Η μακρά περίοδος της καταναγκαστικής εργασίας στην Κρήτη, ξεκινά από την έκδοση της διαταγής του πρώτου Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Στούντεντ, με ημερομηνία 17 Ιουνίου 1941. Με την διαταγή του ο Αντιπτέραρχος Στούντεντ, ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της υποχρεωτικής εργασίας των κατοίκων του νησιού, για την κατασκευή οχυρωματικών έργων.
Υπόχρεοι κατά τον Στούντεντ είναι όλοι οι κάτοικοι της Κρήτης, άντρες και γυναίκες, χωρίς καθορισμό ορίου ηλικίας. Ο Στούντεντ, με τη φασιστική και ναζιστική νοοτροπία του κατακτητή, στη διαταγή του αναφέρει επακριβώς ότι : « Όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου υποχρεούνται κατά διαταγήν του Δημάρχου να προσφέρουν ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΑΝ. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως δια την συγκέντρωσιν της συγκομιδής, δι’αεροδρόμια, δρόμους και παρομοίας εργασίας…».
Οι επόμενοι Διοικητές που ακολούθησαν τον Στούντεντ στη διοίκηση του «Φρουρίου Κρήτης» Αντρέ (9.7.1941 – 10.1.1943), Μπρόγερ (11.1.1943 – 19.7.1944) και Μίλερ (20.7.1944 – 14.10.1944), με νέες διαταγές συμπλήρωναν κάθε φορά τους όρους της καταναγκαστικής εργασίας. Κάθε Κοινότητα υποχρεώνονταν σύμφωνα με την αναλογία 1 προς 10, να συστήσει δύο ομάδες εργασίας.
Οι ομάδες θα στέλνονταν στα έργα ανά δεκαπέντε ημέρες η κάθε μία. Λόγω του διαχωρισμού των δεκαπέντε ημερών, οι Κρητικοί ονόμασαν την καταναγκαστική εργασία δεκαπενταμερία.
Στις αρχές της εφαρμογής της υποχρεωτικής εργασίας, οι γερμανοί αξιωματούχοι μοίραζαν ελάχιστο φαγητό στους εργάτες, συνήθως βραστές πατάτες ή χόρτα με λίγο ψωμί, φασόλια ή ρεβύθια. Τις περισσότερες ημέρες μοίραζαν για φαγητό ένα είδος λαχανόσουπας.
Η εργασία σταματούσε στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι και άρχιζε πάλι μετά από μία ώρα. Οι γερμανοί υπόσχονταν και πληρωμή των ημερομισθίων των εργατών στις επιμέρους ανακοινώσεις που τοιχοκολούσαν στα καφενεία των χωριών.
Ως προς την πληρωμή, δεν έγινε ποτέ και ως προς το φαγητό η διανομή του κράτησε μόνο τους πρώτους μήνες, από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1941. Οι δεκαπενταμερίτες υπόδουλοι Κρήτες, ήταν αναγκασμένοι να φέρνουν μαζί τους ντρουβά (σακίδιο), με προμήθειες δεκαπέντε ημερών, παξιμάδια, λίγο τυρί, βραστά αυγά και λαχανικά.
Αν τα εκτελούμενα έργα ήταν μακριά από το χωριό τους, αναγκάζονταν και έμεναν στους τόπους κατασκευής, σε αχυρώνες, στην ύπαιθρο, όπου μπορούσαν.
Η επίβλεψη των έργων αλλά και των εργατών, γίνονταν από σκληρούς και βάρβαρους γερμανούς στρατιώτες. Οι ύβρεις, οι ξυλοδαρμοί, η κακομεταχείριση ήταν η καθημερινότητά τους. Για τους δυστροπούντες και τιμωρημένους εργάτες, υπήρχε ειδικός χώρος κοντά στα έργα, η «κατσέτα» όπως έμεινε στη μνήμη των Κρητικών. Η κατσέτα ήταν ένας περιφραγμένος υπαίθριος χώρος με σύρματα, που περνούσε το βράδυ του ο δυστυχής εργάτης είτε χειμώνας ήταν είτε καλοκαίρι.
Όταν ο αριθμός των εργατών δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση των οχυρωματικών έργων, γερμανικές περίπολοι εξορμούσαν στα χωριά και συνελάμβαναν τους άντρες με τη βία και τους οδηγούσαν στη δουλειά.
Οι γυναίκες αναλάμβαναν άλλες εργασίες, όπως το πλύσιμο των ρούχων των στρατιωτών, το μαγείρεμα του συσσιτίου, το πότισμα των γερμανικών κήπων, τον καθαρισμό πατατών που στέλνονταν στα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική, την καθαριότητα των γερμανικών χώρων, επιταγμένων σπιτιών, γραφείων, αποθηκών, το σπάσιμο χαλικιών, το στρώσιμο δρόμων με φτυάρια κ.α.
Σε κάθε Κοινότητα ορίστηκε ο Πρόεδρος ως υπεύθυνος για τον καταρτισμό των εργατικών καταλόγων, συστήθηκαν Επιτροπές Υποχρεωτικής Εργασίας (Ε.Υ.Ε.) και Φάλαγγες Εργασίας. Από την καταναγκαστική εργασία εξαιρέθηκαν οι Δημόσιοι υπάλληλοι και οι ημέτεροι των κατακτητών (φιλογερμανοί και δοσίλογοι). Ορίστηκε Υποχρεωτική Εισφορά υπέρ των εργατών, ένα είδος εμέσου φόρου των Κρητικών για τις ανάγκες των δεκαπενταμεριών, όμως τα χρήματα που συγκεντρώνονταν κατέληγαν στους γερμανούς.
Οργανώθηκαν Συνέδρια στις κωμοπόλεις της Κρήτης, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της γερμανικής προπαγάνδας ως προς την αποδοχή από τον πληθυσμό της καταναγκαστικής εργασίας και θεσπίστηκαν αυστηρές ποινές για τους πολίτες που δεν παρουσιάζονταν στα έργα.
Φυλάκιση, ειρκτή, θάνατος, συνεισφορά σε προϊόντα, (αγροτικά και κτηνοτροφικά), χρηματικά πρόστιμα, μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας. Στις Κοινότητες, επιβάλλονταν συχνά συλλογικά πρόστιμα, (χρηματικά ποσά ή πληρωμή σε είδος γεωργικών ή κτηντροφικών προϊόντων).
Εκατοντάδες ήταν τα θύματα των δεκαπενταμεριών. Από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς των οχυρωματικών έργων, από τις κακουχίες, από πνευμονία (συχνή πάθηση των εργατών), από εκτελέσεις δυστροπούντων, από φυλακίσεις, από ασιτία, από εκρήξεις πυρομαχικών κατά την αποθήκευσή τους, από δυστυχήματα που προκαλούνταν είτε από στρατιωτικά αυτοκίνητα είτε από αεροσκάφη στους διαδρόμους των αεροδρομίων, είτε από πτώσεις από σκαλωσιές, είτε από ηλεκτρικό ρεύμα στα πρόχειρα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος.
Την 1η Ιουνίου 1941, έφτασαν στην πλατεία Μεϊντάνι στο Καστέλλι Πεδιάδος οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές πάνω σε μοτοσικλέτες. Από την 1η Ιουνίου, το Καστέλλι και το πολεμικό του αεροδρόμιο, (το οποίο δέσποζε στον κάμπο της Επαρχίας Πεδιάδος), απετέλεσαν κομβικό σημείο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη. Κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες, χιλιάδες κάτοικοι οδηγούνταν καθημερινά στα έργα του αεροδρομίου.
Ο διάδρομος προσγείωσης που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι σύμμαχοι Άγγλοι, (αρχές Ιανουαρίου 1941), έπρεπε να τελειώσει με κάθε τρόπο και θυσίες.
Το πρώτο τρίμηνο του 1942, το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου ήταν έτοιμο να υποδεχτεί τα γερμανικά αεροπλάνα. Έγινε πλήρως επιχειρησιακό, με πολλαπλές καθημερινές πτήσεις.
Για τις ανάγκες κατασκευής του αεροδρομίου αλλά και του στρατού που διέμενε στην ευρύτερη περιοχή, (ο αριθμός των στρατιωτών δεν μειώθηκε ποτέ κάτω από 2.500 άντρες), επιστρατεύτηκαν χιλιάδες «καταναγκαστικοί» εργάτες από τις όμορες επαρχίες Πεδιάδος, Μονοφατσίου, Βιάννου, Μεραμβέλλου, Τεμένους. Καθημερινά από τις 8 η ώρα το πρωί ως τις 8 το βράδυ, το Καστέλλι και η ευρύτερη περιοχή του ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο.
Οι κάτοικοι των χωριών της Βιάννου, σε δύο ομάδες ανά δεκαπέντε ημέρες, παρουσιάζονταν στο Καστέλλι στη Μηχανική Υπηρεσία του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου, (Bauleitung Luftwaffe).
Η εργασία τους στα οχυρωματικά έργα ξεκινούσε στις 8 το πρωί και τέλειωνε στις 8 το βράδυ (την άνοιξη και το καλοκαίρι), και στις 6 το βράδυ (το φθινόπωρο και τον χειμώνα). Στο διάστημα των δεκαπέντε ημερών που δούλευαν, δεν μπορούσαν να επιστρέφουν στη Βιάννο και αναγκάζονταν να μένουν ή στην ύπαιθρο, ή σε αγροικίες, ή σε μικρές αποθήκες και αχυρώνες σπιτιών της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1942, ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Αντρέ, διατάσσει απογραφή των κατοίκων της Κρήτης. Στον νομό Ηρακλείου, εξουσιοδοτεί τον Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη και τον Διοικητή της Χωροφυλακής Ιωάννη Πωλιουδάκη να πράξουν ανάλογα.
Από τον Νομάρχη διαπιστώνεται ότι η Χωροφυλακή δεν διαθέτει πίστωση για την πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων. Με απόφασή του, ορίζει τους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για το έργο της απογραφής. Στο έγγραφό του αναφέρει ο Νομάρχης :
«…εις απάντησιν της υπό χρονολογίαν 11/ 2/ 1942 ημετέρας διαταγής, γνωρίζομεν υμίν ότι δια την διενέργειαν της Απογραφής των κατοίκων της Νήσου, επειδή η δικαιούχος Χωρ/κή εις ην ανετέθη το έργον δεν είχε πίστωσιν δια την πρόσληψιν εκτάκτων υπαλλήλων, εθέσαμεν εις την διάθεσιν αυτής τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς…».
Τα αποτελέσματα της απογραφής των κατοίκων, όπως καθόριζε η διαταγή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Αντρέ, θα χρησίμευαν στην σύνταξη των οριστικών εργατικών καταλόγων. Σύμφωνα με την απογραφή, κάθε Κοινότητα και Δήμος υποχρεώνονταν να στέλνουν στα οχυρωματικά έργα δέκα εργάτες ανά εκατό κατοίκους.
Ο νομός Ηρακλείου το 1942 αποτελούνταν από 180 χωριά και οικισμούς. Ο συνολικός πληθυσμός των δέκα Κοινοτήτων της επαρχίας Βιάννου στην απογραφή, ήταν 7.280 κάτοικοι. (Άνω Βιάννος 1937, Άγιος Βασίλειος 975, Βαχός 335, Κάτω Βιάννος 400, Κεφαλοβρύσι 366, Κάτω Σύμη 358, Καλάμι 540, Πεύκος 519, Συκολόγος 498, Χόνδρος 516 και Αμιρά 836). Σύμφωνα με τις γερμανικές διαταγές, από τα χωριά της επαρχίας Βιάννου θα δούλευαν στα καταναγκαστικά έργα του αεροδρομίου Καστελλίου 728 κάτοικοι σε δύο ομάδες ανά δεκαπέντε ημέρες.
Τον Ιούλιο του 1943, ο Νομάρχης Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκης διατάσσεται από την kreiskommandantur να συντάξει νέους πίνακες με αυξημένο αριθμό ανδρών των Κοινοτήτων, υπόχρεων καταναγκαστικής εργασίας, (από 16 ως 60 ετών). Έτσι από τον Ιούλιο του 1943, στην επαρχία Βιάννου ο αριθμός των καταναγκαστικών εργατών από 728 αυξάνεται σε 1361, σχεδόν διπλασιάζεται.
Η απάντηση του Νομάρχη προς το γερμανικό Φρουραρχείο Ηρακλείου, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής :
«(Αφορά αριθμόν υποχρέων προς εργασίαν)
Έχομεν την τιμήν εις απάντησιν των, από 20 Ιουνίου και 16 Ιουλίου ε.ε. υμετέρων εγγράφων, να σας αποστείλωμεν συνημμένως, κατάστασιν 112 Κοινοτήτων, εις ήν αναγράφεται ο αριθμός των υποχρέων προς εργασίαν ανδρών, ηλικίας 16-60 ετών. Η υποβολή της καταστάσεως εβράδυνε μέχρις ότου συγκεντρωθούν τα στοιχεία. Δια τας υπολοίπους Κοινότητας, θα σας γνωρίσωμεν τον αριθμόν των ανδρών ευθύς ως συγκεντρωθούν τα στοιχεία…».
Με τον νέο κατάλογο, ο αριθμός των καταναγκαστικών εργατών των χωριών της επαρχίας Βιάννου, διαμορφώνεται ως εξής : Άγιος Βασίλειος 214, Αμιρά 184, Άνω Βιάννος 341, Βαχός 50, Κάτω Βιάννος 69, Κάτω Σύμη 64, Καλάμι 153, Κεφαλοβρύσι 61, Πεύκος 101 και Χόνδρος 124.
Με επιστολές προς τον Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη, οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων Άνω Βιάννου και Βαχού, ζητούν τη μείωση του αριθμού των κατοίκων των Κοινοτήτων τους στις δεκαπενταμερίες των οχυρωματικών έργων του αεροδρομίου Καστελλίου. Στην επιστολή τους, οι ΠρόεδροΙ των Κοινοτήτων εξηγούν τους λόγους. Συγκεκριμένα, οι επιστολές αναφέρουν :
ΑΝΩ ΒΙΑΝΝΟΣ
«Επί της υπ’ αριθ. 17-8-42 υμετέρα διαταγής μετά της συνημμένης από 15-8-42 τοιαύτη της Κράις Κομμαντατούρ Ηρακλείου, λαμβάνω την τιμήν όπως υποβάλλω δια της παρούσης μου την θερμοτάτην παράκλησιν, ίνα εν συνεννοήσει μετά του Γερμ. Φρουραρχείου, φροντίσητε να επιτευχθή η μείωσις του αριθμού των εν τη διαταγή εργατών εις 60- 70 το πολύ και τούτων αποσταλησομένων ει δυνατόν τμηματικώς και ανά δεκαπενθήμερον,
καθ’ όσον λόγω του πάντοτε μικρού αριθμού εργατών εν τη Κοινότητί μου και εκ των υπαρχόντων πολλών υπαλλήλων, επιστημόνων, ιερέων κ.λ.π. και εις εισέτι απουσίας πολλών αιχμαλώτων εκτός της νήσου, αλλά και λόγω της δυσκόλου επικοινωνίας ως εκ του αποκέντρου δι’ημάς και του τόπου της αποστάσεως εκ του μέρους της εργασίας (Καστέλλι Πεδιάδος) και συνεπώς του ανεφίκτου καθαρισμού των ενδυμασιών των εργατών καθίσταται προβληματικοτάτη,
παρά τας πάντοτε αρίστους προς τας αρχάς κατοχής διαθέσεις μας και την πιστήν εκτέλεσιν των διαταγών τούτων. Ελπίζομεν ότι η προς τας αρχάς Κατοχής υπακοήν μας ήτις μας δίδει το θάρρος ίνα υποβάλλομεν την αίτησιν τούτην, θέλει δώση και εις υμάς το δικαίωμα όπως προβήτε εις την αιτουμένην παράστασιν παρ’αυτοίς, προς ευμενή εξέτασιν».
ΒΑΧΟΣ
«Κατόπιν της δια του υπ’ αρ.514 της 7/5/42 εγγράφου υμών κοινοποιημένου ημίν διαταγής του Φρουραρχείου Ηρακλείου, περί καταστατικού καταλόγου εργατών προς χρησιμοποίησιν των εις το αεροδρόμιο Καστελλίου, λαμβάνω την τιμήν να παρακαλέσω υμάς όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσητε εις το Φρουραρχείον, ίνα εάν είναι δυνατόν ελαττωθή έστω και ολίγον ο ζητούμενος αριθμός των 25 εργατών δια τους εξής λόγους.
Το χωριό μας, Κύριε Νομάρχα είναι αποκλειστικώς γεωργικό χωριό, στερούμενον όλως διόλου εργατών, εχόντων ως αποκλειστικό επάγγελμα το του εργάτου. Έτσι λοιπόν είμεθα αναγκασμένοι … ανθρώπους, οι οποίοι όταν εγκαταλείψουν, αφ’ ενός μεν πολυμελείς και απροστατεύτους οικογενείας, αφ’ ετέρου δε το σπουδαιότερον αφήνουν τα ζευγάρια τους χωρίς να αφήνουν κανέναν δια την χειμερινήν εργασίαν της σποράς.
Δια ταύτα σας παρακαλούμεν, Κύριε Νομάρχα, όπως ευαρεστούμενος και πάλιν, ενεργήσητε όπως ο ως άνω αναφερόμενος αριθμός των 25 εργατών ελαττωθή έστω και ολίγον, ευελπιστούντες ότι το πάντοτε φιλανθρωπικόν Φρουραρχείον θα δεχθή την ως άνω παράκλησίν μας».
Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης, προκειμένου να απαλλαγεί της ευθύνης, απαντά στους Προέδρους με επιστολή λέγοντάς τους ότι ο μετριασμός του αριθμού και οι απαλλαγές των εργατών, είναι αρμοδιότητα της Kreiskommantantur Ηρακλείου. Η επιστολή του Νομάρχη αναφέρει:
«Εν σχέσει προς την αναφοράν σας περί των εις Γερμανικάς υπηρεσίας εργαζομένων κατοίκων της υμετέρας Κοινότητος γνωρίζομεν υμίν ότι η Νομαρχία δεν είναι αρμοδία δια την διευθέτησιν του ζητήματος τούτου και δέον να συνεννοηθήτε απ’ ευθείας μετά των οικείων Γερμανικών Αρχών».
Τα χωριά Άνω Βιάννος και Βαχός έστελναν μετά την απογραφή του πληθυσμού,193 και 33 κατοίκους αντίστοιχα στα οχυρωματικά έργα του αεροδρομίου Καστελλίου το έτος 1942. Η έρευνα των γερμανικών αρχείων απέδειξε ότι, όχι μόνο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της μείωσης των καταναγκαστικών εργατών που υπέβαλλα οι Πρόεδροι των χωριών Άνω Βιάννου και Βαχού τον Αύγουστο του 1942, αλλά αντίθετα ο αριθμός τους αυξήθηκε τον επόμενο χρόνο 1943 σε 341 εργάτες για την Άνω Βιάννο και 50 για τον Βαχό.
Οι επιπτώσεις της καταναγκαστικής εργασίας στην καθημερινή ζωή των Βιαννιτών ήταν:
α) Εγκατάλειψη των καλλιεργειών και των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Όταν ο πατριάρχης της οικογένειας εγκατέλειπε την οικογένεια και το χωριό του για 15 ημέρες κάθε μήνα, τα χωράφια του έμεναν ακαλλιέργητα και η πείνα «χτυπούσε» την πόρτα του σπιτιού του.
β) Πολλοί Βιαννίτες καταναγκαστικοί εργάτες πέθαναν ή σακατεύτηκαν στη διάρκεια εκτέλεσης της δεκαπενταμερίας ή από τις κακουχίες της αγγαρείας.
γ) Ποτέ και κανείς δεν πληρώθηκε ούτε σιτίστηκε για την καταναγκαστική εργασία που πρόσφερε στις κατοχικές δυνάμεις, παρά τα ωραία λόγια και τις υποσχέσεις των γερμανών για παροχή αμοιβής και φαγητού. Αυτό το αποδεικνύει η καταγραφή δεκάδων μαρτυριών καταναγκαστικών εργατών των χωριών της Βιάννου.
δ) Ο πληθυσμός της Κρήτης, (και της επαρχίας Βιάννου), με διαταγή των γερμανών Διοικητών, συνέβαλε με έκτακτη εισφορά, (δήθεν για τους εργάτες), αλλά με τελικό προορισμό των χρημάτων τον ναζιστικό και φασιστικό κατοχικό στρατό. Μία φορολογία με κάλυψη την καταναγκαστική εργασία.
ε) Ποτέ και σε κανένα έργο δεν μοιράστηκε στους καταναγκαστικούς εργάτες η βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, (σε τρόφιμα φάρμακα, σαπούνι, σπίρτα και άλλα είδη που στέλνονταν ακριβώς γι’αυτό τον σκοπό). Αρκετές ποσότητες κατέληγαν στους γερμανούς αξιωματούχους και στους Έλληνες συνεργάτες τους (μαυραγορίτες)
στ) Η αντικατάσταση στην καταναγκαστική εργασία επιτρεπόταν από τους γερμανούς, αν ο ίδιος ο εργάτης έβρισκε κάποιον να παρουσιαστεί στη θέση του. Γι’αυτήν την αντικατάσταση, ο νέος εργάτης πληρωνόταν από τον υπόχρεο 15 οκάδες σιτάρι ή κριθάρι.
ζ) Ποτέ και κανείς δεν αποζημιώθηκε για την καταναγκαστική εργασία τα χρόνια της κατοχής στην Κρήτη, παρά μόνον ελάχιστοι και αυτοί από το Αυστριακό κράτος.
Η άποψη επομένως του Γερμανικού Ιδρύματος Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον για την ολοκλήρωση των «αποζημιώσεων των καταναγκαστικών εργατών την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού», δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Σε συνδυασμό με την αδιαλλαξία της Ο.Δ.Γ. απέναντι στις νόμιμες, απαράγραπτες και ισχυρά τεκμηριωμένες Ελληνικές αξιώσεις προς τη Γερμανική Κυβέρνηση για Δικαιοσύνη και Αποζημίωση, δεν οδηγεί στη «συμφιλίωση» με την Ελλάδα.
Η ανάληψη της ευθύνης από την Ο.Δ.Γ. των ναζιστικών εγκλημάτων και η αποδοχή της ιστορικής αλήθειας, είναι ο μόνος δρόμος που ανοίγει μία ελπιδοφόρα προοπτική για την Ευρώπη, όπως πολλές φορές ανέφερε στις ομιλίες του ο Μανώλης Γλέζος που ήταν ο Ιδρυτής και επί 21 χρόνια Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, αφιερώνοντας τη ζωή του στον αγώνα για Μνήμη και Δικαιοσύνη.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού