 7 Οκτωβρίου βλέπω τον πατέρα μου να φτάνει και αρχίζει μια φασαρία εκεί που ήταν μαζεμένοι. Ο πατέρας μου ξεκίνησε να λέει -Τι κάθεστε εδώ που αν σας δουν οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν, ενώ στο χωριό όποιος έχει χαρτιά “παπύρ” δεν τον πειράζουν. Οι Γερμανοί έμειναν δυο μέρες στον Καλλικράτη και στην αρχή για να μαζέψουν τον κόσμο που είχε διασκορπιστεί στα βουνά έδειξαν καλή διαγωγή. Ο μόνος που αντιδρούσε στο να μην κατέβουν από το βουνό ήταν ο Μανούσος, ενώ ο πατέρας μου επέμενε.
Είχανε λοιπόν μια διαμάχη μπάρμπας και ανιψιός. Με τα πολλά λέει ο Μανούσος στον πατέρα μου: Μπάρμπα εμείς δεν κατεβαίνομε στο χωριό, επά έχουμε δέκα αίγες για να τσι φάμε και δεν έχουμε ανάγκη, μόνο αν θέλεις πάρε τον Νικήτα σου να πας. Τελικά με πήρε και πήγαμε στο χωριό στο σπίτι μας. Εξαντλημένος έφαγα ένα κομμάτι ψωμί και κοιμήθηκα. Κατά τις πέντε η ώρα το πρωί μου λέει ο πατέρας μου να σηκωθώ, θυμούμαι μου τραβούσε τα μαλλιά, για να σηκωθώ και να πάμε στα πρόβατα. Βγαίνοντας από το χωριό ανά πέντε μέτρα ήταν ένας Γερμανός έτσι ήταν περικυκλωμένο όλο το χωριό. Μας σταματούνε και μας πάει ένας Γερμανός στο σπίτι του Τσιβολέ που ήταν στην άκρη του χωριού. Του λέει ο πατέρας μου ότι θέλομε να πάμε να ποτίσομε τα πρόβατα.
Τoυ απαντάει ότι εσύ θα κάτσεις εδώ και θα πάει το πίκουλο. Εκεί σε ένα τραπεζάκι καθόταν ένας Γερμανός μας φτιάχνει το χαρτί, ένα σημείωμα που το έδειχνα και βγήκα από τον κλοιό. Αργότερα διαβάζοντας ένα βιβλίο που γράφει για τη Ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα αναγνώρισα σε μια φωτογραφία ότι αυτός που καθόταν στο τραπεζάκι ήταν ο Σούμπερτ. Αυτός είχε έρθει με απόσπασμα στο χωριό δυστυχώς με 180 προδότες από τον Κρουσώνα και άλλα χωριά του Ηρακλείου.
Όσους από τους χωριανούς τους έπιασαν μέσα στον κλοιό τους μάζεψαν στην εκκλησία της Παναγίας με τραγικό αποτέλεσμα, αν έλειπε ο Μανούσος Μανουσέλης θα είχανε εκτελεσθεί άλλοι εικοσιπέντε άνδρες του χωριού. Ο Μανούσος πήρε το δρόμο της αντίστασης όπως και τόσοι άλλοι και σκοτώθηκε το 1944 σε μια μάχη κατά των Γερμανών στο Κλεφτοπέραμα και εκεί δυστυχώς τελειώνει η δράση του.
Τους χωριανούς μου που τους είχαν μαζέψει στην εκκλησία τους λέγανε ότι όποιοι έχουν όπλα και τα παραδώσουν θα αφεθούν ελεύθεροι, οι περισσότεροι βέβαια σίγουρα θα κατάλαβαν τι τους περίμενε. Παρουσιάζεται ο πατέρας μου και λέει ότι έχει ένα όπλο και να τον ακολουθήσει ένας Γερμανός να του το δώσει γιατί το είχε έξω από το χωριό. Μόλις όμως βγήκαν από το χωριό, ο πατέρας μου νομίζοντας ότι θα του πάρει το όπλο για να τον σκοτώσει του επιτέθηκε, παλεύανε πολύ ώρα και παλεύοντας του λέει “παλιόγερε θα σου πω εγώ”. Έτσι δυστυχώς ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε.
Αυτά τα έμαθα αργότερα από το Νίκο Παπαδόσηφο που τότε ήταν έντεκα χρονών. Στο χωριό ήταν μόνο η αδερφή μου η Βιργινία γιατί η μάνα μου ήτανε στο Ηράκλειο μαζί με την άλλη μου αδερφή που είχε μπει στην Ακαδημία. Η απόγνωση και η απελπισία οδήγησαν τη Βιργινία να πάρει ένα σιδερένιο τσικάλι, να ανασηκώσει το κεφάλι του πατέρα μου και να προσπαθεί να μαζέψει το αίμα. Τους άλλους στην εκκλησία τους χώρισαν από τις γυναίκες τους και τους άντρες τους λαλούσαν σαν πρόβατα επί σφαγή για να τους πάνε για εκτέλεση. Συνολικά ήταν τριάντα.
Σε ένα στενό σοκάκι ανάμεσα στις γειτονιές “Πάνω Ρούγα” και “Πιπιλίδα” στάθηκαν στο πλάι και άρχισαν να ρίχνουν. Μια σφαίρα χτύπησε στο λαιμό τον Παύλο Πολάκη , βλέποντας τη σκηνή ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου Ιωσήφ Μανουσέλης, κατάφερε να φύγει και παραδόξως δεν του έριξαν και ξέφυγε την εκτέλεση. Τους υπόλοιπους άνδρες τους οδήγησαν στην “Πιπιλίδα” σε ένα ερειπωμένο σπίτι και τους εκτέλεσαν εξ επαφής. Μετά από δυο μέρες πήρα το ξαδερφάκι μου τον Κωστή και πήγαμε να δούμε αν ήταν σκοτωμένος ο πατέρας μου σε εκείνο το ερειπωμένο κατάλυμα.
Η εικόνα που είδαμε δεν θα φύγει ποτέ από την μνήμη μου. Άλλος ήτανε μπρούμυτα άλλος γονυπετής. Αυτό το θέαμα μου στοίχισε τόσο πολύ που τα επόμενα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πιο πέρα από το ερειπωμένο σπίτι είχανε στήσει ένα τραπέζι και καθόντουσαν δυο Γερμανοί γύρω από αυτό, είχαν υποσχεθεί ότι όποιος παραδώσει το όπλο ταυ θα τον άφηναν ελεύθερο. Ένας Σπύρος Χαιρετάκης 16-17 ετών πήγε ένα όπλο και το άφησαν οι Γερμανοί πάνω στο τραπέζι και του λένε Ελληνικά -φύγε τώρα, μόλις το παιδί γύρισε την πλάτη του τον πυροβολήσανε και έπεσε κάτω, σχεδόν του έκοψαν το λαιμό.
Η μάνα και η αδερφή του ήταν απέναντι στο σπίτι τους, η αδελφή του η Αννίτσα είδε το θέαμα αλλά δεν μίλησε για να μην την ακούσει η μάνα της και πάει εκεί και την σκοτώσουν και αυτή. Μετά από λίγη ώρα το ανακάλυψε η μάνα του η Φροσύνη και πήγε αμέσως να δει. Όταν αντίκρισε τον γιο της νεκρό στο έδαφος και τις σφήγκες να του πίνουν το αίμα έπαθε σοκ. Έκοψε δυο φτέρες και έκατσε δίπλα του και έδιωχνε τις σφήκες.
Τελειώνοντας την εκτέλεση άρχισαν και λεηλατούσαν τα σπίτια, ότι έβρισκαν το φόρτωναν στα μουλάρια και μετά έβαζαν φωτιά. Του παπά μας το μουλάρι το φόρτωσαν τυριά, εργόχειρα, υφαντά και ότι άλλο μπορούσε να σηκώσει να μεταφέρει. Μετά που ο Σούμπερτ αποσπάστηκε στην Μακεδονία πήγε ο παπάς μας στον Κρουσώνα και βρήκε εκεί το μουλάρι του και το γύρισε στον Καλλικράτη…
. ..μετά όλα αυτά τα γεγονότα κήρυξαν τον Καλλικράτη νεκρή ζώνη. Εμείς πήγαμε σε ένα σπήλιο στην τοποθεσία “Κολές” τέσσερα χιλιόμετρα από το χωριό, άλλοι πήγαν σε διπλανά χωριά Πατσιανό, Ασφένδου, Σκαλωτή για να μείνουν.
Στο σπήλιο μείναμε τρεις μήνες και τελευταίος από τους συγκατοίκους ήταν ο Γεώργιος Μανουσέλης λίγο μεγαλύτερος μου. Εκεί είχε ο Γιώργης με τον πατέρα του δυο αγελάδες για να ζευγαρίζουν τα χωράφια στο Κατωστέρνι, έτσι ώστε να φυτέψουν λίγο κριθάρι-στάρι για την εξοικονόμηση λίγου ψωμιού για το σπίτι. Οι μητέρες μας ήτανε στη Γυαλιά όπως έλεγαν τα κάτω χωριά, στον Πατσιανό. Από εκεί μας έστελναν ψωμί και παξιμάδι.
Τότε έκανα τον μάγειρα και περιπλανιόμουν στο δάσος κυνηγώντας άγρια αχλάδια και βελανίδια τα οποία ήταν γλυκά. Γνωρίζαμε ποια να διαλέξουμε. Θυμάμαι μια φορά ή μάνα μου έστειλε φακή και ένα μπουκάλι λάδι και μου λέει ο Γιώργης το βράδυ θα φάμε φακή. Βάζω λοιπόν τη φακή σε ένα πήλινο τσικαλάκι, αλλά όπως φάνηκε την άφησα παραπάνω από το κανονικό και έμεινε μόνο ο φλοιός της φακής. Βάζω μετά και λάδι και χτυπούσε το τσικάλι γιατί δεν είχε νερό. Έρχεται ό Γιώργης και από το τσικάλι, γιατί πιάτα δεν είχαμε, ξεκίνησε να τρώει, βάζει μια κουταλιά στο στόμα του και αρχίζει να βήχει και έλεγε “κρίμας Θε μου το φαγητό”, αυτός έβηχε και εγώ γελούσα, ακόμα και σήμερα άμα σμίγουμε του λέω ” κρίμας Θε μου τα φαγητό”.
Μια μέρα πήγα σε μια αχλάδα που έκανε γλυκά αχλάδια και σε κοντινή απόσταση βλέπω έναν όγκο σαν ένα κυβικό περίπου, ήτανε προκηρύξεις που τις είχε ρίξει Αγγλικό αεροπλάνο. Πάω και κόβω τα δέματα και άρχισα να σκορπώ τις προκηρύξεις πηγαίνοντας προς το Ασφένδου. Όταν έφτασα στην τοποθεσία “Ξεροκάμπι” ακούω ποδοβολητά αλόγων, και ομιλίες Γερμανών. Δεν είχα που να πάω να κρυφτώ γιατί ήταν καθαράδα ανατολικά και δυτικά. Βρήκα ένα άγριο πρινάρι και μπαίνω μέσα δίπλα από το δρόμο ένα μέτρο. Από εκεί βλέπω τους Γερμανούς να μαζεύουν τις προκηρύξεις που είχα ρίξει.
Απορώ, πως δεν άκουσαν τους χτύπους της καρδιάς μου. Οι Γερμανοί περνώντας από το Ασφένδου έπιασαν πάλι τον θείο μου το Σήφη Μανουσέλη και μια ομάδα Γερμανών τον έβγαλαν στην κορυφή στο Περισινάκι. Το Περισινάκι είναι μια κορφή ψηλή μεταξύ Καλλικράτη και Ασφένδου και έχει απέραντο οπτικό πεδίο. Απέναντι ήταν ο σπήλιος που μέναμε σε απόσταση πέντε με έξι χιλιόμετρα και κοιτώντας οι Γερμανοί με τα κιάλια μας είδαν όπως μας είπε αργότερα ο μπάρμπας μου. Στο Περισινάκι έχει συνήθως ομίχλη και ο μπάρμπας μου τους ξέφυγε πάλι. Επωφελούμενος της ομίχλης έκανε μερικά βήματα και κρύφτηκε σε ένα θάμνο, έτσι τον έχασαν οι Γερμανοί. Έπειτα ήρθε στον σπήλιο και μας είπε να φύγουμε από εκεί και μας διηγήθηκε την περιπέτεια του…
…τέλη Δεκεμβρίου έπαψε να ισχύει η νεκρή ζώνη του Καλλικράτη και άρχισαν οι κάτοικοι, όσοι είχαν απομείνει, να επιστρέφουν στα σπίτια τους όσοι είχαν και δεν είχαν καεί. Εμάς το δικό μας ήτανε καμένο και καθίσαμε σε ένα σπίτι της θείας μου της Μακρέ Στελίδενας. Ήτανε μεγάλη σε ηλικία και είχε χάσει τον άντρα της, μας είπε ότι μας χωράει το σπίτι και ελάτε να μείνετε εδώ. Είχε και ένα παιδί μαζί της σαν ψυχοπαίδι, νομίζω αν θυμούμαι καλά λεγόταν Χατζημαράκης και είχε την ίδια ηλικία με εμένα. Κάναμε παρέα μέρα νύχτα, ένα πρωί ήρθε η ιδέα της θείας να μας στείλει να μαζέψουμε βροβλιούς για να τους ψήσουμε με την προβέ του γουρουνιού.
Μας έδειχνε με το δάχτυλο της απέναντι από το χωριό μια περιοχή που λέγεται “Μπουμπούλι” να πάμε εκεί να τους βρούμε, επειδή το μέρος αυτό είχε καεί και θα είχε πολλούς. Εγώ παρόλο που με το παιδί ήμασταν συνέχεια μαζί, δεν ήθελα να πάω και δεν πήγα τελικά. Όμως το παιδί πήγε και εκεί βρίσκει μια χειροβομβίδα και την σκάλιζε και σκοτώθηκε. Δεν θα ξεχάσω που το έφεραν στο σπίτι με κομμένα δάχτυλα σαν τσιγαρόχαρτα χωρίς να στάζουν αίμα…».
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού