Όλοι οι Νινευΐτες άκουσαν τη φωνή του προφήτη Ιωνά, πίστεψαν και ζήτησαν το έλεος του Θεού και η πόλη και ο λαός σώθηκε. Ακόμα και οι αμαρτωλοί που την άκουσαν, εξομολογήθηκαν με φόβο τις κακές τους πράξεις. Την άκουσαν οι δούλοι κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.

Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους. Άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του να παρακαλεί τον Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό του άλλου.

Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πως να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση! Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός, στη Νινευή.

Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά. Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα της ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες.

Γιατί η Χάρη του Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει. Άκουσε, λοιπόν, η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στον σωστό δρόμο της ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στον Θεό.

Γιατί αυτή άλλαξε την απόφασή του. Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων… Αλλά τι λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιος θα ‘ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιος απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκο, ποιος θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά;

 Εμμ. Λιοδάκη, ιεροκήρυκος