…και σ’ένα μέρος φτάσαμε
Κλεισούρα τήνε λένε
που ήκανε μάνες και παιδιά
χρόνια πολλά να κλαίνε.
Το πρώτο θύμα των Κρητών
της 5ης Μεραρχίας
Μπριλλάκης ονομάζεται
κι έχει μεγάλη αξία.
Στο Πούντα Νόρτη το βουνό
χόρτο να μη φυτρώσει
κι ούτ’ ένα φίδι βρομερό
ποτέ να μη σιμώσει.
Εκεί χαθήκαν τα παιδιά
του γέρο Ψηλορείτη
και μαύρα ρούχα φόρεσε
η μάνα μας η Κρήτη…
Τα παραπάνω λόγια από το τραγούδι της Πέμπτης Μεραρχίας, που μας τραγούδησε πριν πολλά χρόνια η Καλλιόπη Κοζυράκη από το χωριό Μουχτάρω, περιγράφουν τις θυσίες και τη συνεισφορά αίματος των Κρητών στρατιωτών στην Κλεισούρα και το Πούντα Νορτ της Αλβανίας.
Στη μικρή σχετική διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου (από 28 Οκτωβρίου 1940 ως 26 Απριλίου 1941), για την καλύτερη μελέτη και έρευνα των γεγονότων, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους:
1η περίοδος, (28 Οκτωβρίου 1940 – 13 Νοεμβρίου 1940)
Από την αυγή της 28ης Οκτωβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν σχεδόν ταυτόχρονα αιφνιδιαστική εισβολή, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος, ενώ η αεροπορία τους βομβάρδιζε στόχους στο μέτωπο και στο εσωτερικό της χώρας. Παρ’όλα αυτά, στα σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας, τα αποτελέσματα ήταν ασήμαντα και για το λόγο αυτό η συγκέντρωση από ελληνικής πλευράς και η έγκαιρη μεταφορά των επιστρατευμένων μονάδων έγιναν χωρίς σοβαρά εμπόδια. Το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων σήκωσαν στους ώμους τους οι κληρωτοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας.
2η περίοδος, (14 Νοεμβρίου 1940 – 7 Δεκεμβρίου 1940)
Είναι η περίοδος της ελληνικής αντεπίθεσης, της αποκατάστασης του εθνικού εδάφους και των επιθετικών επιχειρήσεων εντός του αλβανικού εδάφους. Οι Ιταλοί στο διάστημα αυτό υποχωρούν. Ο Ελληνικός Στρατός καταλαμβάνει τη μία πόλη κατόπιν της άλλης στη νότιο Αλβανία. Κι ενώ οι Ιταλοί υποχωρούσαν πανικόβλητοι, ήρθε ο βαρύς χειμώνας, ένας απρόσμενος εχθρός, πολύ πιο σοβαρός από τα Ιταλικά πυρά. Το δριμύτατο ψύχος, οι χιονοθύελλες, το ολισθηρό έδαφος, οι καταρρακτώδεις βροχές, η παχιά λάσπη, οι δύσβατοι δρόμοι και η έλλειψη τροφής, αναδείχτηκαν από τότε και στη συνέχεια ως ο πλέον σοβαρός εχθρός των Ελλήνων.
3η περίοδος, (8 Δεκεμβρίου 1940 – 8 Μαρτίου 1941)
Η ελληνική αντεπίθεση συνεχίζεται εντός του αλβανικού εδάφους για ρίψη των Ιταλών στη θάλασσα. Λόγω του ορεινού εδάφους και του βαρύτατου χειμώνα, οι επιθετικές επιχειρήσεις εξελίχτηκαν αργά, με σημαντικές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Στις 22 Δεκεμβρίου απελευθερώνεται η Χιμάρα, στις 10 Ιανουαρίου η Κλεισούρα. Λόγω όμως των πολύ δυσμενών καιρικών συνθηκών, ο αγώνας μετατρέπεται σε αγώνα χαρακωμάτων, με περιορισμένες τοπικές επιθέσεις και αντεπιθέσεις Ελλήνων και Ιταλών. Η συνεχής κακοκαιρία, οι σφοδρές χιονοπτώσεις και η αδυναμία των μεταφορών, λόγω των μεγάλων απωλειών σε κτήνη, αύξησε πολύ τα κρούσματα παγοπληξίας και κρυοπαγημάτων.
4η περίοδος, (9 Μαρτίου 1941 – 26 Απριλίου 1941)
Είναι η περίοδος της αποτυχημένης ιταλικής εαρινής αντεπίθεσης, της γερμανικής εισβολής και των επιχειρήσεων μέχρι τη συνθηκολόγηση. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών από το πρωί της 9ης μέχρι και την 15η Μαρτίου 1941 αποκρούστηκαν. Οι απώλειες των Ιταλών υπήρξαν σοβαρότατες.
Ο Χίτλερ, διαπιστώνοντας την αδυναμία των Ιταλών και θέλοντας να έχει ξεκαθαρίσει την κατάσταση στα Βαλκάνια πριν από την επίθεση στη Ρωσία, αποφάσισε να επιτεθεί στην Ελλάδα, αναστέλλοντας την εφαρμογή του σχεδίου «Μπαρμπαρόσα» Την 6η Απριλίου, οι γερμανικές δυνάμεις επιτίθενται εναντίον των οχυρών της Γραμμής Μεταξά, τα οποία αμύνονται επιτυχώς. Οι Γερμανοί, μέσω Σερβίας τα παρακάμπτουν και δια μέσου της κοιλάδας του Αξιού ποταμού, φθάνουν στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε η ανακωχή, η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σχηματισμών και η κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του άξονα, Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία».1
Σ’αυτόν τον υπέρτατο αγώνα, που διεξήχθη στα βουνά της Πίνδου αρχικά και κατόπιν στα ορεινά της Αλβανίας, ο Έλληνας στρατιώτης δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνον τους Ιταλούς, αλλά και πλείστες άλλες δυσκολίες. Τις ακατάπαυστες βροχές, τις λάσπες, την ελλιπή τροφοδοσία, το χιόνι,, τα κρυοπαγήματα, τους ανελέητους βομβαρδισμούς από τα εχθρικά αεροπλάνα, τις χιλιάδες οβίδες από τα ιταλικά πυροβόλα. Στις μάχες, η Ελληνική ψυχή πάντοτε νικούσε. Αναδείχθηκε ο ηρωισμός, το θάρρος, η αυταπάρνηση και η θέληση των στρατιωτών μας για τη νίκη κατά των Ιταλών. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε εκατοντάδες παραδείγματα αυτοθυσίας των Ελλήνων, εκείνων που όπως λέει και το τραγούδι: «…με το χαμόγελο στα χείλη πάνε οι φαντάροι μας μπροστά…».
Α. Μανόλης Αργυράκης – Μοχιανός , Αποστόλοι Πεδιάδος
Ο Μανόλης Αργυράκης, στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στη Μεραρχία Ιππικού. Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1940, η Μεραρχία έδωσε σκληρές μάχες με τις Ιταλικές Μεραρχίες «Μπάρι» και «Τζούλια». Στις μάχες της περιοχής Κόνιτσας και Μάζης Μελισσόπετρας, ο Μανόλης Αργυράκης ή Μοχιανός, όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του Αποστολιανοί, θέλησε να βοηθήσει τον Ανθυπολοχαγό του Σαλούρο που είχε τραυματιστεί. Στην προσπάθειά του να τον μεταφέρει από το πεδίο της μάχης, Ιταλική ριπή πολυβόλου τραυμάτισε και τον ίδιο. Όπως τον σήκωσε, βάζοντάς τον στους ώμους του, το κορμί του δέχτηκε εφτά σφαίρες. Τέσσερις στο αριστερό χέρι και τρεις στην αριστερή θωρακική χώρα. Στο τέλος της μάχης και αφού πέρασαν αρκετές ώρες ψυχορραγώντας και οι δυο (Σαλούρος και Αργυράκης), μεταφέρθηκαν στο ορεινό χειρουργείο και κατόπιν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ο Μανόλης Αργυράκης έμεινε αρκετό διάστημα στα Ιωάννινα και στη συνέχεια διακομίστηκε στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα. Επέζησε, αλλά ο βαρύς τραυματισμός τον κατέστησε ανάπηρο στην υπόλοιπη ζωή του.
Για τον τραυματισμό του Μανόλη Αργυράκη, ο συγχωριανός του Πετροδασκαλάκης Γιάννης που πολεμούσε μαζί του θυμάται: “…υπηρετούσα στο 3ο Σύνταγμα ιππικού και αμέσως με την κήρυξη του πολέμου μεταφερθήκαμε στην πρώτη γραμμή. Την πρώτη και μεγάλη μάχη έδωσε το Σύνταγμά μας από τις 16 ως τις 19 Νοεμβρίου 1940, λίγο έξω από την Κόνιτσα, μεταξύ των χωριών Μάζη-Μελισσόπετρα. Πολεμήσαμε με το Ιταλικό Σύνταγμα Αλπινιστών. Την κερδίσαμε αυτή τη μάχη. Είχαμε 25 νεκρούς και 400 τραυματίες. Πιάσαμε δυο χιλιάδες Ιταλούς αιχμαλώτους. Στη διάρκεια της μάχης, τραυματίστηκε ο Ανθυπολοχαγός Σαλούρος και έτρεξε να τον βοηθήσει ο συγχωριανός μου ο Αργυράκης Μανόλης του Γεωργίου. Όπως τον τραβούσε για να τον φέρει πίσω, μια ιταλική ριπή χτύπησε τον Αργυράκη και τραυματίστηκε βαριά. Όταν μπαίνεις σε μια μάχη, δεν μπορούν να περιγραφούν τα συναισθήματά σου. Πολεμάς σαν να είσαι μεθυσμένος, σαν να έχεις πιει κρασί. Ένα παράξενο πράγμα. Εκεί το ένοιωσα.
Ο πόλεμος του σαράντα δεν με έβλαψε σωματικά, δεν τραυματίστηκα, μόνο που έβλεπα μετά τα πράγματα διαφορετικά. Άλλαξε η σκέψη μου…”ª.
Για τη δράση της Μεραρχίας Ιππικού, ο Ταξίαρχος ε.α. Χρήστος Νοταρίδης σε άρθρο του με τίτλο Η δράση του Ελληνικού Ιππικού στην εποποιία 1940-41, γράφει μεταξύ άλλων:
«…στις 13 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού, η οποία ήδη είχε ενισχυθεί με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της Ι Μεραρχίας, έλαβε επαφή με το 9ο Σύνταγμα Αλπινιστών και το 139ο Σύνταγμα της Μεραρχίας «ΜΠΑΡΙ», στη θέση Προφήτης Ηλίας Κόνιτσας-Ιτιά-Λιθάρι. Το επόμενο διήμερο χαρακτηρίσθηκε από σφοδρή ανταλλαγή πυρών και την νύχτα 15/16 Νοεμβρίου σύνταγμα της Μεραρχίας Ιππικού ενήργησε στη κατεύθυνση Ιτιά-Κόνιτσα, ενισχύοντας έτσι την προσπάθεια της Ι Μεραρχίας.
Στις 16 Νοεμβρίου, τμήματα της Μεραρχίας κατέλαβαν την Κόνιτσα, που είχε πυρποληθεί στο μεγαλύτερο μέρος και προχώρησαν ακόμη 3 χιλιόμετρα δυτικά. Η άλλοτε επίλεκτη «ΤΖΟΥΛΙΑ», η καλύτερη μονάδα του ιταλικού στρατού, με άνδρες καταγόμενους από τις Άλπεις, εξοικειωμένους στον ορεινό αγώνα, είχε περιέλθει σε τραγική κατάσταση και η Μεραρχία Ιππικού είχε συντελέσει καθοριστικά σε αυτή την επιτυχία. Οι αγώνες της Μεραρχίας Ιππικού δεν σταμάτησαν εδώ. Στις 20 Νοεμβρίου συνεχίζοντας την επιθετική της ενέργεια, πέρασε από την κατεστραμμένη γέφυρα Μπουραζάνι και κατέλαβε, μετά από «αγώνα εκ του συστάδην» το χωριό Μελισσόπετρα. Τη νύχτα 21/22 τμήματα της Μεραρχίας διέβησαν τον ποταμό Σαραντάπορο, αφού οι Ιταλοί στην υποχώρηση τους είχαν καταστρέψει την γέφυρα της Μέρτζανης, εκδιώχνοντάς τους βόρεια των συνόρων και αποκαθιστώντας πλέον το εθνικό έδαφος. Την 23 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Τσάρτσοβα και την περιοχή Ραντάχοβα, δυτικά του Λεσκοβικίου, αποκαθιστώντας την οδική συγκοινωνία Ιωάννινα – Κόνιτσα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΙΣ/ΓΕΣ, η δύναμη της Μεραρχίας Ιππικού ανερχόταν τότε σε 7.000 άνδρες, 12 πυροβόλα και 4.800 κτήνη. Οι αλλεπάλληλες αυτές επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού, δημιούργησαν σοβαρή κρίση στην Ιταλική ηγεσία, με συνέπεια στις 26 Νοεμβρίου την παραίτηση του αρχηγού του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατάρχη Μπαντόλιο, προκαλώντας επακόλουθες αντικαταστάσεις των επικεφαλής των ιταλικών στρατιών. Έως τις 27 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού πέτυχε να προωθηθεί μέχρι τον ποταμό Λεγκατίτσα, του οποίου οι Ιταλοί κατείχαν την δυτική όχθη. Μετά από «πείσμονα αγώνα» τα τμήματα της έφθασαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Αώου, ενώ οι Ιταλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πρεμετή. Από την 28 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού τέθηκε υπό την διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού…ª.
Β.Στυλιανός Σεργάκης – Σεργοστελής, Λιτσάρδα Αποκορώνου
Ο Σεργάκης Στυλιανός ή Σεργοστελής, όπως ονομαζόταν από τους χωριανούς του, γεννήθηκε το 1909. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 επιστρατεύτηκε και πήρε μέρος στον πόλεμο με τους Ιταλούς. Η γυναίκα του Χριστίνα βρισκόταν στον 5ο μήνα εγκυμοσύνης. Φεύγοντας για το μέτωπο, ο Στυλιανός παρήγγειλε της γυναίκας του ότι το παιδί που θα γεννηθεί αν είναι αγόρι, να το ονομάσει Στυλιανό, όπως και το δικό του όνομα. Κι αυτό, μήπως ο ίδιος δεν καταφέρει να γυρίσει από τον πόλεμο. Και το παιδί γεννήθηκε και ήταν γιος (τον Μάρτιο του 1941) και ο Σεργοστελής γύρισε από τον πόλεμο, (τον Ιούνιο του 1941). Όπως όρισε ο πατέρας του, βαφτίστηκε και ονομάστηκε Στυλιανός. Ο Σεργάκης Στυλιανός, σε μάχη που δόθηκε στις 22 του Γενάρη 1941 στον κεντρικό δρόμο Κλεισούρας- Τεπελένι, κατάφερε με το πολυβόλο του να σταματήσει την προέλαση των Ιταλικών τανκς επί μία ολόκληρη ημέρα. Για το θάρρος και την ανδρεία του τιμήθηκε με εύφημη μνεία από τον αξιωματικό του ίλαρχο Αριστοτέλη Κολοκυθά και τον επιλοχία του Γεώργιο Ταμπακάκη.
“ΒΕΒΑΙΩΣΗ
Εμείς οι 1) Αριστοτέλης Κολοκυθάς κάτοικος Χανίων και 2) Γεώργιος Ταμπακάκης κάτοικος Χανίων βεβαιώνομεν ο πρώτος ως Ίλαρχος της 5ης Ομάδας αναγνωρίσεως και ο δεύτερος ως Επιλοχίας της πρώτης ίλης της 5ης Ομάδας αναγνωρίσεως, ότι ο Στέλιος Σεργάκης του Κωνσταντίνου, κάτοικος Λιτσάρδας Αποκορώνου, υπηρέτησε στην πολυβολαρχία της 5ης Ομάδας Αναγνωρίσεως ιππικού της 5ης Μεραρχίας Κρητών που έλαβε μέρος στον Ελληνοαλβανικό πόλεμο του 1940-41. Ότι ο παραπάνω στρατιώτης έλαβε μέρος ως πολυβολητής στη μεγάλη μάχη που έγινε στις 22-1-1941 στο ύψωμα 1923, έδειξε εξαιρετική ανδρεία και μεγάλο θάρρος και με το πολυβόλο του εσίγησε πολλά εχθρικά πολυβολεία και με άμεσο κίνδυνο της ζωής του έβαλε κατά των εχθρικών τανκς και καθυστέρησε την πορεία των επί της οδού Κλεισούρα – Τεπελένι. Η εξουδετέρωση ενός τουλάχιστον εχθρικού πολυβολείου διαπιστώθηκε αρμόδια ότι έγινε αποκλειστικά και μόνο από τον παραπάνω πολυβολητή και οφείλεται στο μεγάλο θάρρος και την προσωπική του ανδρεία.
Οι βεβαιούντες, 22/4/1941ª.2
Γ. Ιωάννης Ροδανάκης, Ζάκρος Σητείας
Ο Φρούραρχος Ηρακλείου Εμμανουήλ Τζαγκαράκης, με επιστολή που στέλνει στον πρόεδρο της Κοινότητας Ζάκρου Σητείας, του ζητά να ενημερώσει τους συγγενείς του συντοπίτη του δασκάλου και υπολοχαγού στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ότι ο άνθρωπός τους σκοτώθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1941 στο ύψωμα 1308 της Τρεμπεσίνας.
Ο Ιωάννης Ροδανάκης υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Σκοπής Σητείας όταν κηρύχτηκε η επιστράτευση. Πήρε μέρος στις μάχες με τον βαθμό του Υπολοχαγού. Στις 9 Φεβρουαρίου 1941, στο ύψωμα 1308 της Τρεμπεσίνας, δόθηκε σκληρή μάχη με τα ιταλικά στρατεύματα. Ο Ιωάννης Ροδανάκης πολεμούσε όρθιος. Τους Ιταλούς επικουρούσε η ιταλική αεροπορία, βομβαρδίζοντας κατά διαστήματα το ύψωμα. Στις συμβουλές των άλλων αξιωματικών προς τον δάσκαλο να καλύπτεται, αυτός δεν έδινε σημασία. Συνέχιζε να πολεμά όρθιος, ώσπου ένα βλήμα τον χτύπησε θανάσιμα. Έτσι, το παλικάρι από τη Ζάκρο σκοτώθηκε, αφήνοντας παρακαταθήκες στους νέους του τόπου μας.
Η επιστολή του Φρουράρχου Εμμανουήλ Τζαγκαράκη, λέει:
´Προς τον Πρόεδρο της Κοινότητας Ζάκρου εις Ζάκρον Σητείας
Κοινοποιώ κατωτέρω το υπ’αριθμ. 3068 έγγραφον του 4ου Συν/τος πεζικού και παρακαλώ όπως ανακοινώσητε τούτο εις την οικογένειαν του ηρωικώς πεσόντος ομοχωρίου σας εφέδρου υπολοχαγού Ροδανάκη Ιωάννου, διαβιβάζοντες προς αυτήν τα θερμά συλλυπητήρια των αξιωματικών της φρουράς Ηρακλείου εις ων επί μακρόν και λίαν ευδοκίμως υπηρέτησεν ο γενναίος ούτος αξιωματικός
Ηράκλειον τη 14 Απριλίου 1941
Το Φρουραρχείον Ηρακλείου
Εμμ. Τζαγκαράκης ….
4ον Συν/γμα Πεζικού
Προς το Φρουραρχείον Ηρακλείου, Ηράκλ.-Κρήτης
Λαμβάνω την τιμήν να γνωρίσω υμίν ότι ο έφεδρος υπολ. Ροδανάκης Ιωάννης εφονεύθη την 9-2-41 εις ύψωμα 1308 Τρεμπεσίνας κατά γενόμενον αεροπορικόν βομβαρδισμόν. Παρακαλώ γνωρίσατε τούτο εις οικείους του, διαβιβάζοντες τα θερμά συλλυπητήρια της Διοικήσεως των αξιωματικών του Συν/τος.
24 – 3-41, Κιτσέας Θεμιστοκλής, Συντ/χης Πεζικούª.
Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού
Βαρύ ήταν το τίμημα των Ελλήνων, αξιωματικών, υπαξιωματικών και Οπλιτών στον πόλεμο 1940-1941. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), οι απώλειες ήταν:
Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο 611.
Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642.
1 Περιοδικό Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 5/2006, σελ. 17-20.
2 Αρχείο οικογένειας Στυλιανού Σεργάκη.
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού