Στις 3 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στο χωριό Φιλίππος μια σεμνή τελετή στη μνήμη των κατοίκων του χωριού, που πήραν μέρος στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών κατακτητών, με πρωτοβουλία του πολιτιστικού συλλόγου.

Το χωριό αυτό, με την τόσο ένδοξη ιστορία και την ενεργό συμμετοχή όλων των κατοίκων στους εθνικούς αγώνες, δυστυχώς ακολουθεί τη μοίρα των περισσότερων χωριών της Κρήτης, με αποτέλεσμα σήμερα να αντιμετωπίζει το φάσμα της ερήμωσης, αριθμώντας 25 – 30 κατοίκους συνολικά.

Θα ήθελα σήμερα, αντί μνημοσύνου στους ήρωες πολέμαρχους του χωριού αυτού, να αναφερθώ συνοπτικά σε δύο – τρία ανέκδοτα περιστατικά, ιστορίες και γεγονότα της νεότερης μόνο Ιστορίας, που έλαβαν χώρα στο συγκεκριμένο χωριό, χάριν της ιστορικής μνήμης.

Στις 3 Αυγούστου 1941, τότε που η Κρήτη αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα στέναζε κάτω από την μπότα του βάρβαρου κατακτητή, τότε που όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», σ’ αυτό το χωριό με το αδούλωτο φρόνημα όλων των κατοίκων, έγινε η πρώτη σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο επαναστατική συνέλευση μιας ομάδας οκτώ πατριωτών από το χωριό αυτό, τη Βιάννο, αλλά και τα γύρω χωριά.

Τα άτομα αυτά ήταν:

  1. Ραπτόπουλος Αλέξανδρος, ταγματάρχης
  2. Ραπτάκης Χαράλαμπος, ίλαρχος
  3. Φιλιππάκης Μιχαήλ, ταγματάρχης
  4. Αγγελάκης Ιωάννης, ταγματάρχης σε π.δ.
  5. Αυλιτής Δημήτριος, υπολοχαγός
  6. Χαραλαμπίδης Γεώργιος, ανθυπολοχαγός
  7. Κωνσταντόπουλος Αντώνιος, υπολοχαγός και
  8. Φάκαρος Αντώνιος, ανθυπολοχαγός.

Οι παραπάνω συνέταξαν πρωτόκολλο και έδωσαν όρκο ότι θα προσφέρουν τον εαυτό τους ολοκαύτωμα για την εξυπηρέτηση των ιδεωδών της ελευθερίας, θέτοντας την πατρίδα υπεράνω οικογενειακών και λοιπών συμφερόντων.

Εξέχουσα θέση ανάμεσα στους κατοίκους του προαναφερθέντος οικισμού, αλλά και της ευρύτερης περιφερειακής ενότητας είχε ο Ιωάννης Αγγελάκης, ως αξιωματικός σε τιμητική αποστρατεία (επ’ ανδραγαθία), αλλά και ως ο κατεξοχήν οικονομικός παράγοντας της περιοχής.

Τον ίδιο, αλλά και τον αδελφό του Δημήτρη, είχαν ιδιαίτερα στο στόχαστρο οι Γερμανοί, γεγονός που τους ανάγκασε να κρύβονται στα βουνά, για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Ο Ιωάννης, αν και είχε συλληφθεί δύο – τρεις φορές από γερμανικές περιπόλους, αφηνόταν ελεύθερος, γιατί είχε την πρόνοια και την εξυπνάδα (δεν γνωρίζω πώς το κατάφερε) να αλλάξει την ταυτότητά του και από Ιωάννης Αγγελάκης να αναγράφεται με το όνομα Ιωάννης Νικητογιάννης.

Κάποτε λοιπόν, ο Νικητογιάννης είχε συλληφθεί μαζί με πολλούς άλλους κατοίκους των γύρω χωριών και είχε μεταφερθεί στο γερμανικό στρατηγείο στις Μοίρες. Μαζί με τους συλληφθέντες ήταν και ο γιος του Νικητοδημήτρη (Δημήτρη Αγγελάκη), ο Μιχάλης, παιδί 14 ετών. Είχαν φαίνεται κάποιες πληροφορίες ότι ο μικρός μετέφερε μηνύματα, σημειώματα και φαγητό στις διάφορες αντιστασιακές ομάδες και ιδιαίτερα στην ομάδα «ΕΤΟΝ» που την αποτελούσαν ο μετέπειτα στρατηγός Ταμιωλάκης Θωμάς (πρώτος εξάδελφος του Μιχάλη), ο Αντώνης Αγγελικούσης και δυο – τρεις Εγγλέζοι αξιωματικοί, απεσταλμένοι όλοι της συμμαχικής διοίκησης της Μ. Ανατολής.

Κάποια μέρα, ο Νικητογιάννης, βλέποντας ότι είχαν πάρει για ανάκριση τον μικρό ανιψιό του, Μιχάλη, και φοβούμενος ότι θα τον βασανίσουν για να τον κάνουν να μαρτυρήσει, περίμενε έξω από την αίθουσα. Μόλις είδε το παιδί να βγαίνει, άγρια στραπατσαρισμένο από τα βασανιστήρια, το ρώτησε: «Εμαρτύρησές με μωρέ;». Ησύχασε όμως αμέσως όταν το παιδί του απάντησε: «Δεν μαρτυρώ εγώ!».

Μια άλλη φορά, ο Νικητογιάννης ήταν στην ομάδα αγγαρείας, που σκούπιζε τους δρόμους. Βλέποντάς τον κάποιος από τον Αχεντριά να σκουπίζει, έτρεξε και του είπε: «Κύριε Αγγελάκη, εσείς σκουπίζετε; Δώστε μου τη σκούπα και θα σκουπίσω εγώ». Ευτυχώς, δεν ήταν κανείς κοντά να ακούσει.

Ο Νικητογιάννης τον πλησίασε τότε και σε αυστηρό ύφος του λέει: «Δεν είμαι ο Αγγελάκης, είμαι ο Νικητογιάννης και μην με ξαναπείς Αγγελάκη».

Θα ήθελα να αναφερθώ ακόμη σε ένα περιστατικό, που δείχνει ολοκάθαρα πόσο αγνές, ανυστερόβουλες, ανιδιοτελείς και αυθόρμητες ήταν οι προθέσεις όλων αυτών που πήραν μέρος στον κοινό αγώνα από το συγκεκριμένο χωριό, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή των Αστερουσίων (και όχι μόνο), χάριν της ιστορικής μνήμης.

Χωρίς να τους υποχρεώσει κανείς, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τις οικογένειές τους, έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της πατρίδας. Έτσι, γιατί το ένιωθαν.

Αποτέλεσμα της μαζικής συμμετοχής μικρών και μεγάλων στην αντίσταση, ήταν οι κατακτητές να αισθάνονται ανασφάλεια και δεν ήταν λίγες οι φορές που έχαναν και τον ύπνο τους.

Θα παρουσιάσω ένα περιστατικό που επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα εκτίμηση.

Δώδεκα περίπου χρόνια μετά την απελευθέρωση, η φτώχια και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά άθλιες, η πείνα και η δυστυχία μάστιζε τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων. Στα χωριά, τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ούτε τουαλέτα. Είχαν όμως απαραίτητα τζάκι όλα τα σπίτια, το οποίο χρησιμοποιούσαν για θέρμανση και μαγείρεμα και σίγουρα δεν ήταν όπως τα σημερινά, που κοσμούν τα σαλόνια κάποιων σπιτιών.

Μια μέρα λοιπόν, βλέποντας τον πατέρα μου να ανάβει το τζάκι και να προσπαθεί να κάψει κάποια χαρτιά από την εκκαθάριση του αρχείου του προφανώς, παρατήρησα μέσα στα χαρτιά που είχε σε ένα κοφίνι δυο έγγραφα που μου κίνησαν το ενδιαφέρον, επειδή αφενός ήταν τυπωμένα σε πολύ καλής ποιότητας χαρτί και αφετέρου ήταν γραμμένα στην αγγλική γλώσσα, τα οποία και περιμάζεψα. Τα έγγραφα αυτά έφεραν τις υπογραφές, το ένα του Ουίνστον Τσώρτσιλ, πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, και το άλλο του Αλεξάντερ, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου. Και οι δύο εξέφραζαν τις ευχαριστίες τους στον Δημήτρη Αγγελάκη, για τη συμμετοχή του στον κοινό αγώνα, αλλά και για την περίθαλψη και βοήθεια που προσέφερε σε Άγγλους αξιωματικούς.

Όταν έλαβα γνώση των δύο εγγράφων, τον ρώτησα γιατί πέταξε αυτά τα χαρτιά στο καλάθι των αχρήστων για να τα κάψει. «Τι χαρτιά είναι αυτά;» με ρωτάει. Του είπα ότι είναι δυο ευχαριστήριες επιστολές αναγνώρισης των υπηρεσιών που προσέφερε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Μου απαντά: «Εμείς επολεμήσαμε για να μας στέλνουν χαρτιά;».

Και κάτι ακόμη. Η ευρύτερη οικογένεια των Αγγελάκηδων, σε Κρεβατά, Βαχό, Αμιρά, Άγιο Βασίλειο, Σύμη κ.λπ. αριθμεί 13 νεκρούς, όπως αναφέρει και ο Ανδρέας Αγγελάκης στο δημοσίευμά του στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», του Ηρακλείου, της 02/08/2018.

 

* Ο κ. Γιάννης Αγγελάκης είναι εκπαιδευτικός