«Της Δικαιοσύνης ήλιε Νοητέ και Μυρσίνη εσύ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου», δηλαδή «Δικαιοσύνη και Δόξα σας παρακαλώ μην ξεχνάτε την χώρα μου», τονίζει ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης.
Δικαιοσύνη λοιπόν είναι το ζητούμενο κατά τον ποιητή.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ όμως υπάρχει διάχυτη η αντίληψη ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον σημαντικό αυτό θεσμό της χώρας.
Η πρόσφατη τοποθέτηση βόμβας στο σπίτι της προέδρου του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του αστυφύλακα φρουρού της, αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη υποβόσκουσας εχθρικής αντίδρασης κάποιων ύποπτων κύκλων κατά του θεσμού.
Οι θεσμοί στις προηγμένες κοινωνίες έχουν υπόβαθρο τον πολιτισμό τους, δηλαδή παγιωμένα αξιακά συστήματα με πάγια αποδεκτές και αυτοπειθαρχούμενες συμπεριφορές.
Χώρες με θεσμική ολοκλήρωση αποδέχονται μεν τις πάσης φύσεως ιεραρχίες στις κοινωνίες τους, δεν αναγνωρίζουν όμως την ύπαρξη ιδιαίτερων νομικών αλλά και ουσιαστικών προνομίων ή συμπεριφορών που προέρχονται από την ιδιότητα οιουδήποτε προσώπου ή από κάθε σύστημα εξουσίας και λειτουργούν σε βάρος της ισονομίας και της ισοπολιτείας.
Ο Μέγας Φρειδερίκος της Πρωσίας ζήτησε κάποτε από τους αυλικούς του να εκκενωθεί από τους κατοίκους μια συγκεκριμένη έκταση της αυτοκρατορίας του, προκειμένου ανενόχλητος να επιδίδεται στο σπορ του κυνηγιού.
Όπως συμβαίνει με όλους τους αυλικούς όλων των εποχών και όλων των συστημάτων, οργάνωσαν και εφάρμοσαν προθύμως την επιχείρηση εκκένωσης της περιοχής από τους ενοχλητικούς υπηκόους. Όμως ένας μυλωνάς που είχε τον μύλο του στην περιοχή και αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του Αυτοκράτορα και στις πιέσεις των αυλικών, απάντησε με την ιστορική φράση «Υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο».
Ο Μέγας Φρειδερίκος, όταν πληροφορήθηκε την αντίδραση του μυλωνά, εξεπλάγη θετικά, όχι από την ανυπακοή του, αλλά από την πεποίθησή του ότι θα δικαιωθεί και από την εμπιστοσύνη του προς τους δικαστές του Βερολίνου, που ο ίδιος ο Αυτοκράτορας διόρισε.
Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι θεσμοί στην Ευρώπη. Έτσι σφυρηλατήθηκαν τα σημερινά τους αξιακά συστήματα.
Είναι δυσάρεστη η διαπίστωση, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ότι η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών δεν εμπιστεύεται την ελληνική Δικαιοσύνη. Η ευθύνη εδώ της κυβέρνησης είναι μεγάλη. Ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι κάποιοι – ελάχιστοι – που υποκύπτουν σε κυβερνητικές πιέσεις ή παρεμβάσεις, φοβούμαι ότι τέτοιες μεθοδεύσεις τελικά κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Παράδειγμα: Η προκαταρτική έρευνα καθιερώθηκε ως πρακτική, πριν από μερικά χρόνια, προκειμένου να αποφεύγονται άσκοπες εισαγγελικές διώξεις με αφορμή κάποια δημόσια καταγγελία και να προστατεύονται οι καταγγελλόμενοι πολίτες.
Αυτή η πρόχειρη εισαγγελική έρευνα θα έπρεπε κανονικά να τελειώνει μέσα σε λίγες μέρες, αν όχι ώρες, μόλις δε διαπιστώνεται υπόνοια ποινικής ευθύνης, να παραπέμπεται η υπόθεση για ουσιαστική έρευνα στον φυσικό δικαστή-ανακριτή.
Δυστυχώς όμως παρουσιάζεται το μη σύννομο φαινόμενο των πολύμηνων, ακόμη και πολύχρονων προκαταρκτικών εισαγγελικών ερευνών. Αυτό έχει ως συνέπεια να μένει έκθετη η Δικαιοσύνη, να κλονίζεται το κύρος της και να δοκιμάζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών.
Η υπόθεση των ομολόγων, των υποκλοπών, της Siemens κτλ. είναι μερικές από τις περιπτώσεις όπου οι εισαγγελείς αυτοβούλως λειτούργησαν ως ανακριτές. Επόμενο ήταν να εγερθούν υποψίες για μεροληψία και κυβερνητικές μεθοδεύσεις. Τελικά όμως ο θεσμός της Δικαιοσύνης με όλα αυτά πλήττεται ανεπανόρθωτα.
Μια Δημοκρατία που την κυβερνούν οι θεσμοί δεν ξέρει από προνόμια ολίγων ισχυρών.
Η υπόθεση ΛΥΤΡΑ, όπως εξελίχθηκε, οι μεγάλες αντιδράσεις που υπήρξαν για την προκλητική μεροληψία της Δικαιοσύνης προς έναν επώνυμο δικηγόρο, που τελικά προφυλακίσθηκε βέβαια με παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ακυρώνοντας την Πρωτόδικη απόφαση είναι χαρακτηριστικό δείγμα κακοδικίας… Η θεσμική Δημοκρατία πρέπει να είναι μια ήρεμη Δημοκρατία.
Αυτή ακριβώς η ήρεμη βεβαιότητα δημιουργείται από την αξιακή λειτουργία των θεσμών, και πρωτίστως της Δικαιοσύνης, ως προστάτιδας όχι μόνο του συνολικού θεσμικού συστήματος, αλλά και της δικής της θεσμικής αποστολής και των αξιών της.
Η ανάκτηση αυτής της εμπιστοσύνης δεν επιτυγχάνεται με πολιτικές ρητορείες, κηρύγματα και ευχολόγια. Για την ανατροπή αυτού του γενικευμένου κλίματος απαιτούνται από τις πολιτικές ηγεσίες γενναίες πρακτικές που δημιουργούν θετικά προηγούμενα.
Και αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο ζητούμενο για τα επόμενα χρόνια.