Τα μεσάνυχτα της Κυριακής στις 5 Ιουλίου 1943, άνδρες του συμμαχικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής με οδηγούς Κρήτες πατριώτες, «χτύπησαν» τα αεροδρόμια του νομού Ηρακλείου (Ηράκλειο, Καστέλλι και Τυμπάκι), σε μία επιχείρηση που ονομάστηκε Αλμπούμεν, (το ασπράδι του αυγού). Ήταν ένα παραπλανητικό χτύπημα των συμμάχων ενόψει της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία που έγινε πέντε ημέρες αργότερα, στις 10 Ιουλίου 1943.

Επικεφαλής της επιτυχημένης επιχείρησης για το αεροδρόμιο Καστελλίου ήταν ο Δανός Υπολοχαγός Άντερς Λάσσεν. Ο ίδιος σκοτώθηκε το 1945 στη βόρειο Ιταλία πολεμώντας τους Γερμανούς.

Η μητέρα του Λάσσεν Σουζάνα, μαζί με την κόρη της Βέντα, επισκέφτηκε την Κρήτη το 1947 καθώς και όλα τα μέρη όπου είχε πάει ο Άντερς, ως Βρετανός στρατιώτης, πολεμώντας τους Γερμανούς: Λέρο, Σύμη, Νίσυρο, Χάλκη, Σάμο και Κρήτη.

Στην κάτω πλευρά της φωτογραφίας αναγράφεται: Άντερς Λάσσεν, Ταγματάρχης Άγγλος εκ Δανίας. Αρχηγός σαμποτέρ κατά την πυρπόλησιν αεροδρομίου Καστελλίου τον Ιούλιον 1943
(Φωτογραφία από το βιβλίο ANTERS LASSEN, Somand e soldat V.C., M.C.)

Μίλησαν με ανθρώπους που είχαν πολεμήσει μαζί του ή που απλώς τον είχαν γνωρίσει, και με βάση αυτά που τους είπαν, καθώς και με τα στοιχεία που συνέλεξαν από τους Βρετανούς αξιωματικούς της μονάδας τους, (η S.Lassen) έγραψε το βιβλίο «Ναύτης και Στρατιώτης», που εκδόθηκε στην Δανία το 1949. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα του βιβλίου από την επιχείρηση στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου Πεδιάδος (που έγινε σαν σήμερα πριν από 79 χρόνια), σε μετάφραση Hanna Lassen:

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΛΙΟΥ ΠΕΔΙΑΔΟΣ ΤΗΝ 4Η  ΙΟΥΛΙΟΥ 1943

«Την άνοιξη του 1943 ο Άντερς και ο φίλος του υπολοχαγός Kenneth Lamonby βρίσκονταν στην Αίγυπτο σε άδεια μιας εβδομάδας. Την πέρασαν μαζί στο Πορτ Σάιντ κάνοντας ιστιοπλοΐα, ψαρεύοντας, κολυμπώντας και διασκεδάζοντας μαζί με Δανούς ναυτικούς που είχε γνωρίσει ο Άντερς στα καράβια. Ο Kenneth Lamonby, που τον φωνάζανε απλώς ´Ken, ήταν μοναχογιός. Μετά από τις διακοπές αυτές έγραψε στους γονείς του στο Cοlchester ότι μαζί με τον Άντερς είχαν περάσει κάτι υπέροχες διακοπές (a glorious leave).

Στα μέσα Ιουνίου ο ταγματάρχης David Sutherland απέπλευσε από την πόλη Mersa Matruk μαζί με 5 αξιωματικούς και 17 στρατιώτες. Ανάμεσα στους αξιωματικούς ήταν ο Άντερς Λάσσεν και ο Κεν Λάμονμπυ. Σκοπός του ταξιδιού  αυτού – για τον οποίο έμαθαν αφού έφτασαν στα ανοιχτά – ήταν να επιτεθούν σε μια από τις αεροπορικές βάσεις της Κρήτης. Θα έπρεπε, ως προετοιμασία της απόβασης στη Σικελία, να καταστρέψουν όσο το δυνατόν περισσότερα γερμανικά αεροπλάνα, και έτσι να μειωθούν οι επιδρομές των Γερμανών στις νηοπομπές στρατιωτικών μονάδων από τη Χάιφα και την Αλεξάνδρεια προς την Σικελία.

Ήταν η πρώτη επιχείρηση της ειδικής μονάδας ναυτικών επιχειρήσεων (S.B.S. = Special Boat Service) ως ανεξάρτητη στρατιωτική μονάδα. Ο ταγματάρχης David Sutherland, που ήταν επικεφαλής της μονάδας, αναφέρει ότι η συμβολή του ΄Αντερς Λάσσεν σε αυτήν την επιδρομή ήταν εξαιρετική, και οι μοναδικές ηγετικές του ικανότητες έλαμπαν μαζί με τη πολυμήχανη ευστροφία του. Ο Άντερς ήταν μόλις 22 χρονών.

Στις 22 Ιουνίου έφτασαν κοντά στο ακρωτήρι «Κόκκινη  Οξυά» στη νότια ακτή της Κρήτης και ξεκίνησαν αμέσως μια δίωρη ανάβαση μέσα από ένα βραχώδες ρέμα. Όταν οι Άγγλοι εκκένωσαν την Κρήτη το 1941, μερικοί σύνδεσμοι – Βρετανών αξιωματικών παρέμειναν στο νησί. Μιλούσαν ελληνικά και μοιράζονταν την ίδια σκληρή ζωή με τους ντόπιους. Εκτίθεντο στην παγωνιά των ψηλών βουνών και τη ζέστη των κοιλάδων και περνούσαν μεγάλα διαστήματα με ελάχιστη τροφή.

Την περίοδο εκείνη στην Κρήτη, υπήρχε ένας Γερμανός ή Ιταλός για κάθε τέσσερις Κρητικούς και ανάμεσα στους Κρητικούς υπήρχαν και προδότες αν και πολύ λίγοι – και επομένως οι σύνδεσμοι – Βρετανοί αξιωματικοί δεν μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι.

Έπρεπε να έχουν ατσάλινα νεύρα και καρδιές που δεν χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Είχαν στενή επαφή με τους σκληρούς, απείθαρχους αντάρτες των βουνών, που ο ηγέτης τους, ο Εμμανουήλ Μπαντουβάς, ήταν από τους πρώτους που τους προσέφερε την υποστήριξή του. Ο συνταγματάρχης Paddy Lee Fermor, μαζί με τους αντάρτες, είχε στήσει μια οργάνωση πληροφοριών που λειτουργούσε αλάνθαστα σε ολόκληρη την Κρήτη.

Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, σαμποτέρ του αεροδρομίου  Καστελλίου στις 5 Ιουλίου 1943. Η  αφιέρωση της φωτογραφίας γράφει: “Στον αγαπητό πατριώτη κ. Καλοχριστιανάκην ως ενθύμιο από κάποιο παιδί της ματωμένης Κρήτης  Κίμων, 8 – 4 – 43
Ο Λοχίας Νίκολσον που μαζί με τον Κίμωνα Ζωγραφάκη και τον δεκανέα Γκρέιβς μπήκαν στο αεροδρόμιο Καστελλίου από τα ανατολικά, τη βραδιά του σαμποτάζ. Φωτογραφία στο φαράγγι Τρυπητής-Αγίου Σάββα στις 10 Ιουλίου 1943 το μεσημέρι, πριν αναχωρήσει μαζί με τους υπόλοιπους σαμποτέρ για τη Μέση Ανατολή.

Την επόμενη μέρα ο Sutherland χώρισε τους άντρες σε δυο ομάδες και έστειλε τον Άντερς μ΄ έναν λοχία, δυο δεκανείς, δυο ραδιοτηλεγραφιστές και έναν Έλληνα διερμηνέα. Στόχος ήταν το καλά οχυρωμένο αεροδρόμιο του Καστελλίου Πεδιάδας, νότια του Ηρακλείου. Είχαν μαζί τους τροφή για δυο εβδομάδες (νιφάδες βρώμης, ζάχαρη, σταφίδες, τσάι και μια κονσέρβα κρέατος). Οδηγός τους ήταν ο Γρηγόρης Χναράκης, ένας από τους άντρες του Paddy Lee Fermor.

Στην Κρήτη, η δύναμη και η αντοχή είναι μεγάλες αρετές. Ένας Κρητικός δεν κουράζεται ποτέ, λένε, ενώ ένας από τους μυθικούς τους ήρωες, ο «Μίνως ο Κρητικόςª, λέγεται ότι κουβάλησε ένα βόδι 4 χρόνων στο γύρω της Ολυμπιάδας και ύστερα το έφαγε όλο σε μια μέρα. Ο Γρηγόρης εξέφρασε τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό για τη σβελτάδα και το θάρρος του Άντερς. Ο υπολοχαγός Λάσσεν είχε «μακριά» πόδια και ήταν θαρραλέος· του είχε πει:

«Γρηγόρη, Θα πάμε στο αεροδρόμιο, και είμαι βέβαιος ότι θα βγούμε πάλι από κει». Ο ίδιος ο Γρηγόρης ήταν πολύ δυνατός και ήταν και πολύ αγαπητός στους Άγγλους γιατί πάντα γελούσε. Γελούσε όταν ήταν χαρούμενος, και όταν κινδύνευε γελούσε ακόμα περισσότερο, και η χειραψία του ήταν τόσο σφιχτή που σε πονούσε.

Ήταν Ιούνιος μήνας, και τον Ιούνιο τα ψηλά βουνά της Κρήτης καλύπτονται από χαμηλά ανθισμένα φυτά και κάτω οι ζεστές κοιλάδες μοσχοβολάνε από φράουλες και θυμάρι. Η οροσειρά που έπρεπε να περάσουν ήταν δύσβατη και μόνο με τα πόδια μπορούσες να την περάσεις και κατά προτίμηση χωρίς εξάρτυση. Πέρασαν όμως με το βαρύ φορτίο τους και έφτασαν σε κάτι χαμηλούς λόφους, όπου ένας άλλος άντρας του οργανισμού, ο Βασίλης Κωνιός, τους έκρυψε και τους έφερνε τροφή· αγγούρια, βραστά αυγά, ψωμί από καλαμπόκι και κρασί.

Και σ΄αυτόν είχε κάνει εντύπωση η αντοχή του Άντερς, και έλεγε ότι ο Άντερς ήταν πιο γρήγορος από έναν Κρητικό και τον συνέκρινε μ’ έναν από τους άλλους μυθικούς ήρωες, τον δρομέα «Τάλω» για τον οποίο έλεγαν ότι μπορούσε να κάνει το γύρω της Κρήτης τρέχοντας, τρεις φορές σε τρεις ώρες. Τη νύχτα, ο Βασίλης τους πήγε στο επόμενο σημείο, και έτσι λοιπόν πήγαιναν κρυμμένοι στο σκοτάδι από χέρι σε χέρι σε μια χώρα που έσφυζε από εχθρούς.

Στο χωριό Πουλιές θα έμειναν στο  Χαρίτωνα Καρφόπουλο, που το όνομά του αμέσως μεταβλήθηκε σε Harris – ήταν ένας νέος, λεπτός άντρας με μαύρα μάτια και κάτασπρα δόντια που κι αυτός δούλευε για την οργάνωση. Ο Χάρης διηγείται:

ì΄Ηταν οι μέρες της φοβερής κατοχής με τις μεγάλες θυσίες για την λευτεριά. Τότε είχα την τύχη να γνωρίσω τον Άντυ (Άντερς). Ήταν μια νύχτα με φεγγάρι τον Ιούνιο του 1943 σ΄ένα απόμερο σημείο έξω από το χωριό μου. Ήταν επικεφαλής μιας ομάδας κομάντος που είχαν αναλάβει μια σοβαρή και άκρως επικίνδυνη εκστρατεία. Εγώ θα έκανα τον διερμηνέα με τα λίγα αγγλικά που γνώριζα και θα τους έδειχνα το δρόμο. Φρόντισα για το φαγητό και τον ύπνο τους· ήταν 10 μέρες πριν γίνει το σαμποτάζ.

Ο Άντυ μου έλεγε ότι ήταν Δανός και ότι κι αυτός πολεμούσε για την ελευθερία της χώρας του όπως και οι Έλληνες. ΄Ηταν πολύ επικίνδυνη η παραμονή τους στο χωριό, γιατί περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή τους Γερμανούς, και έτσι τους πήγα στα αμπέλια στην κοιλάδα όπου θα κρύβονταν και θα κοιμόντουσαν.

Από το σπίτι μου ψηλά στο βουνό έβλεπα τους αμπελώνες. Μόλις έφυγαν, έφτασαν οι Γερμανοί, αλλά το χωριό ήταν σα μια φωνή, (ακόμα χαμογελάει η ηλικιωμένη μητέρα του Χάρη, όταν θυμάται ότι κι αυτή είχε τολμήσει να κοιτάξει τους Γερμανούς στα μάτια αρνούμενη ότι γνώριζε οτιδήποτε για παρουσία Άγγλων στρατιωτικών εκεί κοντά, παρόλο που μόλις είχαν φάει και χορτάσει καθισμένοι γύρω από το τραπέζι της).

Κατέβηκα στους αμπελώνες και ξύπνησα τον Άντυ και του είπα ότι έφτασαν οι Γερμανοί και ψάχνουν παντού, γιατί είχαν την υποψία ότι υπήρχαν Άγγλοι εκεί κοντά. Του έφερα ρούχα που τα φόρεσε. Τα παντελόνια του ήταν πολύ κοντά, αλλά τώρα θα μπορούσε να σηκωθεί ανάμεσα στα αμπέλια, κάνοντας πως δουλεύει και συγχρόνως εξετάζοντας τον γύρω χώρο. Οι άλλοι θα έπρεπε να παραμείνουν ξαπλωμένοι χωρίς να κουνηθούν καθόλου. Τη νύχτα συνέχισαν την πορεία τους κι εγώ πήγα μαζί τους».

Ο Μανόλης Κριτσωτάκης από το χωριό Μουχτάρω. Οδηγός των Λάσσεν και  Τζόουνς τη βραδιά του σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου. Πιάστηκε από τους  Γερμανούς και εκτελέστηκε μαζί με άλλους 18 πατριώτες στη θέση  «Ξηροπόταμος»  Ηρακλείου, στις 6 Ιουλίου 1943

Η πορεία ήταν μεγάλη και πολύ κουραστική, και κοντά στο επόμενο μέρος διαμονής δεν υπήρχαν κρυψώνες, και έτσι αναγκάστηκαν να μπουν σ΄ ένα σπίτι του χωριού. Στο σπίτι ζούσε μια οικογένεια, ο πατέρας, η μητέρα και δυο κόρες.

Οι τελευταίες χαρακτηρίστηκαν από τον λοχία Nicholson ως «εκπληκτικές». Τα κρεβάτια ήταν πέτρινα, καλυμμένα με κλαδιά και κουβέρτες. Στις 12 το μεσημέρι ενώ κοιμόντουσαν βαθειά ήρθαν οι Γερμανοί. Ο Έλληνας τους ξύπνησε και αμέσως τους έκρυψε μέσα σε μια ντουλάπα. Παρά λίγο να πάθουν ασφυξία. Οι Γερμανοί όμως πέρασαν το σπίτι, και τρία τέταρτα της ώρας αργότερα βγήκαν από την ντουλάπα και επέστρεψαν στα κρεβάτια τους για να συνεχίσουν τον ύπνο τους.

Μέχρι τώρα τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με φαγητά των χωρικών. Οι φτωχοί, φιλόξενοι άνθρωποι τους έδιναν με χαρά από τα καλύτερα τρόφιμά τους. Είχαν όμως μείνει από τσιγάρα, και έτσι έδωσαν στον Χάρη τα ελληνικά τους χρήματα που τους είχαν δώσει στο καράβι και του ζήτησαν να τους αγοράσει τσιγάρα από το χωριό. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε με μια σακούλα γεμάτη τσιγάρα αλλά και τα χρήματά τους. Τα τσιγάρα ήταν δώρο των χωρικών.

Το ίδιο βράδυ επέστρεψαν οι Γερμανοί και έβγαλαν μια οικογένεια από το σπίτι της για να μείνουν οι ίδιοι. Το χωριό βρισκόταν σε ένα μέρος που έμοιαζε με χαράδρα, και όταν έπρεπε να φύγουν ήταν αναγκασμένοι να περάσουν μπροστά από το σπίτι που κοιμόντουσαν οι Γερμανοί. Περίμεναν ως τα μεσάνυχτα και πέρασαν μες στη σιγή της νύχτας ακριβώς μπροστά από το σπίτι. Τα σκυλιά που συχνά ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους γαυγίζοντας με το παραμικρό, εδώ περιέργως δεν ακούστηκαν καθόλου.

Όταν είχαν φτάσει 10 μίλια περίπου έξω από το Αεροδρόμιο, προχώρησε ο Άντερς μόνος του σε ένα χωριό πολύ κοντά στο αεροδρόμιο, και έμεινε εκεί μερικές νύχτες για να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από τους κατοίκους.

Έμαθε πάρα πολλά και όταν επέστρεψε μπορούσε να εξηγήσει στους άντρες του που βρίσκονταν τα αεροπλάνα, τα υπόστεγα των αεροπλάνων και οι δεξαμενές βενζίνης, που βρίσκονταν τα στρατιωτικά παραπήγματα κλπ. Είχε δει ένα σωρό αεροπλάνα τύπου Stuka, 5 Junkers 88, μερικά μαχητικά και λίγα παλιά αεροπλάνα αναγνώρισης. Οι ντόπιοι Έλληνες είπαν ότι ήταν αδύνατο να επιτεθεί κανείς στα Στούκα, γιατί το κάθε αεροπλάνο φυλάγονταν από 3 στρατιώτες που κοιμόντουσαν εναλλάξ, με τις σκηνές τους να βρίσκονται δίπλα στα αεροπλάνα.

Είπαν επίσης, ότι είχαν τοποθετήσει φύλακες κατά μήκος της πίστας προσγείωσης. Ο Άντερς πίστευε ότι οι Έλληνες υπερέβαλαν, όμως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσαν να διασχίσουν τις πίστες προσγείωσης και έτσι χώρισε την ομάδα σε δυο. Ο λοχίας Νίκολσον θα διεύθυνε την επίθεση από τα ανατολικά, ενώ ο Άντερς μαζί με τον δεκανέα Jones από τα δυτικά θα επιχειρούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του εχθρού. Ο Άντερς θεωρούσε απλώς ότι ήταν μια προσπάθεια να αποσπάσουν την προσοχή (του εχθρού), άλλα άλλοι λένε ότι πιο πολύ έμοιαζε με πλήρη μάχη σε εξέλιξη.

Στο τελευταίο κομμάτι ο Άντερς είχε ως οδηγό τον Έλληνα Γιώργο Νιργιανό από ένα χωριό κοντά στο αεροδρόμιο. Αυτός τους πήγε σε μια σπηλιά μισή ώρα από το αεροδρόμιο με μια είσοδο τόσο στενή που μόλις χωρούσε να μπει άνθρωπος, αλλά ο Νιργιανός είπε ότι ο υπολοχαγός Λάσσεν αισθανόταν σα να έμενε σε παλάτι, επειδή εκεί ήταν ασφαλής. Ο κύριος δρόμος περνούσε ακριβώς από πάνω από την είσοδο της σπηλιάς και οι Γερμανοί πηγαινοέρχονταν συνέχεια από το δρόμο αυτό. Ο Άντερς έμεινε εκεί δυο μέρες και οι κάτοικοι του χωριού του έφερναν φαγητό μέσα στη βαθειά σπηλιά.

Ο Νιργιανός λέει: “Φωνάξαμε τον υπολοχαγό Λάσσεν με το μυστικό του όνομα Σπύρος. Ήταν ψηλός, αδύνατος και πολύ ευκίνητος και έμοιαζε με ιππότη. Δούλευε σαν μηχανή και ήταν τόσο απασχολημένος που δεν συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο, καθώς το να επιχειρήσει κανείς να μπει στο αεροδρόμιο, ήταν σαν να έμπαινε μέσα σε φωτιά”.

Με το φως της μέρας ο Άντερς φόρεσε τα πολιτικά του ρούχα και πήγε κατευθείαν στο αεροδρόμιο για να το κοιτάξει πιο καλά. Περπάτησε δυο φορές πάνω-κάτω έξω από το συρματόπλεγμα. Όταν επέστρεψε σκαρίφησε έναν χάρτη και έδειξε στον Jones τι έπρεπε να κάνουν.

Ο Δανός υπολοχαγός Άντερς Λάσσεν το μεσημέρι της 10ης  Ιουλίου 1943  ξεκουράζεται στο φαράγγι Τρυπητής- Αγίου Σάββα πριν την αναχώρηση με τους  συντρόφους του για τη Μέση Ανατολή.  Στη φωτογραφία διακρίνεται να περιποιείται  το δεξί του πόδι το οποίο τραυμάτισε στην επιχείρηση σαμποτάζ του αεροδρομίου  Καστελλίου.   (Φωτογραφία από το βιβλίο ANTERS LASSEN, Somand e soldat  V.C., M.C.)

Το επόμενο βράδυ, στις 4 Ιουλίου, πήγε πάλι στο αεροδρόμιο και μετά από λίγο έστειλε πίσω τον Έλληνα να φέρει τον Jones και τις βόμβες. Την τελευταία ώρα πριν την επίθεση κρύβονταν σε ένα αγρόκτημα δίπλα στο αεροδρόμιο. Δεν υπήρχε κάλυψη και το μέρος έσφυζε από Γερμανούς. Ο Νιργιανός είπε ότι ούτε στη γάτα του δεν θα άξιζε τέτοια ζωή.

Με το Νίκολσον είχαν συμφωνήσει να αρχίσουν την επίθεση την ίδια στιγμή, ο καθένας απ΄ τη μεριά του, και το βράδυ στις 11.30 έκοψαν συγχρόνως το συρματόπλεγμα και μπήκαν στο αεροδρόμιο. Ο Νιργιανός περίμενε έξω από το αγρόκτημα. Λέει ότι ένας Ιταλός σκοπός επιτέθηκε στον Άντερς, αλλά ό Άντερς τον έπιασε με το ένα χέρι και του έκοψε το λαιμό με το μαχαίρι του. Μετά προχώρησαν προς κάτι υπόστεγα αεροπλάνων. Περίπου 70 μέτρα μακριά, κάτι Ιταλοί είχαν ανάψει φωτιά και λέγανε τραγούδια.

Στο πρώτο υπόστεγο βρισκόταν σκοπός ένας Γερμανός. Ο Άντερς έκρινε ότι μέσα στο σκοτάδι θα μπορούσε να μπλοφάρει. Όταν του φώναξε ο σκοπός ο Άντερς απάντησε στα γερμανικά και πέρασε. Το ίδιο έκανε με τους δυο επόμενους σκοπούς. Ο τέταρτος σκοπός, όμως, δε ξεγελάστηκε και σήκωσε το τουφέκι του, αλλά πρόλαβε να τον πυροβολήσει ο Άντερς και μάλιστα χωρίς να βγάλει το χέρι από τη τσέπη του. Τώρα σήμανε συναγερμός, και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο από το να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ενώ οι Γερμανοί φώναζαν και έριχναν φωτοβολίδες.

Ο Νιργιανός που περίμενε στην άλλη μεριά του συρματοπλέγματος είπε ότι ήταν τόσο πολύ το φως που θα μπορούσε κανείς να βλέπει μια βελόνα στο έδαφος, και οι Γερμανοί ήταν πολύ αναστατωμένοι και έτρεχαν πέρα δώθε σαν μυρμήγκια. Ο Άντερς και ο Jones κατάφεραν να βγουν σώοι και παρέμειναν ακίνητοι περιμένοντας πάλι να ηρεμήσει το αεροδρόμιο. Μισή ώρα αργότερα μπήκαν πάλι μέσα από την τρύπα στο συρματόπλεγμα. Ο Άντερς πίστευε ότι είχε βρει ένα μέρος όπου όλα φαίνονταν ήρεμα.

Την ώρα που έμπαινε κάτω από ένα υπόστεγο αεροπλάνου, του φώναξε ένας σκοπός. Κατέβηκε γρήγορα και ο σκοπός πυροβόλησε προς το μέρος του και αμέσως αρκετοί άλλοι σκοποί άρχισαν να πυροβολούν, αλλά μαζί με τον Jones κατάφεραν να ξεφύγουν και έτρεξαν προς μια άλλη μεριά του αεροδρομίου όπου, σύμφωνα με την έκθεση πορείας ο Άντερς θεωρούσε ότι πάλι φαίνονταν όλα ήρεμα, αλλά τώρα οι σκοποί είχαν αναστατωθεί τόσο πολύ, που πυροβολούσαν ό,τι σάλευε και σύντομα είδαν τον Άντερς και αυτήν την φορά τους κυνήγησαν αυτόν και τον Jones, οι οποίοι άρχισαν και πάλι να τρέχουν για να σωθούν.

Στο σκοτάδι όμως δεν βρήκαν την τρύπα στο συρματόπλεγμα και πέρασαν τα σύρματα όπως όπως. Απέξω έπεσαν κατευθείαν σ’ένα αντιαεροπορικό πυροβολικό όπου οι Γερμανοί ήταν απασχολημένοι με το να το επανδρώσουν. Ο σκοπός ρώτησε τι γινόταν και ο Άντερς απάντησε στα γερμανικά ότι υπήρχαν κάτι Άγγλοι στρατιωτικοί μέσα στο αεροδρόμιο και να γυρίσουν το πολυβόλο προς τα εκεί για να τους πυροβολήσουν, και ενώ οι Γερμανοί γύριζαν το πολυβόλο κατάφεραν να το σκάσουν.

Πίστευε όμως ότι δεν επαρκούσε αυτό που είχε κάνει. Ήξερε ότι όσο πιο πολλή αναστάτωση δημιουργούσε στο δικό του μέρος του αεροδρομίου, τόσο πιο απαρατήρητα θα μπορούσε να δουλέψει ο Νίκολσον τοποθετώντας τα εκρηκτικά, και με κάθε αεροπλάνο που θα καταστρέφονταν πολλαπλασιάζονταν οι πιθανότητες οι νηοπομπές με τους πολλούς χιλιάδες στρατιώτες να φτάσουν με ασφάλεια στο στόχο τους. Ύστερα, λοιπόν, από κάποια ώρα, επιχείρησαν και πάλι να μπουν στο αεροδρόμιο.

Ο Λοχίας Νίκολσον που μαζί με τον Κίμωνα Ζωγραφάκη και τον δεκανέα Γκρέιβς  μπήκαν στο αεροδρόμιο Καστελλίου από τα ανατολικά, τη  βραδιά του σαμποτάζ. Φωτογραφία στο φαράγγι Τρυπητής-Αγίου Σάββα στις 10 Ιουλίου 1943 το  μεσημέρι,  πριν αναχωρήσει μαζί με τους υπόλοιπους σαμποτέρ για τη Μέση Ανατολή.   (Φωτογραφία από το βιβλίο ANTERS LASSEN, Somand e soldat  V.C., M.C.)

Οι Γερμανοί τώρα είχαν συγκεντρώσει τους στρατιώτες προς το μέρος τους και μόλις ο Άντερς πλησίασε ένα υπόστεγο αεροπλάνων του φώναξε ο σκοπός. Έκανε στροφή επί τόπου αλλά έπεσε πάνω σε βάση πολυβόλων και τώρα τον πυροβολούσαν απ΄όλες τις μεριές. Εκτοξεύτηκαν φωτοβολίδες και σχεδόν περικυκλώθηκε από Γερμανούς αλλά κατάφερε να ξεφύγει, πρόλαβε όμως να τοποθετήσει εκρηκτικά ωρολογιακής βόμβας σε ερπυστριοφόρο μηχάνημα, αλλά αυτήν τη φορά έχασε τα ίχνη του Jones.

Ενώ γινόντουσαν όλα αυτά ο Νίκολσον με τον Greaves δούλευαν αδιάκοπα στην αντίθετη πλευρά. Η μια ωρολογιακή βόμβα μετά την άλλη τοποθετήθηκαν στα αφύλακτα αεροπλάνα, υπόστεγα και δεξαμενές βενζίνης. Όταν φωτίστηκε ο χώρος από τις φωτοβολίδες πέσανε κάτω αλλά είχαν ακόμα ωρολογιακές βόμβες πάνω τους που σε λίγο θα εκρήγνυντο και έτσι δεν ήθελαν να μείνουν ξαπλωμένοι για πολλή ώρα.

Οι πυκνοί πυροβολισμοί και οι φωτοβολίδες που έπεφταν από το μέρος του αεροδρομίου που βρισκόταν ο Άντερς έδιναν λίγες ελπίδες στον Νίκολσον και τον Greaves να πιστεύουν ότι θα γλίτωναν οι άλλοι δυο, αλλά συνέχισαν να τοποθετούν εκρηκτικά, και μετά έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν διότι ανά πάσα στιγμή θα άναβαν τα εκρηκτικά. Μόλις βγήκαν από το συρματόπλεγμα ακούστηκε η πρώτη έκρηξη και μετά ακολούθησαν και άλλες.

Τρέχοντας και ανεβαίνοντας την απότομη βουνοπλαγιά πολλές φορές έπεσαν πάνω τους οι προβολείς από το αεροδρόμιο και κάθε φορά έμεναν ακίνητοι ώσπου να φύγει το φως…»ª.

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης  είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος