Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου ήταν συχνοί, πολλές φορές και καθημερινοί. Οι περισσότεροι όμως ήταν νυχτερινοί. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής στην αρχή έτρεχαν στα καταφύγια, όμως με την πάροδο του καιρού, τους συνήθισαν και δεν έπαιρναν τις ανάλογες προφυλάξεις. Από τον ήχο των μηχανών, γνώριζαν και την εθνικότητα των αεροπλάνων.
Αν ήταν Βρετανικό, Καναδέζικο, Αμερικάνικο. Κάποια φορά παραξενεύτηκαν οι Καστελλιανοί με τον ήχο των μηχανών ενός αεροπλάνου που έριχνε τις βόμβες του στον κάμπο του Καστελλίου. Απόρησαν γιατί κατάλαβαν ότι το αεροπλάνο ήταν γερμανικό. Αργότερα διαδόθηκε ότι πράγματι ήταν γερμανικό, αλλά είχε πέσει στα χέρια των συμμάχων και χρησιμοποιούνταν στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς.
Ο Θόδωρος Καμπάνης, θυμάται για τους βομβαρδισμούς: ´«Όταν ακούγαμε τα αεροπλάνα να έρχουνται, μας εφωνάζανε οι δικοί μας να κρυφτούμε. Εμείς είμαστε τότε παιδιά. Πάντα τα αεροπλάνα ερχόντανε από τον Αφέντη, από τα Λασιώτικα βουνά. Αυτό το βιολί εκράτηξε όλα τα χρόνια με τσι Γερμανούς και το αεροδρόμιο.
Θυμούμαι στις μεγαλύτερούς μας, τη νύχτα να βγαίνουν στα δώματα και να κάνουν χάζι με τσι εκρήξεις των βομβών. Κι οι Γερμανοί εφοβούντανε τσι βομβαρδισμούς. Και παίζανε οι σειρήνες του αεροδρομίου κι ετρέχανε όλοι να μπούνε στσι πούγγες και τα καταφύγια. Όταν η σειρήνα έπαιζε για δεύτερη φορά, αυτό εσήμαινε ότι ο βομβαρδισμός ετελείωσε. Τη νύχτα το θέαμα ήταν απίστευτο. Τα αεροπλάνα τα δικά μας ερίχνανε στην αρχή φωτιστικές βόμβες κι ήφεγγε ο κόσμος. Τα αντιαεροπορικά τω Γερμανώ εχτυπούσανε όλα μαζί. Κι έβλεπες ο ουρανός κι αντιφέγγιζε. Κι ακούγαμε κι ελέγανε οι πατεράδες μας μεταξύ ντως σιγανά, κερατάδες Γερμανοί καλά να τα παθαίνετε. Ήντα γυρεύγετε επαδέ στο τόπο μας ; Καλά σας εκάνουνε. Να μη πομείνει ένας σας !ª
(Θεόδωρος Γεωργίου Καμπάνης, απομαγνητοφωνημένη συζήτηση, Μάιος 2017)
Τρεις συστοιχίες αντιαεροπορικών πυροβόλων υπεράσπιζαν το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου, από τους επαναλαμβανόμενους βομβαρδισμούς της συμμαχικής αεροπορίας. Αυτά ήταν εγκαταστημένα:
Α. Στην τοποθεσία «Κερά Παναγιά» του χωριού Μουχτάρω, (Ευαγγελισμός).
Β. Στην τοποθεσία «Τζίγκουνας», πλησίον του σημερινού κέντρου διασκέδασης «Το στέκι του Καραπίδη» και
Γ. Στην τοποθεσία «Στου Μαντηλάρη τ’αλώνι» στην είσοδο του χωριού Αγία Παρασκευή.
Ήταν επανδρωμένα με τους ανάλογους Γερμανούς στρατιώτες και λειτουργούσαν σε 24ωρη βάρδια. Μόλις αντιλαμβάνονταν συμμαχικά αεροπλάνα να πλησιάζουν στο αεροδρόμιο Καστελλίου, ξερνούσαν ακατάπαυστα φωτιά και ατσάλι.
Πλησίον των αντιαεροπορικών συστοιχιών, είχαν αναπτύξει οι κατακτητές καταυλισμούς. Με σκηνές που χρησιμοποιούσαν για ύπνο, μαγειρεία, αποθήκες πυρομαχικών, ιατρείο πρώτων βοηθειών, υλικά καμουφλαρίσματος των πυροβόλων και αυτοκίνητα μεταφοράς.
Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Καστελλίου, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1944. Την προηγούμενη ημέρα, το Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου, στον καταυλισμό της πυροβολαρχίας στη θέση «στου Μαντηλάρη τ’αλώνι», του χωριού Αγία Παρασκευή, εκτυλίχθηκε μια τραγωδία.
Ένας Γερμανός αξιωματικός, συνέλαβε τον νεαρό Μανόλη Μανωλαράκη από το χωριό Γεράκι, να βάζει μια δεσμίδα από σφαίρες στην τσέπη του.
Οδήγησε το παιδί λίγο πιο πέρα από τις σκηνές του καταυλισμού και τοποθετώντας το πιστόλι στο κεφάλι του παιδιού, πάτησε τη σκανδάλη. Αυτόπτης μάρτυρας του επεισοδίου, ο μετέπειτα εκπαιδευτικός και σπουδαίος λαογράφος Αριστοφάνης Χουρδάκης.
Είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς του καταυλισμού, του είχαν δώσει ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με πράγματα, να τα πηγαίνει σε ένα μεγάλο λάκκο για να τα κάψουν οι κατακτητές. Ο ίδιος ο Αριστοφάνης Χουρδάκης, περιγράφει την εκτέλεση του νεαρού Μανωλαράκη από τους βάρβαρους Γερμανούς ως εξής:
´«Ήρθε επιτέλους η ευλογημένη ώρα να φύγουν οι Γερμανοί. Η γενική διαταγή της αποχώρησης δόθηκε και σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες του νομού Ηρακλείου είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες.
Η εντολή ήταν να μην αφήσουν πίσω τους τίποτε. Ό,τι μπορούσαν να πάρουν και τα υπόλοιπα να τα καταστρέψουν. Ρουχισμός, υποδήματα, λάστιχα, σκηνές, ποδήλατα, μοτοσυκλέτες και κάθε άλλο που είχαν στις αποθήκες τους, γινόταν παρανάλωμα της φωτιάς. Μόνο τα είδη διατροφής που κράτησαν και όσα πυρομαχικά χρειάζονταν για την άμυνά τους.
»Μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε, οι κάτοικοι των χωριών δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Όσοι μπορούσαν έτρεχαν στους τόπους καταστροφής και ο καθένας προσπαθούσε να πάρει ό,τι του έκανε ανάγκη. Κουρελήδες και ξυπόλυτοι από την τετράχρονη κατοχή των Γερμανών, δεν μπορούσαν να βλέπουν να καίγονται και να καταστρέφονται αποθήκες ολόκληρες, γεμάτες από ολοκαίνουργια, αφόρετα ακόμη, ρούχα και άρβυλα, σκηνές, αντίσκηνα και τόσα άλλα πράγματα. Έπρεπε με κάθε τρόπο, κάτι να προμηθευτούν, κάτι να αρπάξουν.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα έντασης που επικρατούσε εκείνες τις μέρες, το χωριό μας, (Αγία Παρασκευή Πεδιάδας), που ήταν έδρα πυροβολαρχίας, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Είχε ξημερώσει Σάββατο 23 του Σεπτέμβρη του 1944 και μια ασυνήθιστη κίνηση υπήρχε από το πρωί στον καταυλισμό «στου Μαντηλάρη τ’ Αλώνι». Οι Γερμανοί μάζευαν ρούχα και τα έκαναν μπόγους, έβγαζαν πράγματα έξω από τις σκηνές και τα έκαναν στοίβες, ξήλωναν μικρές και μεγάλες σκηνές, μετακινούσαν κούτες και σακιά με τρόφιμα. Όλοι στο πόδι. Είχαν στην υπηρεσία τους και δυο-τρεις Ρώσους αιχμαλώτους που έτρεχαν κι αυτοί πάνω-κάτω.
Ήδη από τις προηγούμενες μέρες κυκλοφορούσαν φήμες πως θα έφευγαν. Δεν ξέραμε όμως πότε. Μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας άρχισαν και οι χωριανοί μας να κατεβαίνουν στον καταυλισμό, να πάρουν κι αυτοί ό,τι μπορούσαν. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Όσους από τους χωριανούς γνώριζαν οι Γερμανοί τους έδιναν από μόνοι τους πράγματα. Σακάκια, μπουφάν, άρβυλα, παντελόνια, κουβέρτες, τρόφιμα. Τους έδιναν ακόμη και έπιπλα. Καρέκλες, τραπέζια, μπαούλα, ράφια και ό,τι άλλο είχαν για τη φωτιά ή για πέταγμα. Εμείς οι μικροί είχαμε κατεβάσει τα πρόβατα, τις κατσίκες και τους γαϊδάρους και τα είχαμε αφήσει ελεύθερα μέσα στ’ αμπέλια και στα χωράφια γύρω από τον καταυλισμό για να βόσκουν. Και μετά είχαμε πλησιάσει από περιέργεια και παρακολουθούσαμε.
Μια στιγμή έρχεται ένας Γερμανός και μαζεύει τους γαϊδάρους και τους παίρνει, μαζί κι εμάς. Και άρχισαν να τους φορτώνουν πράγματα, να τους βάζουν στη σειρά και να τα μεταφέρουν στην «Πούγκα», ένα μεγάλο και βαθύ λάκκο, που τον προόριζαν για αποθήκη πυρομαχικών και που τώρα έριχναν εκεί ό,τι ήθελαν να κάψουν.
Η «Πούγκα» ήταν στον άλλο καταυλισμό, εκεί που ήσαν τα αντιεροπορικά. Εμείς κάναμε τα δρομολόγια με τα ζώα, από τον ένα καταυλισμό στον άλλο. Και αφού φτάναμε στην «Πούγκα» και ξεφόρτωναν τα ζώα, εγυρίζαμε μετά πίσω και τα ξαναφόρτωναν και τα ξαναπηγαίναμε.
Μας συνόδευε ένας Γερμανός στρατιώτης με αυτόματο όπλο, για να μην ξεστρατίσει κανείς και πάρει τα πράγματα και φύγει. Κι αυτό γινότανε όλο το απόγευμα, μέχρι που σκοτείνιασε. Έπιπλα, ρουχισμός, σκηνές, πυρομαχικά, ακόμη και περίστροφα, όλα στην πυρά. Και συνέχεια από επάνω μπετόνια βενζίνη, για να καίγονται γρήγορα. Δεν ήθελαν να αφήσουν πίσω τους τίποτε χρήσιμο.
Στον καταυλισμό είχαν κατέβει και από τα διπλανά χωριά Αρμάχα και Γεράκι και έψαχναν κι αυτοί κάτι να βρουν να πάρουν. Μια βαβούρα ήταν τώρα ο καταυλισμός. Μισοί Γερμανοί και μισοί ντόπιοι.
Ανάμεσά τους κι ένα Γερακιανάκι ίσαμε 18 χρονώ. Όχι παραπάνω. Μανώλη Μανωλαράκη το έλεγαν. Αμούστακο ακόμη, αλλά ψηλό, με πρόωρη ανάπτυξη που φαινόταν πολύ μεγαλύτερο. Έφερνε βόλτες ένα γύρο κι έψαχνε κι αυτό κάτι να βρει, κάτι να πάρει.
Εκεί επάνω σε μια ξερολιθιά, που την είχαν χτίσει για να προστατεύουν τα αυτοκίνητά τους από τους βομβαρδισμούς, είχαν ξεχάσει μια δεσμίδα σφαίρες. Μπορεί να τις είχαν βάλει και επίτηδες, για να δούνε ποιος θα τις έπαιρνε. Κι επαρακολουθούσαν. Ο Μανώλης τις είδε. Ήταν μια δεσμίδα από πέντε σφαίρες γερμανικού όπλου. Τις είδε, τις έπιασε και τις έβαλε στην τσέπη του χωρίς προφύλαξη. Αυτό ήταν το λάθος του. Ένας νεαρός αξιωματικός των Ες Ες παρακολουθούσε μέσα από τη σκηνή και μόλις είδε το παλικάρι πως έβαλε τις σφαίρες στην τσέπη, βγήκε έξω και τον έπιασε. Του έβγαλε τις σφαίρες από την τσέπη και άρχιζε να ουρλιάζει. Από εδώ και πέρα αρχίζει το δράμα. Έβγαλε το πιστόλι και τον σημάδευε και τον οδηγούσε κάτω από τις ελιές έτοιμος να τον πυροβολήσει.
Όσοι χωριανοί ήταν εκεί και ήξεραν μερικά γερμανικά, άρχισαν να τον παρακαλούν. Του έλεγαν να τον αφήσει. Του έλεγαν πως είναι ορφανός. Του έλεγαν πως είναι μικρός και τις πήρε από περιέργεια. Αυτός όμως έξαλλος εξακολουθούσε να ουρλιάζει.
-Παρτιζάν, παρτιζάν, καπούτ!
-Μικρό παιδί είναι, του ξανάλεγαν. Για παιγνίδι τις πήρε. Όποιος είναι παρτιζάνος, δεν έρχεται την ημέρα να ψάχνει για σφαίρες.
Τίποτε αυτός.
-Παρτιζάν, καπούτ!…
Το πήγε το παιδί παρακάτω με το περίστροφο στο χέρι και σε λιγάκι το γύρισε πάλι οπίσω και το έβαλε στη σκηνή και άρχισε να τηλεφωνεί στο διοικητή του, που ήταν στην πυροβολαρχία.
-Ένας παρτιζάνος πιάστηκε να κλέφτει φυσίγγια από τον καταυλισμό, του λέει. Τι να τον κάμω;
-Να τον εκτελέσεις επί τόπου, ήταν η απάντηση.
Η απόφαση είχε παρθεί. Να εκτελεστεί ο Μανωλαράκης. Την ίδια ώρα είχε φτάσει ο αγροφύλακας του χωριού. Αυτός ήξερε λίγα γερμανικά και τον εγνώριζε ο Γερμανός αξιωματικός. Άρχισε λοιπόν να τον παρακαλεί και αυτός και να τόνε βεβαιώνει πως είναι ένα παιδί με πρόωρη ανάπτυξη και είναι αθώο και πως δεν έχει καμιά σχέση με παρτιζάνους.
-Θα εκτελεστεί. Είναι διαταγή του διοικητή. Ό,τι άλλο κι αν είχε πάρει, δεν ήταν σπουδαίο. Οι σφαίρες είναι. Τις πήρε για να μας πολεμήσει.
Είχε πια βασιλέψει ο ήλιος και άρχισε να νυχτώνει. Οι άλλοι Γερμανοί στρατιώτες, που δεν είχαν καμιά σχέση με το περιστατικό, συνέχιζαν τις δουλειές τους. Είχαν φορτώσει άλλη μια φορά τους γαϊδάρους με ρουχισμό κι εξεκινούσαμε να πάμε στην «Πούγκα» να τόνε ρίξομε στη φωτιά.
Στην άκρη του καταυλισμού, εκεί στο γύρο του δρόμου, είχαν ένα λάκκο που χωρούσε μέσα ίσα-ίσα ένα στρατιώτη να πολεμά γονατιστός. Τέτοιους λάκκους είχε γύρω-γύρω όλος ο καταυλισμός, για το ενδεχόμενο επίθεσης από αντάρτες, και τους χρησιμοποιούσαν ως πολεμίστρες οι Γερμανοί. Σε έναν τέτοιο λάκκο κατέβασαν το παιδί και καθώς ήταν μεγαλόσωμο, περίσσευε από το στήθος και πάνω.
Την ώρα αυτή περνούσαμε κι εμείς από εκεί με φορτωμένους τους γαϊδάρους. Ήμουν το μόνο παιδί που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί μαζί με το γάιδαρο. Οι άλλοι τρεις ήσαν μεγάλοι. Έμεινα πίσω από την παρέα να δω. Κι έβλεπα το παιδί που το οδηγούσαν στην εκτέλεση και με είχε πιάσει φόβος και τρόμος. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος παιδικός φόβος αυτός που με κυρίεψε. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ στη θέση του και έβαλα τα κλάματα. Πως μπορούσαν εκείνο το βράδυ να μας το κάμουν κι εμάς το ίδιο, άμα τελειώναμε την αγγαρεία.
Πίσω ακολουθούσε η μάνα μου, χωρίς να την προσέξω! Όλο το επεισόδιο το είχε παρακολουθήσει. Μετά που έμαθε πως οι Γερμανοί με πήρανε μαζί με το γάιδαρο και κουβαλώ πράγματα στην «Πούγκα», κατέβηκε στον καταυλισμό. Αυτή ήταν που ειδοποίησε τον αγροφύλακα να μεσολαβήσει. Ήταν πρωταξαδέρφια η μάνα μου με τον Μανωλαράκη και παρακολούθησε όλο το δράμα του παιδιού από κοντά.
Ο Μανώλης έκλαιγε. Ήταν παλικάρι, αλλά μπροστά στο θάνατο είχε λυγίσει.
-Μαρία, είπε στη μάνα μου, σώσε με. Θα με σκοτώσουν για δυο σφαίρες!...
Είχε αισθανθεί τον κίνδυνο. Τον έβλεπε μπροστά του. Ο Γερμανός ήταν ψυχρός, αμίλητος και αποφασισμένος. Έκλαιγε και η μάνα μου και παρακαλούσε το Γερμανό να μην τον σκοτώσει. Κι όσο τον πλησίαζε και τον παρακαλούσε, αυτός αγρίευε. Στο τέλος γύρισε το περίστροφο και τη σημάδεψε. Η μάνα μου τρόμαξε. «Να μη με σκοτώσει κι εμένα κι είντα θα γενούνε δυο ορφανά απροστάτευτα». Και δεν το είχε σε τίποτε ο Γερμανός να μας πυροβολήσει και τους δύο.
Τώρα ήταν έτοιμοι για την εκτέλεση. Η μάνα μου μ’ έπιασε από το χέρι κι επηγαίναμε ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω. Θέλαμε να δούμε τι θα απογίνει. Και σε ένα λεπτό ακούστηκε το «μπαμ!». Να εκεί μπροστά στα μάθια μας. Στα πέντε μέτρα. Ο Γερμανός του φύτεψε μια σφαίρα στην κορυφή της κεφαλής. Από πάνω προς τα κάτω και τέλος. Δε χρειάστηκε άλλη. Το παιδί ήταν ζωηρό κι εσφάρασσε μέσα στο λάκκο. Δυο Ρώσοι αιχμάλωτοι, που ακολουθούσαν το Γερμανό, του έριξαν δυο μεγάλες πέτρες και το πέτρωσαν. Ύστερα με ένα φτυάρι γέμισαν το λάκκο χώμα.
Στο μεταξύ οι Γερμανοί με αναζήτησαν από το συνεργείο μεταφοράς και άρχισαν να φωνάζουν. Κι εγώ έτρεξα και τους έφτασα. Τη μάνα μου δεν την άφησαν να με ακολουθήσει. Εκάναμε ακόμη ένα δρομολόγιο και τις 11 η ώρα, άφησαν μόνο εμένα και έφυγα. Μου έριξαν δυο κατακεφαλιές, που κόντεψε να πέσω κάτω και με έδιωξαν.
Όταν έφτασα στο χωριό ήταν θεοσκότεινα. Εκεί στην άκρη του δρόμου, καθώς μπαίνομε από τα δυτικά στο χωριό, διέκρινα σκιές ανθρώπων.
Ήταν η μάνα μου μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά των άλλων χωριανών, που είχαν μείνει στο στρατόπεδο. Έκλαιγαν όλοι κι εσυνέχισαν να κλαίνε. Είχαν αγωνία για τους δικούς τους ανθρώπους. Είχε προηγηθεί η εκτέλεση του Μανωλαράκη και τώρα το ήξεραν όλοι και ήταν τρομοκρατημένοι. Σε μια ώρα ήρθαν και οι άλλοι τρεις. Αλλά το χωριό ήταν ξάγρυπνο και εξακολουθούσε να είναι αναστατωμένος ο κόσμος. Τέτοιο πράμα, τέτοιο φόβο δεν είχαν πάρει άλλη φορά τα τέσσερα χρόνια που είχαμε δίπλα μας τους Γερμανούς.
Κατά διαστήματα τη νύχτα οι Γερμανοί έριχναν ριπές με τα πολυβόλα στον αέρα. Τις έριχναν για εκφοβισμό. Γιατί είχαν πληροφορίες πως στα γύρω βουνά υπήρχαν αντάρτες, κι εφοβούνταν μήπως γίνει καμιά νυχτερινή επίθεση. Με τους πυροβολισμούς έστελναν το μήνυμα: «Μην τολμήσετε να πλησιάσετε. Εδώ είμαστε πάντα έτοιμοι». Οι χωριανοί μου όμως είχαν τρομοκρατηθεί. Τους είχε πιάσει πανικός. Καταλάβαιναν πως ήταν το τελευταίο βράδυ και όλα μπορούσαν να συμβούν.
Την άλλη μέρα το πρωί όλα ήσαν διαφορετικά. Οι Γερμανοί είχαν φύγει μαζί με τις άλλες στρατιωτικές μονάδες του αεροδρομίου. Πρώτα για Ηράκλειο και μετά για Χανιά. Ό,τι μπορούσαν να πάρουν, τα φόρτωσαν δια νυχτός και εξαφανίστηκαν. Μόνο τα αποκαΐδια στην «Πούγκα» εκάπνιζαν ακόμη.
Έτσι γράφτηκε ο επίλογος της γερμανικής κατοχής στην περιοχή μας. Πρωί-πρωί είχαν έρθει και οι Γερακιανοί. Συγγενείς και φίλοι του Μανωλαράκη. Τραγική φιγούρα η μάνα. Ήρθαν να ζητήσουν από τους Γερμανούς να πάρουν το νεκρό, αλλά δεν βρήκαν κανένα. Ξέθαψαν το παλικάρι και είδαν πως είχε παραμορφωθεί το σώμα του από τις βαριές πέτρες που είχαν ρίξει στο λάκκο. Το έβαλαν επάνω σε μια ξύλινη σκάλα. Το άψυχο κορμί του δεν ίσιωνε. Το σκέπασαν με ένα ρούχο και το πήγαν στο Γεράκι και το έθαψαν. Θρήνος και κοπετός από τη χαροκαμένη μάνα και τις έξι ορφανές αδερφές. Με τον καιρό ξεχάστηκε η ιστορία του Μανώλη. Έμεινε μόνο ο πόνος της μάνας και ο πόνος των αδερφήδων του που φορούσαν τα μαύρα για πολλά χρόνια.
(Το παραπάνω κείμενο, είναι απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Αριστοφάνη Χουρδάκη με τίτλο «Τα πέτρινα χρόνια»).
…………………
Τον Φεβρουάριο του έτους 2006, συναντήσαμε στο χωριό Γεράκι, τον ενενηνταδυάχρονο Γιάννη Μανωλαράκη του Στυλιανού, ξάδερφο του σκοτωμένου παλικαριού Μανόλη Μανωλαράκη. Ο Γιάννης Μανωλαράκης, διηγείται για την εκτέλεση του ξαδέρφου του:
«…με τ’αυτό είμαστε δεύτερα ξαδέρφια. Επήγαμε όντεν εφεύγανε οι γερμανοί απ’εδώ από την Αγιά Παρασκή που ήτονε, κι είχανε τσι καταυλισμούς. Επήγαμε μ’ένα αδερφό μου Μανόλη Μανωλαράκη ή Κατεχάκη. Εξανοίγαμε μη μπάνα πάρομε πράμα πλιάτσικο, πράμα ρούχο. Είχαμε ανάγκη από ρούχα. Επήγαμε πολλοί. Ήτονε μαζί κι ο Μανόλης. Και θωρούμε ένα αξιωματικό, δε θυμούμαι ήντα διάολο αξιωματικός ήτονε, κι ήτονε τόσος σε. Βγάνει το πιστόλι και μας ε λέει φύγετε. Λέμε να κεράσουνε θέλει κιανένα οι γερμανοί.
Αφού’βγαλε το πιστόλι, κάνω’γω του αδερφού μου, βρε άντε να φύγομε να πάνε στο διάολο και τα πλιάτσικα και όλα. Άντε να φύγομε. Επαδέ θα κάμουνε μεζέ. Μόνο να φύγομε. Κι είναι ο Μανόλης ο Μανωλαράκης εκιά.
Και του λέω άντε μωρέ Μανόλη να φύγομε γιατί δα σκοτώσουνε κιανένα επαδά. Λέει μου δε φεύγω’γω. Και δεν είμαστε ερχομένοι στο Γεράκι και σκοτώσαντο.
Δεν είμαστε ερχομένοι εδώ και τόνε σκοτώσανε. Εμείς οι Γερακιανοί δεν είχαμε όπλα. Γιατί αν είχαμε, θα πηγαίναμε να τσι ξεβγάναμε τσι Γερμανούς στην Αγιά Παρασκή…».
- Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος