Διαβάζοντας την έκθεση του κ. Ντράγκι με αντικείμενο το μέλλον της Ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας είναι δύσκολο να μην αναλογιστεί κανείς σε ποιο βαθμό το περιεχόμενο του κειμένου αφορά ή θα πρέπει να αφορά τη δική μας πραγματικότητα.

Την τρέχουσα περίοδο που δείχνουν να υπερισχύουν οι πληθωριστικές πιέσεις, η έκθεση ξεκινάει θέτοντας εξαρχής το κεντρικό θέμα και το πλαίσιο αναφοράς, τα οποία δεν είναι άλλα από την ανάγκη για ανάπτυξη στην Ευρώπη και τη συγκριτική απόδοση σε σχέση με τους δύο άλλους παγκόσμιους οικονομικούς πόλους, τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η περίοδος της γρήγορης παγκόσμιας ανάπτυξης είναι σχεδόν βέβαιο πως έχει παρέλθει και αυτό επειδή η βελτιστοποιημένη πρόσβαση σε μακρινές αγορές είναι δυσκολότερη λόγω της αύξησης και του εμπορικού, αλλά και του στρατηγικού προστατευτισμού.

Η τεχνολογία είναι, κατά τον κ. Ντράγκι, ο πρώτος και ο πλέον σημαντικός παράγοντας στον οποίο πρέπει να επικεντρωθεί η ΕΕ προκειμένου να διατηρήσει στο μέλλον την προοπτική του ανταγωνιστικού ρυθμού ανάπτυξης και κατά συνέπεια το κοινωνικό της μοντέλο και το βιοτικό της επίπεδο.

Την ίδια στιγμή, η τεχνολογική πρόοδος συνεχίζεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και δεν είναι εύκολο να εξακριβώσει κανείς παράγοντες που να είναι ικανοί σε ρεαλιστικό επίπεδο να την επιβραδύνουν. Κατά την προηγούμενη τεχνολογική περίοδο, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρωτοφανή επανάσταση του διαδικτύου και της γνώσης, η ΕΕ μάλλον δεν κέρδισε τα μέγιστα, ειδικά σε όρους αύξησης της παραγωγικότητας.

Μάλιστα, η διαφορά στην παραγωγικότητα μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ εξηγείται εν πολλοίς από τον τεχνολογικό τομέα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση. Μόνο τέσσερις από τις μεγαλύτερες 50 τεχνολογικές εταιρείες είναι Ευρωπαϊκές.

Ίσως να είναι περισσότερο εντυπωσιακό πως δεν υπάρχει εταιρεία με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισ. ευρώ η οποία να δημιουργήθηκε στην Ευρώπη τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν όλες οι εταιρείες με αποτίμηση μεγαλύτερη του 1 τρισ. ευρώ.

Κατά τον κ. Ντράγκι, η ΕΕ πρέπει να αλλάξει στόχευση και να επικεντρώσει πολύ περισσότερο στις ψηφιακές τεχνολογίες. Οι Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι εξειδικευμένες και ώριμες σε περισσότερο παραδοσιακούς κλάδους, όπου όχι μόνο οι δυνατότητες για εκρηκτική ανάπτυξη είναι πολύ μικρότερες αλλά όπου ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα, με χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα τις μεγάλες Γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Δεδομένων των παραπάνω, στην Ευρώπη οι μεγαλύτερες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μέχρι και σήμερα γίνονται στους παραδοσιακούς κλάδους και όχι σε νέους. Όσο όμως ο πληθυσμός μειώνεται, τόσο περισσότερο η εξάρτηση της ανάπτυξης από την παραγωγικότητα θα έχει ως καταλύτη την τεχνολογία.

Το πρόβλημα είναι πως η τεχνολογία δεν φαίνεται πως μπορεί να αναπτυχθεί όσο θα έπρεπε στην Ευρώπη. Παρότι δεν λείπουν οι ιδέες και η φιλοδοξία, η δυσκολία εντοπίζεται στο ενδιάμεσο βήμα, δηλαδή στην εμπορική εκμετάλλευση. Δυστυχώς φαίνεται πως οι καινοτόμες προσπάθειες δεν τελεσφορούν στην Ευρώπη.

Επίσης δυστυχώς η Ελληνική πραγμα- τικότητα δεν θα μπορούσε να απέχει λιγότερο από αυτό το συμπέρασμα, κατά την ταπεινή μου άποψη. Δεν θα διαφωνήσω πως έχει αναγνωριστεί η σημασία των ψηφιακών τεχνολογιών από τον κρατικό τομέα και πως υπάρχουν πλέον πολιτικές για την προώθησή τους στην κοινωνία.

Για παράδειγμα, στη βίβλο του ψηφιακού μετασχηματισμού (2020-2025) οι ψηφιακές ικανότητες και δεξιότητες εντάσσονται ως θεματική ενότητα στους στρατηγικούς άξονες παρέμβασης. Όμως η υλοποίηση και η εφαρμογή των πολιτικών δεν είναι εκείνη που θα μπορούσε να είναι, όπως φαίνεται άλλωστε από στοιχεία των ευρωπαϊκών πλαισίων για την ψηφιακή ικανότητα των πολιτών (π.χ. nationalcoalition.gov.gr) τα οποία δείχνουν πως μάλλον απέχουμε από το σημείο που θα θέλαμε.

Το θέμα των δεξιοτήτων ίσως συναρτάται περισσότερο με την τεχνολογική ωριμότητα της κοινωνίας γενικότερα και με το κατά πόσο η αποτελεσματικότητα της εργασίας διαχέεται μέσω της τεχνολογίας, καθώς και με το κατά πόσο κυριαρχεί η νοοτροπία για βέλτιστη επίλυση των θεμάτων με τα καταλληλότερα εργαλεία.

Όμως η καινοτομία για την οποία γράφει ο κ. Ντράγκι ξεκινάει ή πρέπει να ξεκινάει μάλλον από επαγγελματίες, συχνά εξειδικευμένους ή τουλάχιστον από ανθρώπους που έχουν εντρυφίσει στην εργασία τους και αναζητούν την αποτελεσματικότητα. Το τοπίο της καινοτομίας στην Ελλάδα καταγράφεται από τους επίσημους φορείς διαχείρισης.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΕΚΤ (metrics.ekt.gr) για τους βασικούς δείκτες έρευνας και ανάπτυξης στη χώρα μας για προσωπικό και δαπάνες το 2022, οι δαπάνες στην Ελλάδα ανήλθαν σε 3 δισ. ευρώ, με τις επιχειρήσεις να συνεισφέρουν ποσοστό περίπου 49% αυτών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται στη 13η θέση μεταξύ των 27 χωρών, σε ό,τι αφορά την ένταση χρηματοδότησης για έρευνα και ανάπτυξη. Η έκθεση εξειδικεύει για τον τομέα των επιχειρήσεων καθώς και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τον κρατικό τομέα καθώς και για τις περιφέρειες.

Μπορεί να αναζητήσει κανείς ανάλογα στοιχεία στους φορείς διαχείρισης, όμως αυτό που ενδεχομένως λείπει, ίσως έχει να κάνει με την ποιότητα και όχι με τους αριθμούς. Ίσως δεν αφορά τις δραστηριότητες που διερευνούν ενδεχομένως τα όρια της τεχνολογίας ή και της επιστήμης ακόμα, αλλά εκείνες που προσφέρουν σύγχρονες λύσεις σε καίρια σημεία όπου υπάρχει άμεση παραγωγική και δημιουργική ανάγκη.

Είναι μάλλον προφανές και αυτονόητο πως τα σημεία αυτά περισσεύουν στη χώρα μας πολύ περισσότερο από ό,τι στην ΕΕ και πως η καινοτομία αυτού του είδους είναι αναγκαίο να βρίσκει τους τρόπους ώστε να αναπτυχθεί και να προχωρήσει.

Είναι επίσης πιθανό πως είναι μάλλον δυσκολότερο να προχωρήσει κάτι τέτοιο σε μια χώρα που δεν επενδύει αρκετά στην εκπαίδευση, λιγότερες μονάδες ποσοστού του ΑΕΠ από οποιαδήποτε άλλη από τις 38 χώρες του ΟΟΣΑ τουλάχιστον.

Ο Μιχάλης Καλοχριστιανάκης είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός και Τεχνολογίας Η/Υ