Πριν από 67 χρόνια, πραγματοποιήθηκε από τους Βρετανούς αξιωματικούς Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλευ Μος και ομάδα Κρητών πατριωτών, το πιο σημαντικό πολεμικό εγχείρημα στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής της Κρήτης, η απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού ΚΡΑΙΠΕ.
Μετά την κατοχή, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο άνθρωπος που αγαπήθηκε περισσότερο απ’όλους τους Άγγλους στην Κρήτη, ξαναγυρίζει κοντά στους φίλους και τις τοποθεσίες της αντίστασης. Γράφει ένα άρθρο ειδικά γραμμένο για την εφημερίδα “SUNDAY TIMES” του Λονδίνου και δημοσιεύεται σε δύο συνέχεις, στις 22 και στις 29 Νοεμβρίου 1956. Αντίγραφο του άρθρου στέλνει ο ίδιος ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στον φίλο του και Αρχηγό της Μυστικής Υπηρεσίας Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου Λασιθίου τα χρόνια 1941-1944 Μιχάλη Ακουμιανάκη. Το άρθρο αυτό το ανασύραμε από το αρχείο του Μιχάλη Ακουμιανάκη (Β.Δ.Β.Η.), σε μετάφραση της κ. Μαίρη Βονσταντζή και αφιερώνεται στους Κρήτες αγωνιστές και στο μεγαλείο της Κρητικής Αντίστασης.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ
Κάθε επιστροφή συνοδεύεται από κινδύνους και απογοήτευση. Κατοικίες, σχολείο, τοπία και άνθρωποι που έπαιξαν κάποτε ένα σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας δείχνουν, όταν τα ξαναβρίσκομε ύστερ’ από χρόνια πολλά, μικρότερα, πιο ταπεινά, πιο φθαρμένα στην όψη και ξεθωριασμένα σε χρώμα και παρά τις προσπάθειές μας να τους ξαναδώσουμε ζωή, απελπιστικά απόμακρα και παρωχημένα.
Ωστόσο, όποιος έζησε στην Κρήτη, τον καιρό του πολέμου δε θα πρέπει να φοβάται αυτό το ενδεχόμενο. Εδώ τα πάντα προβάλλουν ακόμα πιο μεγάλα απ’ όσο μέσα στη μνήμη, με πιο έντονες αποχρώσεις, πιο δυνατά και ερεθιστικά στην αφή, πιο διαπεραστικά και καθάρια σε τόνο και πιο ζωηρά σε ρυθμό.
Τίποτα δεν έχασε τη φεγγοβολή του, δεν έχει συρρικνωθεί, ισοπεδωθεί ή σωπάσει και την ίδια στιγμή που η κορυφογραμμή των βουνών αρχίσει να φαίνεται κάτω από τα φτερά, ή το κουβούκλιο του αεροπλάνου, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο κατώτερη παραμένει η μνήμη από την πραγματικότητα. Αυτά τα βουνά σήμερα ψηλότερα, αυστηρότερα και πιο απόκρημνα από άλλοτε, οι παλιοί φίλοι πιο μεγαλόσωμοι, σκληροτράχηλοι, με ακόμα πιο ατίθασα γένια και μουστάκια και οι διαχύσεις και τ’ αγκαλιάσματά τους πιο θεριακλίδικα και στιβαρά πάνω στη ραχοκοκαλιά μου παρά ποτέ.
Αισθάνομαι τόσο παράδοξα, σχεδόν σα να παρανομώ σε τούτο το τρίτο κατά σειρά ταξίδι επιστροφής μετά τον πόλεμο σαν περπατώ έτσι ελεύθερα στους δρόμους των τριών πόλεων, της ερειπωμένης από τους βομβαρδισμούς πρωτεύουσας των Χανίων, που στο λιμάνι της αντικαθρεφτίζονται τρούλοι τζαμιών σα διάστικτα ροδόχρωμα μαργαριτάρια, το χαριτωμένο Ρέθυμνο κάτω απ’ τον όγκο της Φράγκικης φορτέτσας του και η μεγάλη οχυρή συσσωρευμένη μάζα του Ηρακλείου, στριμωγμένη γύρω από την αναγεννησιακή κρήνη του Μοροζίνι και πλαισιωμένη από τεράστιο ενετικό περιτείχισμα, γιατί τα χρόνια της κατοχής, όσοι είχαμε πάνω μας την ευθύνη της οργάνωσης της αντίστασης, δε μπορούσαμε να πλησιάσουμε σ’ αυτά τα μέρη παρά μόνο τη νύχτα μεταμφιεσμένοι σε βοσκούς με γενειάδες και μουστάκια και σκεπασμένοι από τη κουκούλα μιας πολύτριχης κάπας για να επικοινωνήσουμε με τους αντιπροσώπους των μυστικών οργανώσεων των πόλεων, ή τους συνεργάτες του δικτύου πληροφοριών μας, ή ν’ αποτολμήσομε, στη περίπτωσή μου μια φορά χωρίς αποτέλεσμα, να βυθίσομε πετρελαιοφόρα του εχθρού με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Παράξενες, βιαστικές επισκέψεις κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της Βέρμαχτ.
Σήμερα, παλιοί γνωστοί σε σταματούν σε κάθε βήμα για να σου θυμίσουν τις λεπτομέρειες των ημερών εκείνων και να σ’ οδηγήσουν σε ταβέρνες όπου μέσα στην κρασοπλημμύρα τα κατορθώματα αυτής της εποχής ξαναγυρίζουν ολοζώντανα στο νου.
Για μένα, το πιο αλλόκοτο περιστατικό – αυτό που το Ηράκλειο θυμάται πιο πολύ – είναι εκείνη η νύχτα του 1944 που βρέθηκα να κάθομαι σ’ ένα άνετο αυτοκίνητο, προορισμένο για μεταφορά αξιωματικών, πλάι σ’ έναν Άγγλο συνάδελφό μου, ντυμένο όπως κι’ εγώ με στολή Γερμανού λοχία, τρεις Κρητικούς συντρόφους κι έναν αιχμάλωτο Γερμανό στρατηγό μεσ’ από τους συσκοτισμένους δρόμους της πόλης.
Είναι ωστόσο ψηλά στ’ απόκρημνα κρητικά όρη, σε μικροσκοπικά χωριουδάκια περιστοιχισμένα από ελιές κι’ αμπέλια ή χτισμένα πάνω σε ασβεστολιθικούς βράχους σα γερακοφωλιές στην καρδιά των σύννεφων όπου οι αναμνήσεις είναι ακόμα νωπές.
Πολλά απ’ αυτά είναι σήμερα απανθρακωμένα σκέλεθρα, ισοπεδωμένα από τους Γερμανούς με αποδεκατισμένο το πληθυσμό από μαζικές εκτελέσεις, αντίποινα για τη δράση των ανταρτικών ομάδων και για το άσυλο που πρόσφεραν στους περιπλανώμενους βρετανούς στρατιώτες μετά τη συμφορά του 1941 και τη συνδρομή τους στους κομάντος της προωθημένης Μονάδας 133 που εκτελούσαν αποστολές σαμποτάζ. Οι χωρικοί ήταν οικοδεσπότες, προστάτες και βοηθοί μας και τα ερημικά μοναστήρι, οι καλύβες των τυροκόμων και τα πετρόχτιστα μαντριά των προβατοκοπαδιών έγιναν τα σπίτια μας. Στα μέρη αυτά η μοναδική ανάμνηση είναι ο πόλεμος.
Οι Κρητικοί φημίζοναι σαν την πιο ανοιχτόκαρδη και φιλική χώρα του κόσμου που είναι η Ελλάδα, για τη γενναιόδωρη φιλοξενία και την προσήλωση στους παλιούς φίλους.
Αν τύχει να είσαι άγγλος, είσαι έτσι κι αλλιώς καλόδεχτος χάρη στο Λόρδο Βύρωνα και τον σερ Ουίνστων Τσώρτσιλ – δυαδική θεότητα στην ύπαιθρο και τα χωριά, όσο κι αν οι πόλεις αμφιταλαντεύονται – αλλά με αφορμή επίσης τα 150 χρόνια φιλίας και νικηφόρας συμμαχίας σε δυο πολέμους. Στη περίπτωση που αγωνίστηκες εδώ τον καιρό της κατοχής, οι καταπακτές της κρητικής γενναιοδωρίας ανοίγουν διάπλατες στο πέρασμά σου.
Όταν πέφτει το βράδυ, το κρασί ξεχειλίζει πλημμυρίζοντας το τραπέζι, το σανιδένιο πάτωμα συγκλονίζεται από τα βήματα των κρητικών χορών, ο ρυθμός του δοξαριού γρηγορεύει πάνω στην τρίχορδη λύρα. Οι μαντινάδες, αυτά τα στιγμιαία αυτοσχέδια δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, που καθένα τους ανταγωνίζεται το προηγούμενο του σε τελετουργικό ύφος – σφυρίζουν στον αέρα.
Αετίσιες μορφές, ιδροκοπούν στο φως της λάμπας: πολλά απ’ αυτά τα σαρικοφόρα κεφάλια είναι τόσο σκαμμένα από το χρόνο και τόσο σμιλευτά χυμένα που μοιάζουν με κομμάτια από σφυρήλατο χαλκό και κρύβουν τέτοια συμπυκνωμένη δύναμη κι ενεργητικότητα ώστε, καθώς πλησιάζουν οι μικρές ώρες της νύχτας, καρτερώ να ιδώ δαχτυλιδωτό καπνό ν’ ανεβαίνει από τ’ αυτιά τους και φλόγες να προβάλλουν από τα ρουθούνια τους.
Παρά τις διαμαρτυρίες του παπά με το κυλινδρικό καλυμμαύχι κάποια από τις στιβανάτες εκείνες φιγούρες τραβά κάθε τόσο ένα πιστόλι από το ζωνάρι του κι έτσι σα φιλοφρόνηση το αδειάζει πάνω στα λοξά δοκάρια της στέγης. Σε καμιά ώρα, ο ίδιος ο παπάς αρχίζει κι αυτός να παίρνει μέρος στο τρελό πιστολίδι. Και τη στιγμή που πάμε όλοι για ύπνο, η αυγή έχει αρχίσει να χαράζει πάνω στο φαράγγι.
Ατέλειωτες ερωτήσεις με πολιορκούν, ερωτήσεις για την τύχη και τα κατατόπια των αδέσποτων εκείνων πολεμιστών που τα δύσκολα χρόνια του 41 – 43 οι τελευταίοι τους φυγαδεύονταν κρυφά με καΐκια, υποβρύχια και τορπιλάκατους και που οι κρητικοί τους είχαν προσφέρει στέγη, τροφή και ρούχα.
« Πού είναι τώρα ο Χάρυ και ο Στάικ από τη Αδελαΐδα και το Μπρίσμπαιην, ο Τζακ από το Λίβερπουλ και ο Γουώλτερ από το Ήλιγκ, ο Άρθουρ ο Νεοζηλανδός που είχε πληγωθεί από σφαίρα Σπαντάου στο πόδι; Κουτσαίνει ακόμα»: Οι μαυρομαντιλούσες γριές ρωτούν σα να πρόκειται για τα παιδιά τους και σταυροκοπιούνται βαθιαναστανάζοντας και ψελλίζοντας μια βραχνή προσευχή να έχουν γυρίσει σώα εκείνα τα παιδιά στην αγκαλιά των γονιών τους.
Κάποιες φορές, ένα μόνο όνομα που αντηχεί ωστόσο ελληνικά μοιάζει να κυριαρχεί από άκρη μιας οροσειράς, είναι το ψευδώνυμο κάποιου από τους Άγγλους οργανωτές της Αντίστασης. Στις κορφές των Λευκών Ορέων τις κατοικημένες από αγρίμια το όνομα είναι «Αλέκος» πέρα για πέρα – ο Ξαν Φήλντιγκ, συγγραφέας του «Οχυρού» όπου κάνει λόγο για τα παλιά του λημέρια.
Στην κεντρική Κρήτη είναι ο «Τομ» που τους εξηγώ πως έχει μεταμορφωθεί και πάλι από ρακένδυτος αντάρτης σε καθηγητή της έδρας της αρχαιολογίας στο Κολλέγιο Ολ Σωλς της Οξφόρδης. Ο «Σήφης» – ο Ράλφ Στόκμπριζ, σήμερα υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια, ο «Αλέξης» – ο Σάντυ Ρέντελ, συγγραφέας, διπλωμάτης άλλοτε και τώρα διπλωματικός ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου. Οι δυο «Λευτέρηδες» Ο ένας τους ο Χιου Φρέηζερ, σήμερα ζει στην άγρια ζούγκλα της Ουγκάντα, ο άλλος, ο Άρθουρ Ρηντ, έγινε περιφερειακός δικαστής στην Κένυα. Ο « Στέφανος» Ο Στηβ Βέρνεϋ, επίσκοπος σήμερα στη Βόρεια Αγγλία. Ο «Γιάννης» Ο Τζακ Σμιθ – Χιουζ δικηγόρος και συγγραφέας στο Λονδίνο και τόσοι άλλοι. Τα στόματα μένουν ανοιχτά με κατάπληξη μπροστά σ’ αυτά τ’ απίστευτα πεπρωμένα.
Μιλούν για όλους αυτούς με τη πιο θερμή συμπάθεια: «Γιατί δεν έρχεται να μας δει;» λένε για τον καθένα χωριστά. Στην περιοχή του Ηρακλείου έχει αποθανατιστεί ένα ακόμη όνομα. Τ’ όνομα του Τζων Πεντλέμπουρυ, του αρχαιολόγου της Κρήτης που ξαναγύρισε εδώ με το βαθμό του λοχαγού όταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο κι έπεσε πολεμώντας στη διάρκεια της Μάχης το 1941 έξω από την Χανιόπορτα επικεφαλής ομάδας ανταρτών που ο ίδιος είχε οργανώσει και εκπαιδεύσει.
Πότε πότε κάποιος επιστρέφει. Όμως παρά την έξαρση των αναμνήσεων είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς και πάλι την πραγματική ατμόσφαιρα της κατοχής. Τις μυστικές μας διεισδύσεις με καΐκι ή υποβρύχιο – στην περίπτωσή μου με αλεξίπτωτο όταν τα χιονισμένα βουνά στο φεγγαρόφωτο φάνταζαν σαν ένα φράγμα από κατάλευκους αιχμηρούς πασσάλους και τις υποχρεωτικές νυχτερινές πορείες μεσ’ από πεδιάδες που έβριθαν από Γερμανούς.
Ύστερα, οι ατέρμονες αναρριχήσεις στις πιο ψηλές κι απρόσιτες κορφές για να εγκαταστήσουμε ένα στρατηγείο, κάθε μοναχικός αξιωματικός με τον ασύρματό του κι ένα λοχία ασυρματιστή και μια μικρή ακολουθία από ενόπλους Κρητικούς συντρόφους οδηγούς κι αγγελιοφόρους. Πότε πότε πέφταμε πάνω σ’ ένα έρμο καλύβι ή κάποιο μαντρί αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκαμε καταφύγιο σε μια από τις σπηλιές που αφθονούσαν στους γύρω λόφους.
Ζούσαμε μια τρωγλοδύτικη ζωή. Αν εξαιρέσει κανείς τις συνεχείς εφόδους των Γερμανών στα βουνά με στόχο την εκκαθάρισή μας, η ζωή ήταν καλή το καλοκαίρι αλλά γεμάτη στερήσεις το χειμώνα, όταν ήταν αδύνατο ν’ ανάψουμε έστω και μια μικρή φωτιά για να μην προδοθούμε από τον καπνό, ή ακόμα να ξεμουδιάσουμε στο ύπαιθρο όπου υπήρχε φόβος ν’ αφήσομε ίχνη.
Στην αρχή, η τροφή μας ήταν λιτή και δυσεύρετη, αν και με τον καιρό βελτιώθηκε. Ωστόσο, ταμπουρωμένοι καθώς είμασταν πίσω από τους πρίνους και τα βράχια, υπήρχαν φορές που βρίσκαμε τη διαμονή μας στα βάθη της σπηλιάς συναρπαστική.
Υπάρχει ακόμα ένα καταφύγιο στην Ίδα. Όχι πολύ πιο κάτω από την τοποθεσία όπου γεννήθηκε ο Δίας που το αναλογίζομαι σχεδόν με νοσταλγία παρά το χιόνι και τη βροχή που λυσσομανούσαν μεσ’ από το στόμα της σπηλιάς, τους σταλακτίτες που νότιζαν τα κεφάλια μας και τις στρατιές των παρασίτων που έκαναν γυμνάσια μπαινοβγαίνοντας στα βρόμικα και κουρελιασμένα ρούχα μας.
Είχαμε παραγεμίσει τους υγρούς βράχους με χαμόκλαδα και φτιάξαμε μια παραστιά. Εκεί, περιμένοντας τους μαντατοφόρους από τις πόλεις με τα νέα των τελευταίων μετακινήσεων του στρατού ή εφοδιοπομπών για την Δυτική Έρημο, ή τη στιγμή που έπρεπε να στείλουμε το προγραμματισμένο μήνυμα με τον ασύρματο στο μακρινό Κάιρο, ξαπλώναμε κυκλικά γύρω από τη φωτιά. Οι βοσκοί με τις άσπρες κάπες που μας φρουρούσαν αλλάζοντας βάρδιες ακροκάθονταν με τα όπλα ακουμπισμένα στα γόνατά τους. Κουβεντιάζαμε ατέλειωτα περνώντας από χέρι σε χέρι τη ρακή ή ένα κολοκυθόφλασκο γεμάτο κρασί και λιανίζοντας φύλλα καπνού πάνω στον υποκόπανο του όπλου για να στρίψομε τσιγάρα.
Ώρες ατέλειωτες μπορούσα ν’ ακούω εκείνους τους ακατάβλητους γέροντες με τη γοητευτική κρητική ντοπιολαλιά και τις ιστορίες τους για εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Μας δίδαξαν αναρίθμητες μαντινάδες και μακρόσυρτα ριζίτικα με ανατολίτικα γυρίσματα.
Διάβαζαν την τύχη μας πάνω στις σπάλες των αρνιών, εξηγούσαν δεισιδαιμονίες και μαγικά ξόρκια, ερμήνευσαν όνειρα και μας έδειχναν πως να κατσαρώνουμε τα μουστάκια μας, να δένομε σωστά τα κροσσωτά μαύρα σαρίκια, να μπαλώνουμε τα στιβάνια μας, να τυλίγουμε γύρω απ’ τη μέση τα βαθυκόκκινα μεταξωτά ζωνάρια μας, μεταμφίεση που χάρη σ’ αυτή κατορθώναμε να μην ξεχωρίζουμε, τουλάχιστον για τα γερμανικά μάτια από τους ίδιους τους Κρητικούς.
Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν πως αυτοί που δε γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση μπορούσαν από μνήμης ν’ απαγγέλουν ολόκληρο τον «Ερωτόκριτο», το φανταστικό αυτό κρητικό παραμύθι που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται μέσα σε σκηνικό παρόμοιο με κείνα του «Ονείρου Μεσοκαλοκαιριάτικης Νύχτας». Χρονολογείται από το δέκατο έβδομο αιώνα και οι στίχοι του ξεπερνούν τους δέκα χιλιάδες. Συχνά, μ’ έπαιρνε ο ύπνος για μια- δυο ώρες και ξυπνούσα για να βρω κάποιον αναμεσά τους που ψαλμωδούσε ακόμη…
Ωστόσο ποτέ δε μέναμε σε κείνα τα λημέρια για πολύ καιρό. Υπήρχαν φορές που τ’ ανατίναζαν, όταν γινόταν γνωστή η τοποθεσία, έστω κι αν οι κάτοικοι του χωριού και οι βοσκοί φυλούσσαν άψογα τα μυστικά τους. Όμως διατρέχαμε κινδύνους από τους προβοκάτορες της Γκεστάπο και όχι σπάνια αναγκαζόμασταν να μετακινηθούμε ενώ ο εχθρός μας καταδίωκε στους λόφους τις περισσότερες φορές εφοδιασμένους με ανιχνευτές ασυρμάτων.
Τότε παραχώναμε βιαστικά ή καμουφλάραμε τις πολύτιμες βαλίτσες μας ή τις φορτώναμε στη πλάτη μαζί με τις μπαταρίες και παίρναμε δρόμο. Θυμάμαι που χρειάστηκε να περάσω κάποτε μια ατέλειωτη μέρα τρυπωμένος στα κλαριά μιας βελανιδιάς ενώ γερμανικές περίπολοι σήκωναν στο πόδι την περιοχή ψάχνοντας βήμα βήμα ανάμεσα στα κατσάβραχα και τους θάμνους…
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος