Ο Μανόλης Περράκης γεννήθηκε στο χωριό Βασιλική Ιεράπετρας το 1912. Τον Μάιο του 1941 στη Μάχη της Κρήτης ήταν 29 ετών. Υπηρετούσε στην Ελληνική Χωροφυλακή ως Σταθμάρχης στο χωριό Καμάρες. Πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίστηκε με τον Καπετάν Πετρακογιώργη και ανέπτυξε μαζί του δυνατή φιλία. Ο Μανόλης Περράκης πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης. Στις αρχές του 1942 αναγκάστηκε να καταφύγει στον Ψηλορείτη, ακολουθώντας τον Πετρακογιώργη και τους άντρες του για να μη συλληφθεί από τους Γερμανούς.
Στη μάχη της 9ης Ιουλίου 1942 στη θέση «Παπά Πέραμα-Τεμενέλι», πιάστηκε από τους άνδρες του Σούμπερτ και κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο Ηρακλείου.
Τον Απρίλιο του έτους 2007, ο Μανόλης Περράκης πέρασε στην αιωνιότητα. Στις 14 Δεκεμβρίου 2006, τέσσερις μήνες πριν τον θάνατό του, μας μίλησε για τη Μάχη της Κρήτης και την περίοδο της κατοχής που ακολούθησε, τη φιλία του με τον Αρχηγό Πετρακογιώργη και τη μάχη στην τοποθεσία «στου Παπά το Πέραμα», που έγινε με την ομάδα του Σούμπερτ, την Πέμπτη 9 Ιουλίου 1942. Μεταξύ άλλων, ο Μανόλης Περράκης διηγείται :
«Λέγομαι Περράκης Μανόλη και είμαι 94 χρονών. Όταν πέσανε οι Γερμανοί στην Κρήτη ήμουνε Σταθμάρχης στις Καμάρες στον Ψηλορείτη. Γνώριζα το Πετρακογιώργη γιατί είχε στο Τυμπάκι το εργοστάσιο. Ήτανε και ο Αρχηγός των Βεντζελικών στη Κάτω Μεσσαρά. Είχαμε σχέσεις, τονε γνώριζα καλά. Όταν ήτανε να πέσουνε οι Γερμανοί, τις παραμονές της πτώσης των αλεξιπτωτιστών, είχε πάει στα Χανιά. Είχε πάρει το Μανόλη το γιο του, ένα παλικάρι 17 χρονών, πήγαινε στην Πέμπτη Γυμνασίου.
Επήγανε με το φορτηγό που είχε στο εργοστάσιο το σαπουνάδικο. Έκανε ο Πετρακογιώργης με την ΑΒΕΑ στα Χανιά ανταλλαγή προϊόντων. Επήγε για να πάρει όπλα να φέρει από τα Χανιά στη Μεσσαρά. Τα πράματα εζοριστήκανε λίγο, τα Χανιά εβομβαρδίζουντανε και αρχίξανε να πέφτουνε οι Γερμανοί, φόρτωσε με το Μανόλη το αυτοκίνητο σαπούνια κλπ., όπλα δε βρήκανε και του’πε φύγε να πας στο Ηράκλειο να ξεφορτώσεις γιατί δε μπορούμε να καθόμαστε εδώ. Έφυγε ο Μανόλης, έφταξε μέχρι το Ηράκλειο, αλλά και στο Ηράκλειο επέφτανε οι Γερμανοί.
Ο Μανόλης αναγκάστηκε να κατεβεί από το αυτοκίνητο να πολεμά τση Γερμανούς. Μετά από μια διακοπή του αγώνα στο Γιόφυρο, είχε ένα γερμανικό όπλο που μ’αυτό επολεμούσε και το πήρε από τση Γερμανούς που σκοτώσανε, τος εκάνανε μπλόκο και τση πιάσανε. Επιάσανε του Πετρακογιώργη το γιο το Μανόλη και δυο άλλους.
Τση εκτελέσανε στη γέφυρα στο Γιόφυρο, ακριβώς στο ποταμό. Ο Πετρακογιώργης εν τω μεταξύ αντιλαμβάνεται ότι η Κρήτη πέφτει στα χέρια τω Γερμανώ πόστο πόστο από τα Χανιά προς τα δω και αναγκάζεται να’ρθει με τα πόδια από τα Χανιά μέσω Αμαρίου και Σπηλίου στσι Καμάρες. Κάνομε έρευνα και μάθαμε ότι οι Γερμανοί εσκοτώσανε το κοπέλι. Κι έφερε όλη την οικογένεια απάνω από το Τυμπάκι στση Καμάρες και μείνανε σε κάτι συγγενικά τους σπίτια.
Αρχές Ιουνίου εσκεφτήκαμε να κάνομε αντίσταση. Από την ημέρα που κατελήφθη η Κρήτη ασχολούντανε και αυτός και εγώ και μια ομάδα που’μαστε δεκαπέντε δεκάξι στση Καμάρες να μαζεύομε τους καταδιωκόμενους Άγγλους κλπ.
Ήτανε ο Πετρακογιώργης, εγώ ο Περράκης ο Μανόλης Σταθμάρχης στση Καμάρες, ο Σταθοράκης ο Μιχάλης που σκοτώσανε οι Γερμανοί από τις Καμάρες, ο Κουκλινός ο Μανόλης από τη Γρηγοριά, ο Μαυράκης ο Γιώργης δεκαεννιά χρονώ από το Μαγαρικάρι, ο Ψαρογιώργης από τα Βορίζα, ο Μανουσομανόλης από τα Βορίζα, και άλλοι που θα θυμηθώ και θα σου πω στη συνέχεια. Η αποστολή μας κυρίως ήτανε να μαζεύομε και να κρύβομε στο βουνό, σε σπηλιές από δω κι από κει τους Άγγλους αξιωματικούς και στρατιώτες και να τση διώχνομε με αποστολές στη Μέση Ανατολή.
Εκράτηξε φαίνεται αυτό μέχρι τον Οχτώβριο, το Νοέμβριο. Αλλά το Νοέμβριο ο Πολιουδάκης ο γερμανόφιλος που’τανε Διοικητής Διοικήσεως και κυβερνήτης τση αστυνομίας στο Νομό Ηρακλείου ήθελε οπωσδήποτε να εξοντώσει το Πετρακογιώργη. Μεσσαρίτες και οι δύο, ο Πολιουδάκης ήτανε από τη Πόμπια η καταγωγή του. Αρχίνησε ένα αγώνα σκληρό εναντίον του, εγύρευε πληροφορίες πως θα τονε βρει να τον εξοντώσει.
Στο Τυμπάκι εχρησιμοποιούσαμε τέσσερις Κυπρίους, τος είχα βγάλει ταυτότητα εγώ ότι ήτανε Ηρακλειώτες Μεσσαρίτες και πηγαίνανε στην αγγαρεία στο αεροδρόμιο και μαζεύανε τση πληροφορίες και τσι δίδαμε στη Μέση Ανατολή. Ο Πολιουδάκης έμαθε και όπως διαπίστωσα κι εγώ, ένας εργάτης του Πετρακογιώργη χρόνια στο εργοστάσιο, σύνδεσμος στον Ψηλορείτη που τον είχαμε, τονε προδώσανε και τονε πιάσανε, τονε δείρανε τονε βασανίσανε και αποκάλυψε τα πάντα για την Οργάνωση. Βίκτωρ το παρατσούκλι του, Μιχάλης το όνομά του, το επίθετο θα το θυμηθώ. Εγώ έχω φύγει από την υπηρεσία και είμαι στο βουνό.
Την ημέρα που εκτελέσανε οι Γερμανοί τσι εννιά στσι Μοίρες, και το δάσκαλο το μακαρίτη το Παπαδάκη, έφυγα στο βουνό. Τότε είχε φτάξει το σημείο της Αντίστασης στην Κρήτη όσοι είμαστε μαρκαρισμένοι δε μας ελέγανε οι άλλοι καλημέρα. Όλος ο κόσμος. Μας εβλέπανε και λέγανε φύγετε μη μας κάψετε. Αποφάσισε ο Τομ τότε να ηρεμήσει την κατάσταση, ο Ρόμελ προχωρούσε στο μέτωπο της Αφρικής, είμαστε ένας φαύλος κύκλος.
Να βλέπεις τα γερμανικά αεροπλάνα από πάνω σου σαράντα μέτρα να πηγαίνουνε τροφή στη Μέση Ανατολή, πατάτες κρασά και νερό. Τα γερμανικά αεροπλάνα που πετούσανε από το Καστέλλι. Τότε μας ε λέει ο Τομ. Στη Νίδα έκαμε τη σύσκεψη. Πρέπει ένα διάστημα να φύγετε από τη μέση, να μη δρα κανείς, να εξαφανιστείτε. Να σας ε στείλω στην Αίγυπτο όλους. Και μαζευόμαστε διακόσοι.
Η ομάδα των Ανωγείων, η ομάδα του Κρουσώνα με το Σατανά το μακαρίτη, η ομάδα του Πετρακογιώργη, η ομάδα του Μπαντουβά του Μανόλη. Εμαζευτήκαμε όλοι στου Λέντα δίπλα σ’ένα γκρεμό που κάναμε τσ’αποστολές. Και περιμέναμε να’ρθει σκάφος εκατόν πενήντα θέσεων να μας ε πάρει. Αλλά ο Ρόμελ εκόντευε να καταλάβει τη Μάσα Ματρούχ και διεκόπη ο σύνδεσμός μας με τη Μάσα Ματρούχα και ήρθε ένα σκάφος τριάντα θέσεων.
Στις 24 του Ιούνη το 1942. Και επήρε το Πετράκη το Κωστή, το γυμναστή, που’χε κάψει τ’αεροπλάνα στο Ηράκλειο, το Μύρωνα το Σαμαρείτη, το Σατανά, τον Κίμωνα Ζωγραφάκη που’χε κάψει τ’αεροπλάνα στο Καστέλλι, κι άλλους. Επήρε τριάντα. Μεταξύ αυτών που φύγανε στη Μέση Ανατολή ήτανε η γυναίκα του Πετρακογιώργη και οι τρεις κόρες του. Και μένουν έξω στην παραλία τα άλλα δυο παιδιά του Πετρακογιώργη, η Ηλέκτρα εννιά χρονών και ο Ηρακλής δώδεκα.
Κείνο το βράδυ εβγήκε και ο Φιλεντέμ στην Κρήτη από το σκάφος που ήρθε να παραλάβει τσι δικούς μας. Επήραμε το Φιλεντέμ, τον εντύσαμε κρητικά και τονε πέψαμε στο Ψηλορείτη. Πριν τονε στείλομε στο Ψηλορείτη μας ε λέει. Κάτσετε εδώ στη παραλία να κρυφτείτε και την άλλη βδομάδα θα’ρθει άλλο σκάφος να σας ε πάρει. Ήτανε δεκαπέντε με είκοσι Ανωγειανοί. Δεκαπέντε από το Κρουσώνα. Δεκαοχτώ του Μπαντουβά.
Δεκαπέντε του Πετρακογιώργη. Και τέσσερις πέντε άλλοι διάφοροι όπως ο Σουρής ο Νίκος. Περιμέναμε οχτώ μέρες στη παραλία σ’ένα γκρεμό. Εκεί μας εμπλόκαρε ο Σούμπερτ. Αλλά δε μας ε βρήκε. Στσι οχτώ μέρες απάνω επήγε ο Κουκλινός και ήρθε σε επαφή με τσι Βρετανούς στο Ψηλορείτη. Μας ε λένε αποκλείεται να’ρθει σκάφος μόνο να φύγετε. Φύγαμε από τη παραλία τη νύχτα, περάσαμε τη Μεσαρά και επήγαμε στσι πρόποδες του Ψηλορείτη στσι Καμάρες και στη Γρηγοριά.
Εκεί κατασκηνώσαμε προσωρινά για να συνεχίσομε να πάμε το Αμάρι. Θα φεύγαμε το βράδυ που μας ε κυκλώσανε. Αλλά ο Σταθμάρχης τω Καμαρώ, συνεργάτης μας, ήρθε από τσι Καμάρες νύχτα εκεί που είμαστε στο λημέρι και βαστά μια εμπιστευτική διαταγή του Πολιουδάκη και διατάσσει το Σταθμάρχη να κάμει έρευνα να μας ε πιάσει. Και συγχρόνως τονε διατάσσει να κατάσχει τα σπίθια του Πετρακογιώργη.
Και του αδερφού του Μιχάλη Πετράκη. Και τσι αποθήκες τους στο Μαγαρικάρι. Ο Σταθμάρχης λεγότανε Φυντικάκης Σταύρος. Αφού μας είπε αυτό, λέει ο Πετρακογιώργης μη φύγομε απόψε να πάμε Λοχριά και είπε σε δυο τρεις να πάνε ν’άδειάσουνε τσ’αποθήκες. Γιατί είχαμε τα τρόφιμα στο Μαγαρικάρι στσ’αποθήκες. Εξημέρωνε 9 Ιουλίου 1942. Είμαστε μεταξύ Λοχριάς και Γρηγοριάς σ’ένα σημείο που το λένε «Του παπά το Πέραμα».
Το πρωί μας ε κυκλώσανε. Άμα ξημέρωσε ακούμε τσι σκύλους να γαυγίζουνε. Κάνω ετσέ και βλέπω μια ομάδα. Επήρε εξήντα αστυνομικούς ο Σούμπερτ με τη διαταγή του Πολιουδάκη και κάμανε ένα απόσπασμα. Εξήντα αστυνομικοί, οπλισμένοι και οι εξήντα. Χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Είχανε σταθερό το σημείο που είχε υποδείξει ο προδότης πως βρίσκεται ο Πετρακογιώργης με την ομάδα του. Ο Βίκτωρ που σου’πα πρωτύτερα.
Ο Σούμπερτ με τσι Τζουλιάδες και αστυνομικούς δικούς μας. Στο απόσπασμα που πέσαμε εμείς είναι απόσπασμα χωροφυλακής και όλοι φίλοι μου. Εγώ ενόμιζα πως είναι απόσπασμα που ζυγώνει τσι ζωοκλέφτες. Ο Μαρματάκης από το Σέλινο, ο Τζώρτζης από τη Νεάπολη, ο Βλασάκης ο Κωστής από το Σίβα κι ένας Πετράκης Ενωματάρχης από τα Χανιά που τον είχανε μεταθέσει στο Ηράκλειο. Ο Πετράκης δε μ’έξερε.
Οι άλλοι που με ξέρανε, ξέρανε και το Πετρακογιώργη. Εμείς είχαμε μείνει τέσσερις. Γιατί οι άλλοι είχανε φύγει τη νύχτα ν’άδειάσουνε τσι αποθήκες. Ο Πετρακογιώργης, ο αδερφός του ο Μιχάλης ο γιατρός, εγώ και το Ηρακλιό το αγόρι του δώδεκα χρονώ. Απ’εξω από τη κυρίως ομάδα, επεριπολούσανε για την ασφάλειά μας, ήτανε ο Κουκλινός, ο Σταθοράκης, ο Σταφυλαράκης και ο Μαυράκης. Με ρωτά ο Ενωματάρχης που δε με ήξερε ποιοι είμαστε.
Του λέω ο Πετρακογιώργης είναι με τον αδερφό του και το γιο του. Εμείς δεν είμαστε οπλισμένοι. Το δικό μου πιστόλι το’χα δώσει του Μαυράκη. Δεν είχαμε και όπλα και εδάνειζε ο ένας τον άλλο. Ο Ενωματάρχης ετρομοκρατήθηκε μόλις άκουσε για το Πετρακογιώργη. Με τη κουβέντα που κάνομε τοσε λέω μωρέ μοναχοί είσαστε ; Χωρίς Γερμανούς ; Ελάτε να πάμε να κάτσομε σ’ένα δεντρό αποκάτω να μου πείτε τίποτα να μάθω.
Μου λένε η ομάδα του Σούμπερτ είναι μαζί μας. Ε, τότε αλλάζουνε τα πράματα. Ή θα με εκτελέσετε, πριν πιω το υδροκυάνιο, γιατί’χα υδροκυάνιο, ή θα μ’αφήσετε να φύγω. Ο Πετρακογιώργης με τον αδερφό του και το κοπέλι εβρήκανε ευκαιρία και επροχωρήσανε εκατό μέτρα και βγήκανε έξω από το κλοιό.
Μ’αφήκανε να φύγω κι έτρεχα. Κι είχα μια βούργια Ανωγειανή στη πλάτη μου. Μ’όλα τα συμπράγκαλά μου. Ο Τζουλιάς ο Γιώργης ήτανε πιο πάνω και με πήρε χαμπάρι. Και λέει ένας τρέχει με κόκκινη βούργια στο ρυάκι. Εγώ τον άκουσα. Κατορθώνω και μπαίνω σ’ένα βάτο. Ο βάτος ήτανε πενήντα μέτρα μακριά η μια άκρη από την άλλη. Είχε ένα ρυακοφάγωμα αλλά έχει κενό ένα μέτρο περίπου και μπορείς με την κοιλιά να προχωρείς μέσα.
Στη μέση του βάτου βρίσκω το σύντεκνό μου το Χατζογιώργη από τσι Καμάρες. Έχω απάνω μου χαρτιά, χάρτες και σκάβω την άμμο μέσα στο ρυάκι και τα σκεπάζω. Μην τα’χω πάνω μου και τα βρούνε οι Γερμανοί. Φωνάζουνε, φωνάζουνε, βγείτε έξω όσοι είστε στο βάτο. Συγκεντρώνουνε εξήντα τουφέκια γύρω γύρω και βάζουνε όλοι στο βάτο. Εμείς πεσμένοι στο ρυακοφάγωμα. Σφαίρα δε μας επήρε. Άμα τελειώνανε οι σφαίρες τους σταματήσανε. Και βάνουνε ένα από το χωριό Πλάτανος που πήγαινε να αλέσει στη Γρηγοριά άλεσμα, να μπει στο μέσα να δει.
Εφοβούντανε αυτοί να μπούνε. Εγνώριζε το Χατζογιώργη εμένα δε με γνώριζε. Στη μέση του ρυακοφαγώματος μας είδε. Του’πε ο Χατζογιώργης μη μας ε μαρτυρήσεις. Βγαίνοντας έξω λέει του Σούμπερτ και στσι Τζουλιάδες. Ο Χατζογιώργης από τσι Καμάρες είναι κι ένας άλλος που δεν τόνε ξέρω. Ξανά πυρά στο βάτο. Πέρασε λίγη ώρα δε βγαίναμε εμείς έξω. Μου λέει ο Χατζογιώργης πήγαινε να παρουσιαστείς απου’σαι στρατιωτικός και δε σου κάνουνε πράμα. Του λέω λάθος κάνεις. Δε πάω γιατί θα με σκοτώσουνε. Περνά λίγη ώρα ακόμη και ακούμε να λέει ένας πού είναι οι χειροβομβίδες ; Άλλος είπε να βάλομε φωτιά στο βάτο να βγούνε.
Λέω του Χατζογιώργη εγώ θα φύγω εδά. Θα τρέχω να αναγκαστούνε να με σκοτώσουνε για να μη καώ στο βάτο. Βγαίνω έξω από το ρυακοφάγωμα πέντε έξε μέτρα και βγαίνω και είμαι έξω από το βάτο. Πάω να κινηθώ και με παίρνει χαμπάρι ο μακαρίτης ο Σταύρος ο Μαρματάκης ο χωροφύλακας που’μαστε συνάδελφοι. Είχαμε υπηρετήσει στα Χανιά μαζί και στο Ηράκλειο. Ήτανε Σελινιώτης. Μου λέει Μανόλη μη προχωρήσεις γιατί΄ναι ο Τζουλιάς από πάνω και θα σε σκοτώσει.
Πάω κοντά του να μου κάνει κόκα να φύγω. Την ώρα που πάω στο Σταύρο με παίρνει χαμπάρι ο Τζουλιάς και έρχεται με το τουφέκι έτοιμος να με εκτελέσει. Τσακώνουνται με το Μαρματάκη. Του’λεγε ορθά κοφτά ο χωροφύλακας άκου να δεις ένα πράμα, είμαι το αφεντικό σου και θα κάνεις ότι σου λέω εδώ. Αυτός είναι αστυνομικός, εγώ είμαι αστυνομικός, του λέει ο Σταύρος, εμείς έχομε λογαριασμό. Και δε με παίρνουνε οι Τζουλιάδες. Την ώρα εκείνη ετρέξανε όλοι κοντά μου και άνοιξε ο κλοιός. Και μένει ο Χατζογιώργης έξω από το κλοιό. Και φεύγει ο Χατζογιώργης. Έτσι πιάστηκα εγώ.
Στο μεταξύ ο Σούμπερτ με το απόσπασμά του είχανε πιάσει το Σταθοράκη, το Σταφυλαράκη, το Κουκλινό και το Μαυράκη. Του Μαυράκη του επιτέθηκε η άλλη ομάδα και επυροβοληθήκανε και τονε τραυματίσανε στο μηρό. Συγκεντρωθήκανε όλοι στη διασταύρωση που πάει Καμάρες, Λοχριά, Γρηγοριά. Του Κουκλινού του’χανε σπάσει τα πόδια, το Μαυράκη τον είχανε τραυματίσει. Του Σταθοράκη και του Κουκλινού τος είπανε φύγετε δε σας ε θέλομε εσάς.
Πάνε να φύγουνε και τσι πυροβολούνε από τη πλάτη μπροστά μου και τσι σκοτώνουνε. Οι Τζουλιάδες. Το Μαυράκη που ήτανε πεσμένος λίγο πιο πάνω επήγε ο ίδιος ο Σούμπερτ και τον αποτελείωσε. Επομείναμε εγώ και ο Σταφυλαράκης. Μας επήγανε στην Αυγενική. Και ήτανε ένας στάβλος με ένα μέτρο κοπριά μέσα, από πάνω σανιδένιο το δάπεδο και το γραφείο του Σούμπερτ. Και τα μόνα γερμανικά που θυμούμαι στη ζωή μου τόσα χρόνια από τότε που περάσανε οι Γερμανοί, ήτανε μόργκεν φρι τράι καπούτ, δηλαδή αύριο το πρωί θα σκοτώσομε τρεις.
Τρεις Κυπραίοι ήτανε στο στάβλο και τρεις εμείς. Είχανε πιάσει κι ένα Σφηνιά από τα Πηγαϊδάκια που ήτανε σύνδεσμος των αποστολών στη Μέση Ανατολή. Τον είχανε προδώσει στο Σούμπερτ. Εγώ, ο Σταφυλαράκης και ο Σφηνιάς. Εμείς είμαστε τόσε λέω. Πέρασε η βραδιά, εξημέρωσε, μας επήγανε για ανάκριση. Επεριμέναμε εκεί μέχρι που ήρθε το εκτελεστικό απόσπασμα. Μας ε βγάζουνε έξω από το στάβλο και μας ε πήγανε στο σημείο συγκεντρώσεως ενός λόχου Γερμανών.
Εκεί ήτανε ένας Αυστριακός που ήξερε τα Ελληνικά. Αυτός μας εφώναζε. Φωνάζει πρώτα το Σταφυλαράκη. Πάνε πέρα πέρα και τον εκτελούνε. Εκτελέσανε και το Σφηνιά. Φωνάζουνε εμένα. Εμένα με πήγανε σε άλλο σημείο. Δε με εκτελέσανε. Μ’ επήγανε με τσι Κύπριους στη μεγάλη εκκλησία της Αυγενικής. Εκεί εσυγκεντρώνανε τα όπλα που κατάσχνανε από τον κόσμο. Μας εβάλανε και φορτώσαμε τα όπλα σ’ένα φορτηγό αυτοκίνητο, εμπήκανε και μεις μέσα και μας ε φέρανε στον Αη Γιάννη στο Ηράκλειο…
*Γεώργιος Α. Καλογεράκης Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος