Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου δεν υπάρχουν πια! Για να ακριβολογούμε, υπάρχουν αλλά μόνο ως τίτλος στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη με τον αλησμόνητο Θανάση Βέγγο και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας η αξέχαστη Αλέκα Παΐζη, που ζει στην άδεια Αθήνα του Αυγούστου των αρχών της δεκαετίας του 1990. Μεγάλωσε σε μια όμορφη πόλη. Με τα χρόνια όμως την είδε να καταστρέφεται και να συγκεντρώνει τέσσερα εκατομμύρια Έλληνες που προσπαθούν να επιβιώσουν.

Τον Αύγουστο έφευγαν τότε πολλοί Αθηναίοι από την πόλη. Άλλοι γύριζαν στα χωριά τους και άλλοι κατέφευγαν στις κοντινές παραλίες. Έμεναν στην Αθήνα μόνο οι μοναχικοί άνθρωποι, αυτοί που την προτιμούσαν έρημη.

Οι ήρωες της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη αντιπροσωπεύουν αυτές τις κατηγορίες των ανθρώπων. Είναι οι άνθρωποι που ψάχνουν για παρέα, αναζητούν τον έρωτα και επιδιώκουν την βαθιά ανθρώπινη επικοινωνία.

Μια γυναικεία φιγούρα πίσω από ένα φωτισμένο παράθυρο, δυο κλεφτές ματιές στο άδειο βαγόνι του ηλεκτρικού, μια γλυκιά άγνωστη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου (όχι του κινητού), μπορεί να αποτελέσουν την αφετηρία μιας ουσιαστικής ανθρώπινης σχέσης.

Εδώ κυριαρχεί η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή χωρίς να υπολογίζεται το τίμημα, ενώ κανένας δεν μπορεί να ξέρει πού μπορεί να καταλήξει μια απλή γνωριμία. Μια σπονδυλωτή ταινία με τρεις ιστορίες ζωής στην αυγουστιάτικη Αθήνα μιας περασμένης εποχής, που τις συνδέει η μοναξιά, η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και η… πανσέληνος. Η ταινία αποτελεί μια ελεγεία πάνω στην μοναχικότητα…

Σε μια κριτική της ταινίας το 1992 οι «New York Times», μεταξύ άλλων, έγραφαν: «Η Αθήνα στο τέλος του καλοκαιριού είναι ένα έρημο μέρος. Κατοικούν σε αυτή άνθρωποι μελαγχολικοί, βυθισμένοι στις σκέψεις τους».

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά την κινηματογραφική καταγραφή του αθηναϊκού Αυγούστου μιας περασμένης εποχής, οι «New York Times» μαζί με ένα πλήθος ξένων ΜΜΕ, διαπιστώνουν αυτό που συμβαίνει τον σύγχρονο Αύγουστο στην Αθήνα και το γνωρίζουν πολύ καλά και όλοι οι ταλαίπωροι κάτοικοι του κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας.

Η Αθήνα δεν είναι πλέον άδεια τον Αύγουστο. Αντίθετα είναι γεμάτη με κόσμο και πολύ συχνά ασφυκτικά γεμάτη. Το κέντρο της πόλης, όχι μόνο δεν είναι πια έρημο, αλλά έχει γεμίσει από χιλιάδες τουρίστες που σουλατσάρουν πάνω κάτω στους δρόμους και τις πλατείες της μεγάλης τσιμεντούπολης.

Τη μελαγχολία των κατοίκων της Αθήνας του Αυγούστου της δεκαετίας του 1990, έχει διαδεχθεί σήμερα ο ενθουσιασμός των τουριστών που έχουν κατακλύσει το κέντρο.

Ευτυχισμένοι, ευδιάθετοι και χαζοχαρούμενοι οι αυγουστιάτικοι επισκέπτες, εμφανίζονται μπροστά στις κάμερες, με καπέλα, σορτσάκια και αντηλιακά, δίνοντας έναν διαφορετικό καλοκαιρινό τόνο στις γειτονιές της σύγχρονης Αθήνας.

Τα πεζοδρόμια είναι κατειλημμένα από τραπεζάκια, οι ταβέρνες ασφυκτικά γεμάτες, ενώ το κυκλοφοριακό – ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης – δεν λέει να αποσυμπιεστεί, όπως συνέβαινε κάποτε σε αλλοτινά αυγουστιάτικα αθηναϊκά φεγγάρια.

Ακριβώς όμως πίσω από τη μαγική προβεβλημένη εικόνα του αθηναϊκού αλλά και ελληνικού «θαύματος» του υπερτουρισμού, υπάρχει και η άλλη όψη της σύγχρονης πρωτεύουσας, μόνο που αυτή δεν είναι καθόλου ειδυλλιακή.

Οι κάτοικοι της σημερινής Αθήνας δεν έπαψαν να είναι μελαγχολικοί και εξακολουθούν να είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Τώρα μάλιστα να δεις μελαγχολία! Είναι οι άνθρωποι που δεν έφυγαν για διακοπές και ούτε πρόκειται να φύγουν.

Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν πάει ποτέ διακοπές, όχι γιατί δεν το ήθελαν αλλά γιατί δεν μπορούσαν να πάνε. Σήμερα υπάρχουν ακόμα περισσότεροι λόγοι να μην μπορούν να πάνε. Εκείνα τα χρόνια έμεναν κάποιοι στην Αθήνα τον Αύγουστο από επιλογή. Σήμερα, επιλέγουν να κάνουν «staycation», από ανάγκη…

Τότε που η Αθήνα άδειαζε τον Αύγουστο, εκείνοι που έμεναν πίσω παρηγορούσαν τον εαυτό τους λέγοντας πως, «η Αθήνα τον Αύγουστο είναι όμορφη!». Ακόμα κι αν ήταν κάποτε όμορφη η Αθήνα τον Αύγουστο, τώρα πια δεν είναι…

Εικόνα παρόμοια με εκείνη της Αθήνας – τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως – παρατηρούμε και σε όλες τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας τον, κατά πολλούς, ωραιότερο μήνα του χρόνου.

Η εκτός ορίων ακρίβεια που συνεχίζει να καλπάζει ανεξέλεγκτη και να «δαγκώνει» άσχημα, οι καταποντισμένοι μισθοί που βγάζουν δεν βγάζουν το δεκαπενθήμερο, οι απαγορευτικές τιμές των μονοπωλιακών ακτοπλοϊκών εταιρειών και οι δυσθεώρητες αξιώσεις στα τουριστικά καταλύματα διαμονής, απαγορεύουν σήμερα ακόμα και στον μέσο Έλληνα να κάνει διακοπές.

Τα «μπάνια του λαού» που άλλοτε συνιστούσαν αξία αδιαπραγμάτευτη για τους Έλληνες, σήμερα αποτελούν προνόμιο μόνο των ολίγων.

Η «κυβέρνηση των ολίγων» φροντίζει γι’ αυτό. Για να μπορούν οι ολίγοι προνομιούχοι Έλληνες, μαζί με τους πολλούς τουρίστες, να απολαμβάνουν ανεμπόδιστα τις διακοπές τους όταν κατακλύζουν τους δημοφιλείς προορισμούς.

Γι’ αυτό αναλαμβάνουν «δράση» τα γνωστά κυνικά και γραφικά πλέον φερέφωνα της κυβέρνησης να δίνουν δημόσια τις κατάλληλες «οδηγίες» και συμβουλές, όχι όμως προς τους λουόμενους παραθεριστές, αλλά προς τους αποκλειόμενους από τις φετινές διακοπές, «staycationιστές»:

Εσύ, μικρομεσαίε, φιλήσυχε, υπάκουε και αδιαμαρτύρητε Ελληνάκο – σου λένε – που δεν διαθέτεις τα «φράγκα» σήμερα, δεν είναι ανάγκη να πας στα μαγικά νησιά που πήγαινες κάποτε – στις καλές εποχές – για να κάνεις τα μπάνια σου, αλλά να πας τώρα στην εξοχή, στο χωριό σου.

Οι μισοί Έλληνες άλλωστε δεν θα κάνουν φέτος διακοπές για οικονομικούς λόγους, σύμφωνα με έρευνες. Ας μην κάνεις μπάνια και μια χρονιά, δεν πειράζει, τι θα πάθεις; Αλλά να μην μείνεις και στην πόλη και να ενοχλείς τους τουρίστες.

Να γυρίσεις στις ρίζες σου, στα πάτρια εδάφη, με το λεωφορείο της γραμμής μάλιστα που δεν θα σου κοστίσει ακριβά. Δες το σαν ένα μικρό ταξίδι. Σαν ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο… τραύμα!

Εκεί στο χωριό, στην ύπαιθρο, που έχει εγκαταλειφτεί από όλους – εκτός από τις φωτιές – που έχει ερημώσει από παιδιά και ξεφαντώματα, εκεί ίσως να βρεις και τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου που αποζητάς.

(Όσο «ήσυχες» βεβαίως μπορεί να είναι αυτές, με τη μισή Ελλάδα να καίγεται και τη Μέση Ανατολή να φλέγεται!). Εκεί θα ακούς μόνο τα τζιτζίκια να σου τραγουδάνε τη μέρα και τα τριζόνια το βράδυ. Κι αν το χωριό σου είναι κοντά σε βουνό, θα έχεις και τσάμπα δροσιά.

Αν έμενες στην πόλη θα έσκαγες σαν τον τζίτζικα, για να απέφευγες το «ηλεκτροσόκ» που θα πάθαινες από τη χρήση του κλιματιστικού. Με μισό κιλό φέτα και μια φέτα καρπούζι θα ζεις σαν… Γερμανός! (Με μισθό… Έλληνα!). Αν δεν πιάνει και η τηλεόραση ακόμα καλύτερα. Θα βρεις κάτι πιο χρήσιμο να κάνεις από το να αποχαυνώνεσαι.

Έφτασε και φέτος ο Δεκαπενταύγουστος! Είναι εδώ πλάι μας και μας χαμογελά. Όσοι φύγανε, φύγανε. Οι υπόλοιποι θα κάνουμε παρέα στα γνωστά τα μέρη. Στα χωριά και στα «μπαλκονήσια» μας! Δεν παραπονιέμαι.

Αρκεί να είμαστε καλά. Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να ψάξουμε λίγο περισσότερο τον μέσα μας κόσμο, παρά τον έξω μας. Αυτός είναι που χρήζει πραγματικής «εξερεύνησης». Εκεί αξίζει πραγματικά να «αποδράσουμε».

Μπορεί να (ξανα)δούμε και την πολύ όμορφη ταινία, «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», που αποτελεί έναν λιτό ύμνο στις μικρές λύπες και όχι στις χαρές της ζωής, που μας κρατάνε όμως ζωντανούς.

Να μας υπενθυμίσει πως, τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως φαίνονται και πως κάποιες στιγμές αξίζει να τις ζούμε ακριβώς έτσι όπως έρχονται. Είναι οι στιγμές που προσπαθούμε να περισώσουμε κάτι από την ανθρωπιά μας. Σε εκείνες τις στιγμές άλλωστε κρύβεται η ομορφιά της ζωής.

Καλό Δεκαπενταύγουστο!

https://moschonas.wordpress.com