Βρισκόμαστε στην Αθήνα τον 5ο αιώνα προ Χριστού. Ο Σοφοκλής ο Αθηναίος, τραγικός ποιητής, ήταν απασχολημένος στο γραφείο του στο κτήμα του στoν Κολωνό. Ξαναδιάβαζε την καινούργια τραγωδία, που είχε γράψει για να συμπληρώσει την τετραλογία: τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Βιαζόταν να προλάβει την παράσταση στην γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων. Την ξανακοίταζε και όλο έκανε αλλαγές στους στίχους.

Ο πάπυρος(1) είχε γεμίσει με διαγραφές  και διορθώσεις. Δύσκολα μπορούσες να διαβάσεις  το κείμενο. Ευτυχώς που είχε τον δούλο του τον Νικόμαχο, νέο είκοσι δύο ετών, να καθαρογράφει τα κείμενα. Τον είχε αγοράσει πριν από τρία χρόνια. Ήταν αιχμάλωτος πολέμου από την Θράκη.

Ελληνικά αρχικά δεν ήξερε. Όταν τον ρωτούσε με νοήματα πώς τον λένε, απαντούσε κάτι σαν «Νιγκόμπ». Την γλώσσα του ο Σοφοκλής δεν την καταλάβαινε .Όταν μιλούσε, ακουγόταν κάτι σαν μπαρ-μπαρ. Ήταν βάρ-βαρ-ος(2). Δηλαδή δεν μιλούσε ελληνικά. Ο Σοφοκλής αποφάσισε να τον ονομάσει Νικόμαχο, που κάπως ταίριαζε με το Νιγκόμπ.

Ο Νικόμαχος κοντά στον Σοφοκλή γρήγορα έμαθε ελληνικά. Ήταν ευφυέστατος. Έμαθε και το ελληνικό αλφάβητο. Και τώρα, μετά από τρία χρόνια, είχε την ικανότητα να καθαρογράφει και ακόμη και διορθώσεις να κάνει στα κείμενα του κυρίου του, του τραγωδού Σοφοκλή του Αθηναίου. Έκανε βέβαια πότε πότε κάποια σφάλματα. Μερικές φορές π. χ. έλεγε «χαίρομαι» (βαρβαρισμός) αντί για «χαίρω», όπως ήταν το σωστό. Αυτά όμως μόνο στα προφορικά. Στα γραπτά τα ελληνικά του ήταν άψογα.

Και τώρα ο Νικόμαχος σιωπηλός στο γραφείο, στο δικό του τραπέζι, δίπλα στον κύριό του, καθαρόγραφε την τραγωδία «Αντιγόνη» της τετραλογίας. Ήταν πολύ αφοσιωμένος στην δουλειά του. Όλη την νύχτα δεν είχε κοιμηθεί. Έπρεπε να την τελειώσει. Να την παραδώσει μέχρι το βράδυ καθαρογραμμένη στον κύριό του.

Τρεις τραγωδίες  και ένα σατυρικό δράμα έπρεπε να παρουσιάσει ο ποιητής για τα Μεγάλα Διονύσια. Σπουδαία γιορτή στη αρχαία Αθήνα, με θεατρικές παραστάσεις. Όλοι οι Αθηναίοι έτρεχαν στο θέατρο να τις παρακολουθήσουν. Και έπρεπε γρήγορα να υποβληθούν στην επιτροπή κριτών διορθωμένες και καθαρογραμμένες.

Κάποια στιγμή ο Νικόμαχος, κουρασμένος, σταμάτησε να γράφει. Ο Σοφοκλής το κατάλαβε, γιατί σταμάτησε να ακούγεται το ελαφρό γρατζούνισμα της γραφίδας  επάνω στον πάπυρο. Και είδε τον Νικόμαχο να δακρύζει. Και να κλαίει. Σιωπηλά. Κρυφά.

Σηκώθηκε, τον πλησίασε και τον ρώτησε.

– Κουράστηκες, Νικόμαχε; Τι έχεις;

– Όχι, κύριε…

– Τότε γιατί κλαις;

Ο Νικόμαχος αρχικά δεν ήθελε να απαντήσει. Τελικά όμως του εξομολογήθηκε.

– Θυμήθηκα την γυναίκα μου. Και τα παιδιά μου…

– Ήσουν, Νικόμαχε, παντρεμένος; Είχες οικογένεια;

– Ναι… Είχα… Έχω… γυναίκα και δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι…

– Και τώρα δεν ξέρεις τι γίνονται, πού βρίσκονται… Και στενοχωριέσαι.

Ο Νικόμαχος ένευσε «ναι» και τα δάκρυά του ξεχείλισαν.

Ο Σοφοκλής τον λυπήθηκε. Ακούμπησε με το χέρι του το ιμάτιο(3) στον ώμο του δούλου. Δάκρυσε κι αυτός. Ύστερα συγκρατήθηκε. Συνήλθε και του είπε.

– Έχε θάρρος, Νικόμαχε. Εγώ, επειδή είσαι ευφυής και άξιος, θα προτείνω να γίνεις αθηναίος πολίτης. Ελεύθερος… απελεύθερος… Όχι δούλος…

– Ευχαριστώ, κύριε. Είσαι καλός.

Ο Νικόμαχος σταμάτησε να δακρύζει. Όμως  η θλίψη του, παρ’ όλα αυτά, δεν μειώθηκε. Και όλο την οικογένειά του σε κάποιο χωριό της Θράκης θυμόταν. Τι να γίνονται άραγε… Και ήταν χειμώνας. Κρύο.

Και ξανάρχισε να διορθώνει και να καθαρογράφει. Αυτό ήταν μια παρηγοριά. Κάπως ξεχνούσε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. 1) Από την λέξη πάπυρος προέρχονται τα: paper  αγγλικά, papier  γαλλικά, Papier γερμανικά.

2) Αρχαία προφορά barbaros. Στα αρχαία ελληνικά το β προφερόταν όπως το αγγλικό b. To β κράτησε την αρχαία προφορά του στην νεοελληνική, εφόσον προηγούνταν το γράμμα μ  και εφόσον η λέξη σώθηκε στο στόμα του λαού (δηλ. δεν προέρχεται από την λόγια γλώσσα): εμβαίνω> μπαίνω, εμβόλιον>μπόλι, εμβαλλώνω>μπαλώνω. Βάρβαρος=αυτός που δεν μιλά ελληνικά, που δεν τον καταλαβαίνεις, όταν σου μιλά. Πβ. σήμερα: Μιλούσε μπουρ μπουρ και δεν τον καταλάβαινα.

3) Ιμάτιον=εξωτερικό φόρεμα στην αρχαία Ελλάδα.