Συνήθως, με τη λέξη «ήρωας» και «ηρωίδα» εννοούμε τον άνθρωπο που προβαίνει σε γενναία πράξη, συχνά μέχρι σημείου αυτοθυσίας, τον γενναίο, αυτόν που κατορθώνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο (Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 738).

Έτσι, έχουμε ταυτίσει τους ήρωες με τους αγωνιστές των εθνικών αγώνων, αυτούς που έδωσαν όχι μόνο την περιουσία τους αλλά ακόμη και τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας. Τέτοιοι είναι π.χ. οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 (Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Αθαν. Διάκος, Μπουμπουλίνα κ.ά.) ή αυτοί των κρητικών Επαναστάσεων (Δασκαλογιάννης, Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, Καζανομανόλης, καπετάν Μιχάλης Κόρακας, Μαστραχάς, ηγούμενος Γαβριήλ  κ.ά.).

Τους ήρωες αυτούς τους τιμούμε και τους αναφέρουμε στις εθνικές γιορτές ή διδάσκουμε στα σχολεία για την προσφορά τους, άσχετα αν τα τελευταία χρόνια, στην αντιηρωική εποχή που ζούμε, και αυτοί πάνε να ξεχαστούν.

Ωστόσο, εκτός από τους ήρωες που σχετίζονται με τους εθνικούς μας αγώνες, υπάρχουν και οι ήρωες της ζωής, οι άνθρωποι εκείνοι που στην καθημερινή ζωή κι έχοντας μπροστά τους πολλές και μεγάλες δυσκολίες, κατορθώνουν να τις αντιμετωπίσουν και να φέρουν εις πέρας έργα που για άλλους φαίνονται αδιανόητα. Ένας άνθρωπος π.χ. που φροντίζει για χρόνια τον κατάκοιτο γονιό του ή το άρρωστο παιδί του, μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τέσσερα παιδιά, ένας άνθρωπος που πέφτει στη θάλασσα για να σώσει κάποιον συνάνθρωπό του που κινδυνεύει δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ήρωας: είναι ο ήρωας ή η ηρωίδα της καθημερινότητας.

Ανέφερα ήδη ότι ζούμε σε μια εποχή αντιηρωική. Οι άνθρωποι δύσκολα αφήνουμε τη βολή μας, δύσκολα βγαίνουμε από το εγώ μας, για να θυσιαστούμε χάριν ενός υψηλού ιδανικού, κάποιας υψηλής αξίας ή χάριν του συνανθρώπου μας. Βέβαια, για να μην αδικούμε το παρόν, πάντοτε οι ηρωικές πράξεις ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Ο άνθρωπος πολύ δύσκολα θυσιάζει τη ζωή και την περιουσία του για κάτι άλλο υψηλότερο. Το σύνηθες είναι να υποταχθεί στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και να προσπαθήσει να προστατέψει τον εαυτό του και να εξασφαλίσει την οικογένεια και την περιουσία του.

Για να φτάσει στην ηρωική πράξη, πρέπει να πιστεύει ακράδαντα σε κάτι πολύ υψηλό και να έχει φτάσει στο ακρότατο σημείο, εκεί όπου κρίνεται η ίδια η αξιοπρέπεια και η ελευθερία του ως ανθρώπου. Ο ήρωας ξεπερνά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που του υπαγορεύει να σώσει τη ζωή του, δίχως να ενδιαφέρεται για τους άλλους γύρω του, χάριν μιας υψηλής ιδέας ή μιας υψηλής αξίας (ελευθερία, ανθρωπιά, πατρίδα κλπ). Ο Δανός υπαρξιστής φιλόσοφος S. Kierkegaard γράφει κάπου το εξής:

«Το ζήτημα είναι να βρω την αλήθεια που είναι αλήθεια για μένα, να βρω την ιδέα για την οποία είμαι έτοιμος να ζήσω και να πεθάνω…Τι άλλο είναι η αλήθεια παρά το να ζεις για μια ιδέα;». Και ο εθνικός μας ποιητής, ο Δ. Σολωμός, στους «στοχασμούς» των Ελεύθερων Πολιορκημένων, αυτό το «ποίημα του Χρέους», όπως το αποκαλεί, αναφερόμενος στην Ιδέα, γράφει: «Μελέτησε καλά τη φύση της Ιδέας και το υπερφυσικό και γεννητικό βάθος της ας πετάξει έξω το φυσικό μέρος…». Φαίνεται καθαρά εδώ η διάκριση ανάμεσα στο «φυσικό» (ό, τι επιτάσσει η ανθρώπινη φύση) και το «υπερφυσικό» (ό,τι ξεπερνά την ανθρώπινη φύση).

Έγραψα όλα τα παραπάνω για τον ήρωα και την ηρωίδα, για να τα συνδέσω με τις γυναίκες εκείνες που γνωρίσαμε όσοι γεννηθήκαμε στα μέσα του 20ού αιώνα ή και νωρίτερα. Εννοώ τις προγιαγιάδες ή τις γιαγιάδες ή τις θείες μας ή άλλες γυναίκες, κυρίως στα χωριά μας αλλά και στις πόλεις, που στάθηκαν αληθινοί στυλοβάτες της οικογένειάς τους σε εποχές αληθινά δύσκολες και σε καιρούς χαλεπούς. Ήταν οι εποχές που η χώρα μας βρισκόταν κάθε τόσο σε πολέμους και οι άντρες έπρεπε να κρατούν το τουφέκι και να λείπουν από το σπίτι και την οικογένειά τους, χάριν της πατρίδας.

Πολλοί από αυτούς δεν γύριζαν ποτέ πίσω και οι γυναίκες στα χωριά και στις πόλεις έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, έχοντας να αναθρέψουν τρία, τέσσερα ή και πολύ περισσότερα παιδιά. Γίνονταν τότε και άντρες και γυναίκες, αφού οι περισσότερες έμεναν πιστές στη μνήμη του άντρα τους, ας ήταν και πολύ νέες. Ντύνονταν στα μαύρα, που δεν τα έβγαζαν ποτέ, ει μη μόνο ίσως στους γάμους των παιδιών τους. Καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, φρόντιζαν για την ανατροφή και τις σπουδές των παιδιών τους και πρόσεχαν να μην τους «βγει το όνομα» (γιατί οι χήρες εύκολα γίνονταν αντικείμενο σχολιασμού στις κλειστές κοινωνίες).

Ανυπέρβλητες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, γιατί η γυναίκα, λόγω των αντιλήψεων της εποχής, έπρεπε, συν τοις άλλοις, να προσέχει κάθε της κίνηση, κάθε της κουβέντα, κάθε συναναστροφή, κάθε της πράξη. Μέσα σ’  αυτό το κλίμα, έπρεπε να ζήσει τότε η γυναίκα. Ας αναλογιστούμε τη θέση της:  φτώχεια, χηρεία, έλλειψη βοήθειας, πιεστικό κοινωνικό περιβάλλον, προσωπικές ανάγκες. Κι όμως εκείνες οι γυναίκες δεν υπέκυπταν, δεν έσκυβαν το κεφάλι, δεν αφήνονταν στη μοίρα τους.

Τη μοίρα τους την έφτιαχναν οι ίδιες με τους κόπους, τους μόχθους, τις αγρύπνιες τους. Υπήρχαν, βέβαια, κι αυτές που παραδίδονταν στις επιταγές της σάρκας τους, με όλα όσα, σκληρά πολλές φορές, ακολουθούσαν αυτή τους την επιλογή. Μα κι αυτές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, αφού η φτώχεια και η μοναξιά είναι πάντα κακός σύμβουλος για μια νέα, κυρίως, γυναίκα. Δεν αναφέρομαι, όμως, σ’  αυτές τις γυναίκες. Αναφέρομαι στις άλλες, τις ηρωίδες, αυτές που θαυμάζει ο εθνικός μας ποιητής, όταν γράφει: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’  όνομά τους μνέω» (μνέω= ορκίζομαι) (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, απόσπ. 7).

Σκέφτομαι μερικές φορές αυτές τις γυναίκες που γνώρισα κι εγώ όχι μόνο στο χωριό μου αλλά και στις πόλεις. Γυναίκες αξιοθαύμαστες, που είχαν μόνες τους αναθρέψει, σπουδάσει και αποκαταστήσει τα παιδιά τους, παλεύοντας με πολλές δυσκολίες και ποικιλώνυμους πειρασμούς.

Γυναίκες που δεν δίστασαν, διατηρώντας την τιμή και την αξιοπρέπειά τους, να βγουν ακόμη και στη διακονιά, χάριν των παιδιών τους. Γυναίκες πού έσκαψαν τη γη, που βόσκησαν τα αιγοπρόβατα, που γέννησαν χωρίς γιατρό ή μαία, που έτρεχαν στη δουλειά «με την κοιλιά στο στόμα», που είχαν για σπίτι τους μια κάμαρη όλη κι όλη, που δεν είχαν άλλο βιος παρά μόνο τα χέρια και το μυαλό τους. Κι όμως δεν ήξεραν τι σημαίνει κατάθλιψη, αυτή την αρρώστια ημών των ανθρώπων  του παρόντος, που έχουμε τα πάντα, αλλά μας λείπει το χαμόγελο, αυτό που έβλεπες στο πρόσωπο εκείνων των γυναικών.

Γι’  αυτές τις ηρωίδες της ζωής, για τις οποίες έχουν γράψει λογοτέχνες, όπως ο Αλ. Παπαδιαμάντης, δεν ακούμε τίποτε. Κανείς δεν μίλησε και δεν μιλεί γι’  αυτές. Κανείς και καμιά δεν τις έχει για παράδειγμα, καμιά γυναίκα δεν τις μιμείται. Θυμούνται μόνο τις «συνταγές της γιαγιάς» κι αυτό για να αυξήσουν την ευχαρίστηση του σώματος. Οι περισσότερες σύγχρονες γυναίκες, παραδομένες σ’  ένα ξέφρενο δικαιωματισμό και ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής που όλα τα υποτάσσει στην ηδονοθηρία, δεν είναι έτοιμες για υποχώρηση και συμβιβασμό, προκειμένου να σωθεί η οικογένεια.

Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους άντρες (η πληθώρα των διαζυγίων το αποδεικνύει). Γυναίκα και άντρας σήμερα «βράζουν στο ίδιο καζάνι», το καζάνι της καλοπέρασης, από το οποίο τους βγάζει ό, τι πάει πιο πέρα από αυτό, ότι ξεπερνά το «φυσικό», που είπε ο Σολωμός, και δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το εγώ και τις ατομικές τους επιθυμίες, χάριν του «κοινού» της αλήθειας. Γιατί αληθές είναι ό, τι κοινωνείται με τον άλλο και όχι ό, τι υπακούει στις ατομικές εντολές που είναι έκφραση ατομικών και μόνον επιθυμιών.

Σκύβω το κεφάλι και προσκυνώ αυτές τις παλιές, ανώνυμες (αλλά και τις σύγχρονες) ηρωίδες, αυτές που βρήκαν τον τρόπο και τη δύναμη να μείνουν πιστές στην οικογένειά τους κι επαναλαμβάνω τας λόγια του Δ. Σολωμού:

Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σου λέω‧

Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’  όνομά τους μνέω.