Τον Σεπτέμβριο του 1944, η νίκη των συμμάχων ήταν πλέον φανερή, σε έναν πόλεμο που κρατούσε ήδη πέντε χρόνια με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.

Στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου, εκείνη την περίοδο υπήρχε διαρκής κίνηση αεροσκαφών. Τα περισσότερα αεροπλάνα μετέφεραν στρατιώτες από τα διάφορα μέτωπα του πολέμου.

Αντικειμενικός σκοπός των γερμανών, ήταν η απαγκίστρωση των στρατιωτών τους από την Κρήτη.

Μανώλης Κωνσταντίνου Καπαρουνάκης, Δολοφονήθηκε  στην άκρη του χωριού του Θραψανού, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 από τα κατοχικά στρατεύματα
Η Καλλιόπη Γεωργίου Νιργιανάκη. Κόρη της φονευθείσης Μαρίας Νιργιανάκη, τραυματίστηκε από θραύσμα οβίδας στις 10 Σεπτεμβρίου 1944

Στον αέρα κυριαρχούσε η συμμαχική αεροπορία και η μεταφορά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν δύσκολη. Στο αεροδρόμιο Καστελλίου και στα γύρω χωριά, το πλήθος των Γερμανών, Ιταλών και Αυστριακών στρατιωτών αυξάνονταν καθημερινά. Επικρατούσε εκνευρισμός και πανικός. Υπήρχαν πολλοί Ιταλοί στρατιώτες οι οποίο αυτομολούσαν προς τα Λασιθιώτικα βουνά. Συμμαχικές προκηρύξεις καλούσαν τους Γερμανούς να αυτομολήσουν.

Τις δύσκολες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1944, στο Καστέλλι και στη γύρω περιοχή έγιναν εγκλήματα από τις κατοχικές δυνάμεις. Τον Καστελλιανό Κουντάκη Γεώργιο, που βοήθησε Ιταλούς να αυτομολήσουν, εκτέλεσαν Ιταλοί υπαξιωματικοί με συνοπτικές διαδικασίες και φριχτά βασανιστήρια στην περιοχή Λιλιανώ-Μπαμπουλάνης στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944. Στο τέλος τον έθαψαν ζωντανό. Στο χωριό Αρχάγγελος (Βαρβάρω), στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, Αυστριακοί στρατιώτες εκτέλεσαν τέσσερις κατοίκους χωρίς αιτία, λόγω του εκνευρισμού της αναμονής τους.

Τον Μιχάλη Δρακαντωνάκη, τον Γιάννη Τσιριγωτάκη, τον Βασίλη Τζαγκαράκη και τον Δημήτρη Κορνάζο. Δυτικά του αεροδρομίου Καστελλίου, στις αποθήκες ιματισμού των Γερμανών, εκτέλεσαν για τους ίδιους λόγους δυο νεαρούς από το χωριό Ευαγγελισμός (Μουχτάρω) στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944. Τον Γεώργιο Βλαστό και τον Μανόλη Κοζυράκη.

Η Μαρία Γεωργίου Νιργιανάκη και ο γιος της Γρηγόρης Νιργιανάκης. Η Μαρία σκοτώθηκε από θραύσμα οβίδας έξω από το σπίτι της, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944. Ο γιος της Γρηγόρης, έφεδρος Ανθυπολοχαγός και πτυχιούχος Νομικής, σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 το πρωί, ένας Γερμανός στρατιώτης του πυροβολικού, διαβάζοντας τις προκηρύξεις που έριχναν οι σύμμαχοι και καλούσαν σε αυτομόληση (με τον τρόπο αυτό έσωζαν και τη ζωή τους), αποφάσισε να αυτομολήσει από το αεροδρόμιο Καστελλίου.

Αγαπούσε μια κοπέλα από το Θραψανό και τα βήματά του τον οδήγησαν σ’ αυτήν για βοήθεια. Οι Γερμανοί τον αναζήτησαν και έμαθαν ότι κατευθύνθηκε στο Θραψανό. Το μεσημέρι της 10ης Σεπτεμβρίου, γερμανικός λόχος διακοσίων περίπου ανδρών κύκλωσε το χωριό.

Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν στους κατοίκους να παραδώσουν το στρατιώτη τους. Ο Γερμανός όμως είχε ήδη αναχωρήσει για το βουνό και τους αντάρτες.

Όταν τέλειωσε η χρονική διορία που είχαν ορίσει, άρχισαν να πυροβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι, άλλοι έφευγαν από το χωριό και άλλοι κρύβονταν στα σπίτια τους.

Η Θραψανιώτισσα Ελένη Νικολάου Μουτσάκη. Είχε σοβαρή καρδιοπάθεια. Με τους βομβαρδισμούς, την ένταση και την ολονύχτια ταλαιπωρία να εγκαταλείψει το χωριό, δεν άντεξε και πέθανε από ανακοπή στις 10 Σεπτεμβρίου 1944
Ο Νίκος Γεωργίου Ανδρουλάκης: Τραυματίστηκε στο πόδι από θραύσμα οβίδας και έμεινε ανάπηρος, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944

Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκε ο νεαρός Εμμανουήλ Καπαρουνάκης. Το απόγευμα οι Γερμανοί αποχώρησαν από το Θραψανό άπρακτοι, απειλώντας τους κατοίκους ότι θα κάψουν το χωριό.

Στις 7 η ώρα το βράδυ, η γερμανική πυροβολαρχία που βρισκόταν στη θέση Κερα-Παναγιά του χωριού Μουχτάρω, άρχισε να ξερνά φωτιά κα ατσάλι στο Θραψανό.  Κανονιοβολούσε το χωριό για να εκδικηθούν τη φυγή του στρατιώτη τους και την υπόθαλψη που έλαβε από τους κατοίκους κατά τη διαφυγή του.

Ο οβίδες έπληξαν κυρίως τις ανατολικές συνοικίες του χωριού. Το αποτέλεσμα ήταν δύο νεκροί και τρεις τραυματίες. Σκοτώθηκε η Μαρία Γεωργίου Νιργιανάκη από θραύσμα οβίδας και η Ελένη Νικολάου Μουτσάκη. Τραυματίστηκαν η Καλλιόπη Γεωργίου Νιργιανάκη, ο Νικόλαος  Γεωργίου Ανδρουλάκης (έμεινε ανάπηρος) και ο Νικόλαος Γεωργίου Φρουδάκης ή «Τηλεφωνητής».

Οι Θραψανιώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να βρουν καταφύγιο στα διπλανά χωριά, από τις 10 Σεπτεμβρίου ως τις 24 Σεπτεμβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από το Καστέλλι και συμπτύχτηκαν αρχικά στο Ηράκλειο και στη συνέχεια από τις 11 Οκτωβρίου 1944 στην «Οχυρά Θέση Χανίων».

……………………..

Για τον κανονιοβολισμό του Θραψανού, δραματική και συγκλονιστική συγχρόνως είναι η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Γεωργίου Στρατάκη, μαθητή της 5ης τάξης του Γυμνασίου Καστελλίου τότε (16 χρονών) από το Θραψανό, επίτιμου Λυκειάρχη σήμερα και κατοίκου Καστελλίου, που συνέβη την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1944:

 Η Καλλιόπη Γεωργίου Νιργιανάκη.  Κόρη της φονευθείσης Μαρίας Νιργιανάκη, τραυματίστηκε από θραύσμα οβίδας στις 10 Σεπτεμβρίου 1944

«Το 1944, φοιτούσα στην 5η τάξη του τότε 8/τάξιου γυμνασίου. Είχαμε ακόμη γερμανική κατοχή. Όμως, κάποιο αμυδρό μακρινό φως, άρχισε να υποφώσκει στο σκοτάδι του πολέμου “ολίγο φως και μακρινό, σε μέγα σκότος κι’ έρμο”.

Λόγω κυρίως του αεροδρομίου Καστελλίου, η γύρω περιοχή ήταν καλά οχυρωμένη αμυντικά και επιθετικά.

Συγκεκριμένα: Από μία πυροβολαρχία στην περιοχή Τζίγκουνα, μία στην περιοχή Ρουσσοχωρίων και μία στην περιοχή Ευαγγελισμού (Μουχτάροι) στο ύψωμα που είναι κτισμένος σήμερα ο ναός του Αγίου Νεκταρίου, τοποθεσία που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και ανατολικά του Θραψανού.

Φαίνεται ότι κάποιος Γερμανός στρατιώτης είχε γνωριμία με μια κοπέλα και πήγαινε τακτικά στο χωριό. Γνώριζαν οι δικοί μας αντάρτες ότι θα πήγαινε και αυτή τη μοιραία μέρα. Του έστησαν ενέδρα και τον συνέλαβαν. Ήταν Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1944. “Στις 10 του Σεπτέμβρη, ημέρα Κυριακή, και για τους Θραψανιώτες, ημέρα φοβερή. Κατά το μεσημέρι ήλθαν εις το χωριό οι βάρβαροι, στο νου των, είχαν κακό σκοπό. Αμέσως μόλις μπήκαν μέσα εις το χωριό, βάλλαν τα πολυβόλα, δαιμόνιο σωστό”, γράφω στο ποίημα.

Επειδή όμως οι κάτοικοι κυνηγημένοι και φοβισμένοι είχαν βγει έξω στα χωράφια για να προφυλαχθούν, οι Γερμανοί τους κυνήγησαν και εκεί. Πυροβολούσαν με τα πολυβόλα και τότε μια σφαίρα κτύπησε ένα παλικάρι του χωριού και το σκότωσε, “σκοτώσαν τον λεβέντη και νέο του χωριού, Μανώλη Καπαρούνη, ανθό του Θραψανού”.

Οι Γερμανοί ειδοποιούν: Αν δε μας παραδώσετε μέχρι το βράδυ τον στρατιώτη, θα κάψουμε το χωριό. Όμως τον στρατιώτη δεν τον παραδίδουν οι αντάρτες και το μοιραίο επέρχεται.

Την Κυριακή το βράδυ, 10 Σεπτεμβρίου γύρω στις 7, καθόμουν στο πεζούλι -όπως το λέγαμε-του πατρικού μου σπιτιού, ακριβώς απέναντι και με θέα στο μέρος της πυροβολαρχίας του Ευαγγελισμού. Εγώ, με το μικρότερο αδελφό μου, σημερινό παπά- Σταύρο και με ένα γείτονα, το γνωστό ως Νιργιανομιχάλη.

Ο Νικόλαος Γεωργίου Φρουδάκης – «Τηλεφωνητής». Από θραύσματα οβίδας τραυματίστηκε στα πόδια, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944
Ο Νικόλαος Γεωργίου Φρουδάκης – «Τηλεφωνητής». Από θραύσματα οβίδας τραυματίστηκε στα πόδια, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944

Για μια στιγμή, βλέπουμε τρεις φωτιές, σαν εκθαμβωτικές αστραπές και αμέσως μετά ακολούθησαν ισάριθμες δαιμονιώδες βροντές των βλημάτων των κανονιών. “Μας βάλανε”, φώναξαν τότε. “Στο διπλανό το σπίτι, ετρέξαμε ευθύς, με όλους τους γειτόνους που ήμαστε μαζί”. Το σπίτι αυτό, ήταν με ταράτσα και νομίζαμε -εσφαλμένα- ότι είμαστε σε ασφάλεια.

Ο κανονιοβολισμός συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και οι δαιμονιώδεις κρότοι σκορπούσαν απερίγραπτο φόβο, κίνδυνο και πανικό. Για να σκοπεύουν καλύτερα, φώτιζαν το χωριό με εκθαμβωτικούς προβολείς. Οι κάτοικοι, αλλόφρονες και με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, έφευγαν άλλοι σε καταφύγια έξω από το χωριό στα υψώματα, άλλοι στους γύρω λόφους, ή όπου ενόμιζε ο κάθε ένας ότι μπορούσε να σωθεί.

Οι γονείς μου, βλέποντας αυτήν την κατάσταση, αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγομε από το χωριό. Πήγαμε γρήγορα στο σπίτι, νύχτα ακόμη και πήρε ο καθένας μας τα απολύτως αναγκαία – και όπως άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες- με το δισάκι μας στον ώμο, τραβήξαμε στο κοντινό χωριό Ζωφόροι.

Ο δρόμος ήταν γεμάτος και από άλλους χωριανούς, που ο καθένας τραβούσε όπου είχε γνωστούς. Πήγαμε στην οικογένεια του Ηρακλή Παπαδακάκη, σαν ικέτες, να ζητήσουμε προστασία και άσυλο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εγκαρδιότητα και την ανθρωπιά αυτών των ανθρώπων. Μας φιλοξένησε τρεις μέρες, με αγάπη και ευγένεια. Ο κανονιοβολισμός συνεχιζόταν μέχρι την παράδοση του Γερμανού, η οποία έγινε ύστερα από μεσολάβηση στους αντάρτες, διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων και του Αρχιεπισκόπου μακαριστού Ευγένιου Ψαλιδάκη, πρωτοσύγκελο τότε.

Τα θύματα του κανονιοβολισμού

Νεκροί

  1. Μανώλης Κων/νου Καπαρουνάκης: Σκοτώθηκε από σφαίρα στην ύπαιθρο.
  2. Μαρία Γ. Νιργιανάκη: Σκοτώθηκε από θραύσμα οβίδας, έξω από το σπίτι της. Η ίδια οικογένεια, πρόσφερε θυσία για την πατρίδα στον Αλβανικό Πόλεμο, το γιο της Γρηγόρη, ένα λαμπρό νέο, έφεδρο ανθυπολοχαγό και πτυχιούχο νομικής.
  3. Ελένη Νικολ. Μουτσάκη: Είχε σοβαρή καρδιοπάθεια. Με την ένταση και την ολονύχτια ταλαιπωρία, δεν άντεξε και πέθανε από ανακοπή.

Τραυματίες

  1. Καλλιόπη Γ. Νιργιανάκη: Κόρη της φονευθείσης Μαρίας Νιργιανάκη, τραυματίστηκε από θραύσμα οβίδας.
  2. Νίκος Γ. Ανδρουλάκης: Τραυματίστηκε στο πόδι από θραύσματα οβίδας. Έκτοτε έμεινε ανάπηρος.
  3. Νικόλαος Γ. Φρουδάκης: Γνωστός ως «Τηλεφωνητής». Τραυματίστηκε στα πόδια από θραύσματα οβίδας.

Θα θρηνούσαμε περισσότερα θύματα, αλλά κατά τον κανονιοβολισμό, το χωριό είχε σχεδόν εκκενωθεί.

Αυτά τα τραγικά γεγονότα, τα έζησα ως έφηβος και αποτελούν για μένα μια μορφή ιστορική μνήμης. Σ’ όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα “περασμένα” ζούνε μέσα στα “τωρινά” και το “σήμερα” παίρνει μαθήματα από το “χθες”.

Έτσι έχομε: Βίωση – Επιβίωση – Αναβίωση.

Τέλος ας μην ξεχνάμε ότι:  Όλες οι φωτιές σκορπάνε φως. Μόνο η φωτιά του πολέμου σκορπά σκοτάδι…»ª.

………………………………

Για τον κανονιοβολισμό του χωριού του Θραψανού, ο τότε μαθητής της 5ης τάξης του Γυμνασίου Καστελλίου  Πεδιάδος Κωνσταντίνος Γ. Στρατάκης, έγραψε το παρακάτω τραγούδι:

Αδέλφια θυμηθείτε πως και το Θραψανό

υπέφερε πολλάκις υπό των Γερμανών.

Μήνας ήταν Σεπτέμβρης και ο ουρανός λαμπρός

εις όλα τα χωριά μας πλην από το Θραψανό.

Οι Γερμανοί εθέλαν να το εκδικηθούν

σε φλόγες να το ρίξουν να ευχαριστηθούν.

Γυρεύανε αιτία κι ας ήτανε μικρή

το Θραψανό να ρίξουν σε φοβερή σφαγή

το Θραψανό από την Κρήτη πρέπει για να σβηστεί.

Μικρά αιτία βρήκαν και πέτυχε ο σκοπός

που είχανε στο νου των για κείνο το χωριό.

Για ένα στρατιώτη που έφυγε απ’ το στρατό

στο Θραψανό επήγε κ’ είχε κακό σκοπό.

Ήτανε στρατιώτης στο πυροβολικό

στην πυροβολαρχία μια ώρα απ’ το χωριό.

Οι βάρβαροι θυμώσαν φρίξαν απ’το κακό

και σαμποτάζ ελέγαν να κάνουν στο χωριό.

Στις δέκα του Σεπτέμβρη, ημέρα Κυριακή

και για τους Θραψανιώτες ημέρα φοβερή.

Κατά το μεσημέρι ήλθαν εις το χωριό

οι βάρβαροι στο νου των έχουν κακό σκοπό.

Αμέσως μόλις μπήκαν μέσα εις το χωριό

βάναν τα πολυβόλα δαιμόνιο σωστό.

Σκοτώσαν το καμάρι το νέο του χωριού

Μανώλη Καπαρούνη άνθος του Θραψανού.

Μας είπαν πως το βράδυ θα κάψουν το χωριό

να φαίνονται οι φλόγες πάνω “που το βουνό.

Την Κυριακή το βράδυ, περίπου στις επτά

καθόμαστε κάμποσοι έξω στη γειτονιά.

Γυναίκες και παιδάκια είμαστε στο χωριό

οι άνδρες φοβισμένοι ήτανε στο βουνό.

Κοιτάζαμε στο μέρος που ήτανε οι εχθροί

μην τύχει και έλθουν πάλι κι αρχίσουν τη σφαγή.

Ξάφνου ‘κει που καθόμουν βλέπομε τρεις φωτιές

που βγάζουν τα κανόνια με δυνατές βροντές.

Στο διπλανό το σπίτι ετρέξαμε ευθύς

με όλους τους γειτόνους που είμαστε μαζί.

Στο σπίτι όταν ήμουν εκοίταζα να δω

το σπίτι να χαλάσει και εγώ να πλακωθώ.

Όμως εκεί που ήμουν δε έπαθε κακό.

Για μια στιγμή επάψαν οι δυνατές βροντές

και αμέσως ακουστήκαν σπαρακτικές φωνές.

 Ο Νίκος Γεωργίου Ανδρουλάκης: Τραυματίστηκε στο πόδι από θραύσμα οβίδας και έμεινε ανάπηρος, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944

Μητέρα μου ηκούσθη μια δυνατή φωνή

και τώρα από μητέρα ήμαστε ορφανοί.

Ήτανε μια γυναίκα που είχε σκοτωθεί

από τις μαύρες σφαίρες που ρίχναν οι εχθροί.

Αμέσως όσοι ήταν μέσα εις το χωριό

σηκώθηκαν και βγήκαν έξω στον ποταμό.

Να βλέπετε μανάδες που ‘χαν μωρά παιδιά

στην αγκαλιά τα βάναν και έτρεχαν γοργά.

Στο διπλανό χωρίο ετρέξαμε ευθύς

με όλους τους ανθρώπους που ήμαστε μαζί.

Πήγαμε στο Ζωφόρο όλοι απ’ το χωριό

είναι το πιο πλησίον χωριό στο Θραψανό.

Φιλότιμοι φανήκαν οι άνθρωποι αυτοί

που μας φιλοξενήσαν τη φοβερή στιγμή.

Ήτανε περασμένα σχεδόν δέκα λεπτά

που είχαν σταματήσει οι βάρβαροι φωτιά.

Και να εξαναρχίσαν οι άγριοι ξανά

στο Θραψανό φωνάζουν σκοπεύετε καλά.

Ήτανε νυχτωμένα δεν βλέπαν το χωριό

και προβολέα βάνουν πάνω στο Θραψανό.

Τον προβολέα βάνουν επάνω στο χωριό

μουγκρίζουν τα κανόνια σα να’ τανε θεριό.

Ομοβροντία βάνουν πάνω στο Θραψανό

ούτε ένα σπίτι λέγουν μη’φήσομε γερό.

Ως το πρωί εβάναν οι Γερμανοί φωτιά

της Κρήτης καταστρέψαν τα πιο πολλά χωριά.

Και την αυγή επάψαν οι άγριοι τη φωτιά

αφού εβαρεθήκαν πλέον τα μουγκρητά.

Με αγγελιοφόρο μας είπαν το πρωί

στις δέκα το χωριό μας πρέπει να εκκενωθεί.

Ετρέξαμε αμέσως όλοι εις το χωριό

να πάρομε τα ρούχα, λάδι, λίγο, καρπό.

Κλάματα ακουγόταν θρήνοι και μουγκρητά

νέοι, μικροί και γέροι, με μαύρη την καρδιά.

Οι Γερμανοί μουγκρίζουν, στέλνουν και μας μηνούν

το στρατιώτη θέλουν ειδάλλως θε να ’λθούν.

Παράταση μας δίδουν να παν να τόνε βρουν

πίσω να τον γυρίσουν θέλουν να τον ιδούν.

Πέρασαν τρεις ημέρες ώστε να τόνε βρουν

αν, όμως δεν γυρίζει, πως λέγει θα με δουν.

Κι έτσι εξεθυμώσαν οι άγριοι εχθροί

το ανδραγάθημά τους δεν το’καμε κανείς.

Θεέ μου μην αξιώσεις να δουν ό,τι ποθούν,

μον’ κάψε την καρδιά τους και να μας θυμηθούν.

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού