Ο φόβος για καταστροφή ήταν πολύ μεγάλος, αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιος θα διασκέδαζε; Αφού η πόλη χανόταν.

Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους για να μην δουν κάτι και σκανδαλιστούν.

O καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί και ο ίδιος για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους.

Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ’ τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς.

Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στον Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους. Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών.

Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο. Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά… Άλλη μια μέρα πέρασε!

Ελάχιστες είχαν ακόμη! Πλησίαζε η καταστροφή! Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: “Πέστε μας, ποια είν’ η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον Άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποια είν’ η μέρα της καταστροφής μας”. Όπως βλέπουμε ο φόβος, αλλά και η μετάνοια ήταν σε όλους μεγάλος.

(Συνεχίζεται)