Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη την 1η Ιουνίου 1941, στον κάμπο του Καστελλίου βρήκαν ένα αεροδρόμιο υπό κατασκευή. Το αεροδρόμιο είχαν ξεκινήσει οι Βρετανοί τον Ιανουάριο του 1941, έχοντας σκοπό και στόχο την άμυνα του νησιού από επικείμενη γερμανική εισβολή. Τις ημέρες της Μάχης της Κρήτης, οι σύμμαχοι έσκαψαν το διάδρομο και φύτεψαν μεγάλους κορμούς δέντρων για να ακυρώσουν το έργο. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, εκτιμώντας τη θέση του αεροδρομίου, ξεκίνησαν με καταναγκαστική εργασία να το κατασκευάζουν.
Από την Αθήνα μετέφεραν την εταιρεία με τους μηχανικούς και όλα τα μέσα που διέθετε με την επωνυμία «Δεληβοριάς – Τριποδάκης», για τεχνική υποστήριξη. Από την γύρω περιοχή βρήκαν και πήραν με τη βία στο έργο όλους τους μηχανικούς και εργολάβους. Ένας από τους εργολάβους που δούλευε στο έργο κατασκευής του αεροδρομίου Καστελλίου, ήταν ο Δημήτρης Λασιθιωτάκης ή Ελιώτης (η καταγωγή του ήταν από το χωριό Ελιά), κάτοικος Αρκαλοχωρίου.
Ένας άλλος γνωστός μηχανικός που είχε επιταχθεί κι αυτός για τα έργα ήταν ο Ελευθέριος Νιταδώρος. Τη γενική επίβλεψη του έργου είχε αναλάβει ο Γερμανός Ταγματάρχης Χελλάου. Ο Χελλάου επέλεξε την περιοχή «Κάτω Ρίζα» βόρεια και έξω από το Καστέλλι, κατασκευάζοντας το κτήριο της διαμονής του. Ένα πέτρινο κτήριο μοναδικής αρχιτεκτονικής με καμάρες, το οποίο διασώζεται ακόμη και σήμερα. Οι Καστελλιανοί του έχουν δώσει την ονομασία Μέγαρο Χελλάου και βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Δημοτικό Γήπεδο Καστελλίου.
Στις 4 με 5 Ιουλίου 1943 οργανώθηκε από το Συμμαχικό Στρατηγείο σαμποτάζ στο αεροδρόμια Καστελλίου. Επικεφαλές των δολιοφθορέων ήταν ο Δανός Ταγματάρχης Λάσσεν. Ο Λάσσεν ήρθε σε συνεννόηση με τον Δημήτρη Λασιθιωτάκη ή Ελιώτη, (ο Ελιώτης υπηρετούσε μυστικά την Εθνική Αντίσταση), ζητώντας του τα σχέδια του αεροδρομίου Καστελλίου. Τα σχέδια φυλάσσονταν στο Μέγαρο Χελλάου.
Τον Απρίλιο του 1982, σε συνέντευξή του στο περιοδικό ΚΡΗΤΗ, τεύχος 101, ο Δημήτρης Λασιθιωτάκης ή Ελιώτης αφηγείται πως έκλεψε από τον Χελλάου τα σχέδια του αεροδρομίου και τα έδωσε στον Ταγματάρχη Λάσσεν για την επιτυχία του σαμποτάζ.
Το 2015, ο Γεώργιος Νταναλάκης εξέδωσε ένα βιβλίο με τον τίτλο: «Ο Ελιώτης, Δημήτριος Λασιθιωτάκης, ένας αντάρτης του 1941 στο Αρκαλοχώρι». Στις σελίδες 55-58 περιγράφει την κλοπή των σχεδίων του αεροδρομίου Καστελλίου από το αυτοκίνητο του Χελλάου και την παράδοσή τους στον Ταγματάρχη Λάσσεν, ως εξής
Αποστολή «Κλοπή φακέλου αεροδρομίου Καστελλίου»
Ο Δημήτρης Ελιώτης αφηγείται πως επραγματοποίησε την κλοπή του πλήρους φακέλου του αεροδρομίου Καστελλίου καθώς είχε διαταχθεί.
«Ο Άγγλος αξιωματικός Λάσσεν, μου ανέθεσε την αποστολή, στις Κάτω Πουλιές, στο αμπέλι του Γ. Ασλάνη. Ο Εγγλέζος λοιπόν μου λέει: Να πας στη βίλα του διοικητή Χελλάου. Εκεί ήταν η Μαρία (μυημένη στην οργάνωση). Στις 7 το πρωί πήγα. Με περίμενε. Είχε δέσει το μεγάλο σκύλο. Σιμώνω και λέω:
-Καλημέρα, και πιάνω τη μύτη μου. Ήταν το σύνθημα.
-Καλημέρα, σε περίμενα. Έλα να δεις το τζιπ.
Πήγαμε. Είχε κόψει τις 2 πλευρές τη ζελατίνα του αμαξιού. Με κατατόπισε για την πορεία. Μούπε, έχεις έμπιστο άνθρωπο να του δώσεις το φάκελο; Έχω. Ξαναγυρίσαμε μέσα.
-Νάσαι προσεκτικός, το τέρας κοιμάται ακόμη.
Σε λίγο σηκώθηκε ο Διοικητής και μου είπε.
-Τι γυρεύεις εδώ;
-Ήρθα να υπογράψετε ένα φάκελο, γιατί θα με τιμωρήσουν. Το πίστεψε. Εγώ σκόπιμα δεν τούδωσα να υπογράψει πριν. Μούπε. Πάρτονε και στο γραφείο θα υπογράψω. Μετά τον καφέ μπήκαμε στο τζιπ. Η Μαρία είχε μεθύσει σκόπιμα τον οδηγό, που ήταν ανιψιός του διοικητή. Ο Διοικητής τον μάλωσε, γιατί κοιμόταν. Πήγαμε στο Καστέλλι. Σταματάμε. Το φρουραρχείο 300 μέτρα.
Βγαίνομε έξω. Πηγαίνει προς το φρουραρχείο. Κάνω σήμα στο γιο μου το Γιώργη που ήξερε και περίμενε. Ο οδηγός είχε γείρει στο κάθισμα. Πλησιάζω στο τζιπ. Παίρνω το φάκελο (50 με 20 πόντους), αφού έκοψα τη κλωστή. Τον δίνω στο Γιώργη, τον παίρνει και φεύγει. Τον φάκελο τον είχε κάτω από το χαλί του καθίσματος. Εγώ έτρεξα αμέσως και τον πρόλαβα για να μην υποψιαστεί. Τούπιασα και το χέρι.
Μπήκαμε μαζί στο Φρουραρχείο, με χτύπησε στον ώμο και μ’έβαλε πιο μπροστά να κάτσω. Αφού υπόγραψε μου λέει: Πάμε. Γυρίσαμε πίσω, μπαίνει μέσα, βλέπει το χαλάκι πεταμένο.
Κοιτάζει πέρα δώθε και μου λέει, πήρανε το φάκελο. Ο οδηγός είχε γείρει στο κάθισμα. Τον κτυπά. Βλέπει την Παπαδιά απέναντι και της λέει:
-Ποιος σίμωσε εδώ;
Λέει μόνο παιδιά του Γυμνασίου. Μπαίνουμε στο τζιπ, πάμε στο διοικητήριο και μου λέει:
-Φύγε, πήγαινε στη δουλειά σου.
Ο Νιταδώρος που ήταν γραμματέας μου λέει:
-Ο Χελλάου πήρε ένα λόχο στρατού και πήγε στο Γυμνάσιο, έβγαλε τα παιδιά έξω και κάνει έλεγχο. Κάθε στρατιώτης έπαιρνε ένα παιδί που ήταν από ξένο χωριό και ερευνούσε την κάμερά του. Στο Μανόλη, το γιο του παπά Στιβακτάκη από την Αλιτζανή, βρήκε ένα κουτί με 162 βίδες από αεροπλάνο και τον αρχινά στο ξύλο. Ήρθε στο Γυμνάσιο και τον παρέδωσε στην αστυνομία μαζί με τον συγκάτοικό του. Έφαγαν ξύλο. Το άλλο πρωί ήρθε ο παπά Γιώργης και μου λέει:
-Το γιο μου θα εκτελέσουν αύριο, γιατί έκλεψε λέει, το φάκελο από τ’αμάξι του Διοικητή.
Εν τω μεταξύ οι Εγγλέζοι μούχαν πει να φιλέψω τον λοχία του Φρούραρχου. Να του δίνω λεφτά. Να πίνωμε κρασί. Ο λοχίας όταν ερχόμαστε στα κέφια, μου’λεγε ότι θες εγώ είμαι εδώ. Θυμήθηκα. Περάσαμε από το μαγειρείο. Ο παπάς δεν ήθελε να μπει μέσα. Φάγαμε λαγό, ήπιαμε κρασί, βγάζω τρία πεντοχιλιάρικα, του τα βάζω στην τσέπη και του λέω;
Σας αγαπώ γιατί είσαστε σπουδαίοι, αλλά κάνετε και λάθη.
-Τι κάναμε;
-Να, βάλανε πως κλέψανε του Χελλάου το φάκελο τα παιδιά του Γυμνασίου.
-Ε, ποια πουτάνα τον έκλεψε και βάζουνε τα παιδιά, που τα έχουνε τώρα, μου λέει.
Λέω στο Φρουραρχείο.
-Πάμε να τα πάρομε, απαντά.
Πάει στο κρατητήριο της χωροφυλακής, τα βγάζει έξω και μας τα φέρνει.
Λέει. Παπά, έλα να υπογράψεις ένα σημείωμα να τα πάρεις να φύγεις. Ύστερα πάμε στο Φρουραρχείο. Υπογράφει. Φωνάζει δυνατά. Πάρε τα να φύγεις και όταν σε ειδοποιήσουμε να τα φέρεις. Ο παπάς έτρεμε, δεν μπορούσε να υπογράψει. Υπόγραψα εγώ. Αυτός έβαλε μια γραμμή. Μούπε ο λοχίας μυστικά.
-Να πάρει τα παιδιά να φύγει και να μη ξανάρθει.
Έτρεξα και το’πα του παπά. Το βράδυ, γύρισα στ’Αρκαλοχώρι. Πήγα στο κρησφύγετο του Ασλάνη στις Πουλιές.. Ο γέρος φωνάζει τον Λάσσεν. Ώστε να δει το φάκελο με αγκαλιάζει. Μου εξήγησε τα σημεία. Μούπε:
-Φύγε και θα σε ειδοποιήσω πότε θα εγκαταλείψεις το αεροδρόμιο.
Την επομένη πήγα με τους εργάτες καις σε λίγο με σταμάτησαν. Ο Υποδιοικητής Μπεν Χόφερ, Υπολοχαγός με βάζει στ’αμάξι και με φέρνει στο γραφείο. Λέει του Λευτέρη του Νιταδώρου:
-Να μη βγει έξω γιατί θα τον συλλάβουμε.
Μ’έφεραν στη Γκεστάπο. Ο Διοικητής είχε βγάλει το πιστόλι και με απειλούσε να του πω πώς πήρανε το φάκελο. Ο Μπενχόφερ μπήκε, άρπαξε το πιστόλι, το πέταξε πέρα και λέει:
-Γιατί τον πήρες, είναι ο μοναδικός εργολάβος του αεροδρομίου. Με παίρνει και με πάει στο γραφείο. Μου λέει:
-Κάνε τη δουλειά σου κι όταν το βράδυ είναι να φύγεις με ειδοποιείς.
Το βράδυ μου λέει:
-Αύριο να’σαι στη θέση σου, μη φοβάσαι.
Όμως στις 11 μου’φερε κάποιο σημείωμα ο δικός μας.
-Να εγκαταλείψεις το αεροδρόμιο, διότι προδόθηκες.
Αμέσως έφυγα για το λημέρι. Πήρα τσι 2 μεγάλους γιους μου μαζί, και τους άλλους 2 πήρε η Οργάνωση στο Ηράκλειο. Το μεθεπόμενο βράδυ κατέβηκα στο σπίτι επειδή η γυναίκα είχε μείνει μόνη της.
Οι Γερμανοί παρακολουθούσαν. Είχαν συλλάβει τη γυναίκα μου και περίμεναν μήπως εμφανιστώ κι εγώ. Εγώ είχα κατορθώσει να μπω μέσα, το είδα άδειο, αλλά έπρεπε να φύγω χωρίς να με αντιληφτούν. Ο Μουράτης είχε αφήσει το κάρο απ’έξω. Το παίρνω με θάρρος. Ο Γερμανός δε με γνώρισε, φωνάζει, πού παρτί; Λέω νταμάρι, και του δείχνω την οικοδομή.
-Πότε θα γυρίσεις;
-5 μινούτια.
Τότε έρχεται κι ο Μουράτης ο Μάρκος, φίλος μου. Λέω στον Γερμανό εργάτης αυτός, τούδωσε μια κλωτσιά.
Ο Μουράτης τον βλαστήμησε, του λέω έλα και σκάσε.
Πήγαμε πιο κάτω. Παράτησα το κάρο κι έφυγα. Έπιασαν όμως τη γυναίκα μου, την έβαλαν φυλακή, την παίδεψαν. Μολόγα… Έπαθε η καρδιά της. Έγραψα ένα γράμμα.
-Αν την αφήσετε σε τρεις μέρες θα παραδοθώ. Αλλιώς θα σας κάμω μεγάλη ζημιά.
Ο Γιαμαλάκης της είπε:
-Θα σε αφήσουν, αλλά πρωί, βράδυ, να παρουσιάζεσαι να δίνεις το παρόν.
Ο αγγελιοφόρος κλητήρας από το Γεράκι, την έφερε στο Νιπιδιτό. Μετά ο Γιαμαλάκης την έφερε στην Οργάνωση του Ηρακλείου».
Ο Γεώργιος Νταναλάκης, στο βιβλίο που εξέδωσε το 2015, αναφέρει το βιογραφικό του παππού του γράφοντας τα εξής:
´”Γεννήθηκε στην Ελιά Πεδιάδα , εξ’ου και Ελιώτης, στις 14-3-1897 και ήταν της κλάσης του 1917. Κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό το 1916, μόλις 20 χρονών. Έλαβε μέρος εις τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και στη συνέχεια εις τον πόλεμο της Μικράς Ασίας κατά των Τούρκων Απολύθηκε τον Σεπτέμβρη του 1922. Υπηρέτησε 6 χρόνια και 7 μήνες.
Παρασημοφορήθηκε δύο φορές επ’ανδραγαθία διακεκριμένης πράξης και προήχθη σε λοχία. Σε μάχη κατά του βουλγαρικού στρατού κατέλαβε δύο πολυβολεία, επικεφαλής της ομάδας του και του απονεμήθηκε ο σταυρός της ανδρείας.
Όταν απολύθηκε ασχολήθηκε με το κτίσιμο σπιτιών και κυρίως εκκλησιών επειδή υπήρχε οικογενειακή παράδοση, και εξ’ αιτίας τούτου περιπλανιόταν σε διάφορα χωριά με τα αδέλφια και τον πατέρα του και γνώρισε πολύ κόσμο.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Αρκαλοχώρι το 1928. Μαζί του είχε τη σύζυγο του Μαρία και τα πέντε παιδιά του τέσσερις γιούς και την θυγατέρα του Γαλάτεια, (μητέρα μου), που την πάντρεψε με τον Νίκο Νταναλάκη το 1939.
Εδώ κατασκεύασε το δικό του σπίτι και εργαζόταν σαν εργολάβος μέσα στο Αρκαλοχώρι και στα γύρο χωριά μαζί με τους γιούς του, αποκτώντας πολλές γνωριμίες και φήμη. Ήταν δε ανέκαθεν Βενιζελικός και αντιφασίστας.
Η μακροχρόνια θητεία του στο στρατό, του δημιούργησε χαρακτήρα άφοβου πολεμιστή και ψυχολογία ηγέτη, ικανού να παίρνει παράτολμες και επικίνδυνες αποφάσεις σε θέματα που αφορούσαν την υπεράσπιση της πατρίδας και του έθνους. Ήταν ήπιος χαρακτήρας και δεν επιδίωκε το κακό σε κανένα, ήθελε δε να έχει καλές σχέσεις και με όσους υποστήριζαν άλλα κόμματα.
Και αυτό ήταν φανερό από την σύσταση της επαναστατικής επιτροπής του Β΄ τομέως της ευρύτερης περιοχής Αρκαλοχωρίου, αρχηγός του οποίου διορίσθηκε ο Δημήτρης Λασιθιωτάκης η Ελιώτης, από τον Αλέξανδρο Ραυτόπουλο, τα περισότερα μέλη της οποίας ήταν αριστεροί. Αργότερα βέβαια τα πράγματα άλλαξαν, με ξένες επεμβάσεις δημιουργήθηκαν μίση και προστριβές αλλά ακόμα και τότε δεν επιδίωξε προσωπικές αντιπαραθέσεις με τα γνωστά του μέλη που οργανώθηκαν στο Ε.Α.Μ.
Πήρε μέρος από την πρώτη μέρα στην οργάνωση ομάδας στο Αρκαλοχώρι και αμέσως στις μάχες κατά των γερμανών αλεξιπτωτιστών. Διορίσθηκε από τον Αλέξανδρο Ραυτόπουλο, ιδρυτή και αρχηγό της πρώτης Κρητικής Επαναστατικής Οργάνωσης και ο οποίος οργάνωνε ομάδες αντίστασης σε όλη την Κρήτη, αρχηγός του Β΄ τομέως στον νομό Ηρακλείου που περιλάμβανε την ευρύτερη περιοχή Αρκαλοχωρίου.
Οργάνωσε την ομάδα του και την επιτροπή αντίστασης της περιοχής με ανθρώπους ικανούς και έμπιστους που προσέφεραν πολλά στον αγώνα.
Αναγκάσθηκε να ανέβη και να ζει στα Λασιθιώτικα βουνά διότι τον καταδίωκαν οι Γερμανοί . Του ανατέθηκε από Άγγλους σαμποτέρ αποστολή και μεθοδεύτηκε η πρόσληψή του ως εργολάβος στο αεροδρόμιο Καστελλίου, με σκοπό την κλοπή του φακέλου με τα σχέδιά του για διενέργεια σαμποτάζ, πράγμα που πραγματοποιήθηκε και το σαμποτάζ έγινε και πέτυχε.
Έγινε καταζητούμενος των Γερμανών και επέστρεψε στο βουνό με τους δυο μεγαλύτερους γιούς του, η γυναίκα του συνελήφθη και βασανίσθηκε, απέδρασε όμως και περιπλανείτο σε χωριά με τα τρία μικρά παιδιά της. Εν τω μεταξύ είχε εκτελεσθή ο Αλ. Ραυτόπουλος και οι ομάδες του υπαχθήκαν στον Εμμ. Μπαντουβά, με υπαρχηγό τον Ιωάννη Μπαντουβά με τον οποίο συνεργάσθηκε στενά ο Δ. Ελιώτης.
Πήρε μέρος στις μάχες της Βιάννου και κατά την υποχώρηση των Γερμανών σε μάχες στα Πεζά ,στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, στους στρατώνες κ.λ.π….ª”.
Το βιβλίο προλόγισα στην πρώτη του έκδοση, γράφοντας τα παρακάτω:
«Όταν το 1939 ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κανείς δε φανταζόταν πως τα αποτελέσματα που θα άφηνε πίσω του θα ήταν τόσο τραγικά και ολέθρια για τη χώρα μας. Η καθολική συμμετοχή του λαού, στην άνανδρη επίθεση των Ιταλών φασιστών και οι μάχες που ακολούθησαν στα βουνά της Αλβανίας, ανέδειξαν την Ελλάδα σε παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης. Των λαών εκείνων που δεν υποκύπτουν, ακόμη κι αν η μοίρα τους “φαίνεται” ή κυριολεκτικά είναι “προδιαγεγραμμένη”.
Τον Μάιο του 1941, το ηρωικό νησί μας δέχτηκε μια πρωτοφανή επίθεση από τους Γερμανούς, τον δεύτερο σύμμαχο της ναζιστικής ευρωπαϊκής λαίλαπας. Κι εδώ η αντίσταση υπήρξε άμεση. Οι κρητικοί πάλεψαν και αγωνίστηκαν μαζί με τις λιγοστές δυνάμεις των συμμάχων που βρισκόταν στην Κρήτη, κυρίως Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς.
Σ’αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν νέοι αγωνιστές της ελευθερίας, άνθρωποι που συνέχισαν τη γραφή της Ελληνικής ιστορίας και που ως σήμερα παρέμειναν άγνωστοι γιατί οι ίδιοι το θέλησαν. Ένας απ’αυτούς είναι και ο Δημήτρης Λασιθιωτάκης ή Ελιώτης. Με καταγωγή από την Πεδιάδα, τον τόπο που ανέδειξε και αναδεικνύει πάντοτε ηγέτες και πρωτοπόρους στους εθνικούς αγώνες. Λόγω της καταγωγής του από το χωριό Ελιά, τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή το συνοδευτικό Ελιώτης.
Όρθωσε το ανάστημα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, αγωνίστηκε μέσα από τις τάξεις των ηγετών της εθνικής Αντίστασης, πρώτα της Οργάνωσης του Αλέξανδρου Ραφτόπουλου και κατόπιν του Αρχηγού Εμμανουήλ Μπαντουβά. Εργάστηκε στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου ως εργολάβος, υπέκλεψε σπουδαία έγγραφα των εγκαταστάσεων και βοήθησε σημαντικά στην επιτυχία του β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, (4-5 Ιουλίου 1943).
Στις σημαντικές σημειώσεις που άφησε, ξεδιπλώνεται ένα γεγονός που ως σήμερα παραμένει άγνωστο. Η κλοπή των τοπογραφικών σχεδίων του αεροδρομίου Καστελλίου από τους «μαθητές του Γυμνασίου Καστελλίου». Τα έγγραφα υπέκλεψαν από τον επικεφαλής μηχανικό των έργων Γερμανό αρχιτέκτονα Χελλάου μαζί με το χαρτοφύλακά του.
Η μορφή του Δημήτρη Λασιθιωτάκη ή Ελιώτη συνέγειρε και συνεπήρε στον αγώνα και τους ομοχωρίους του νέους του Αρκαλοχωρίου, (ο Δημήτριος Λασιθιωτάκης ή Ελιώτης κατοικούσε στο Αρκαλοχώρι), οι οποίοι δεν υποτάχτηκαν ούτε στιγμή στον κατακτητή. Οργανώθηκαν και εντάχθηκαν στον ένοπλο αγώνα ως την αποχώρηση των Γερμανών από την Κρήτη.
Σήμερα, ο εγγονός του Δημήτρη Λασιθιωτάκη ή Ελιώτη Γεώργιος Νταναλάκης, με σεβασμό στη μνήμη του, προσπαθεί να ακολουθήσει τα ιστορικά του βήματα. Μέσα από τις προσωπικές σημειώσεις, τα έγγραφα, τις επιστολές, αποκόμματα εφημερίδων και διηγήσεις πρωταγωνιστών, φέρνει στο φως την κατοχική διαδρομή του αγωνιστή παππού του.
Σήμερα, η «προσέγγιση» της ιστορίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μελέτη της μικροϊστορίας. Και στην ανάδειξη μορφών και αγωνιστών που παρέμεναν ως τώρα στην αφάνεια, ενώ η συμβολή τους στη διαμόρφωση των ιστορικών γεγονότων ήταν σημαντική. Δεν μπορούμε λοιπόν να μην επαινέσουμε την προσπάθεια του Γιώργου Νταναλάκη να φέρει στο φως τις άγνωστες ιστορικές πτυχές του παππού του Δημήτρη Λασιθιωτάκη ή Ελιώτη».
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος