Η δραματική μείωση του δείκτη γονιμότητας, όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, οδηγεί μοιραία σε συρρίκνωση και μαρασμό της Ελληνικής οικονομίας.
Είναι γνωστή η σχέση υπογεννητικότητας-οικονομίας και πόσο επηρεάζει η μία την άλλη, οδηγώντας τελικά, μέσα από ένα φαύλο κύκλο στην κατάρρευση τους. Και ενώ έχει επισημανθεί εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια η δραματική μείωση του πληθυσμού, ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί για την αναστροφή της.
Φαίνεται, μάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση να προτιμά την ανανέωση του πληθυσμού μέσω της μετανάστευσης και όχι μέσω της αύξησης των γεννήσεων. Υπογεννητικότητα υπάρχει σε μια χώρα, όταν ο αριθμός των γεννήσεων ανά έτος είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων.
Στην Ελλάδα ο δείκτης γονιμότητας βρίσκεται στο 1,3 σταθερό κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών δηλαδή των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα. Το 1980 ήταν η χρονιά που οι γεννήσεις σταμάτησαν να αυξάνονται μετά την ιδιαίτερα παραγωγική εικοσαετία 1960-1980 στην οποία καταγράφηκε αύξηση 16% του Ελληνικού πληθυσμού.
Από το 1980 και μετά καταγράφηκε σταθερή μείωση των γεννήσεων φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά από το 1944 ο αριθμός των θανατων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων. Παρόμοια ευρήματα καταγράφονται σε όλη την Ευρώπη.
Γενικότερα ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών μειώνεται και γέρνα και έως το 2050 το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας πληθυσμιακη’ς αύξησης θα προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα αίτια του δημογραφικού αδιέξοδου της πατρίδας μας πολλά και ποικίλα και σίγουρα όχι σημερινά.
Τον Μάιο του 2018 η HOPEgenesis (www.hopeaenesis.org)· Ελληνική κερδοσκοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 2015 με σκοπό την αναστροφή της μείωσης των γεννήσεων στην Ελλάδα, σε έκθεση της αναφέρει ως κύριο αίτιο της δημογραφικής κατάρρευσης, την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και λειτούργησε καταλυτικό ώστε να αποκαλύψει και να εντείνει την ήδη υπόρχουσα δυσμενή δημογραφικη θέση της χώρας. Δεν είναι όμως το μόνο αίτιο.
Το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας, κυρίως στις ακριτικές και παραμεθόριες περιοχές, η μειωμένη λόγω της οικονομικής κρίσης κρατική δαπάνη, καθώς και η μετανάστευση από το 2008 πάνω από 400.000 νέοι Ελληνες έχουν φύγει από την Ελλάδα, αποτελούν βασικά αίτια του δημογραφικού αδιέξοδου.
Πολλαπλά επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν τη θετική συσχέτιση μεταξύ γονιμότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Υπολογίζεται ότι για κάθε αύξηση του δείκτη γονιμότητας κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα αυξάνεται κατά 2-3%, ενώ το σταθερό και θετικό δημογραφικό είναι το πρώτο πράγμα που λαμβάνουν υπόψην οι ξένοι επενδυτές προκειμένου να προβούν σε μακροχρόνια επένδυση σε μια χώρα.
Και τούτο, γιατί η μείωση του επιπέδου γονιμότητας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού αλλά και την αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού έχει βαθιές επιπτώσεις στις κοινωνίες, αποτέλεσμα των δημοσιονομικών και πολιτικών πιέσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν στις επόμενες δεκαετίες τα συστήματα υγείας.
Η επιβάρυνση του ασφαλιστικού’ συστήματος καθώς οι ιατρικές απαιτήσεις των ηλικιωμένων είναι αρκετά μεγαλύτερες από αυτές των νέων και η κατάρρευση του συνταξιοδοτικού καθώς οι μειωμένες εργατικές εισφορές δεν είναι επαρκείς για να συντηρούν το υπάρχον απαιτητικό ασφαλιστικό σύστημα και οδηγούν μοιραία σε οικονομικό μαρασμό.
Η έρευνα “Ο πληθυσμός της Ελλάδας στον ορίζοντα του 2050” του πανεπιστημίου Θεσσαλίας προβλέπει ότι εκείνη τη χρονική περίοδο το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών αναμένεται να κυμανθεί στο 33% και των άνω των 85 ετών στο 6,5% (από 20,9% και 2,8% αντίστοιχα το 2015).
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δείχνει να βγαίνει από την οικονομική κρίση, θα πρέπει οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να χαράξουν ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για την αντίστροφή της υπογεννητικότητας ώστε να διατηρήσει θετικές προοπτικές ανάπτυξης στο μέλλον.
Είναι σημαντικό να δοθου’ν οικονομικά και φορολογικά κίνητρα σε οικογένειες να τεκνοποιήσουν ώστε να φτάσει η χώρα στο αναγκαίο όριο των 2.1 παιδιών ανά οικογένεια.
Σίγουρα θετικά θα συμβάλει και η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας με την επιστροφή των νέων που έφυγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Συμπερασματικά θα υποστηρίζαμε ότι κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία δράσεων αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών και άλλων φορέων με τους κρατικούς φορείς υγείας για την αντιμετώπιση του δυσεπίλυτου προβλήματος της υπογεννητικότητας.
Ο Στάθης Ι. Δημητριάδης είναι γενικός χειρουργός, επιμελητής Βενιζελείου Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου