Θ’αρχίσω κάπως διαφορετικά στο σημερινό μου κείμενο και θ’ αναφερθώ στη λέξη μπολιαριά, μια λέξη όχι και τόσο γνωστή. Η λέξη αυτή σημαίνει την επαγγελματική επαιτεία, η οποία ενδημούσε επί Τουρκοκρατίας σε αρκετές άγονες περιοχές. Τέτοια περιοχή ήταν τα Κράβαρα στην ορεινή Ναυπακτία. Έχει μείνει λοιπόν γνωστή η κραβαρίτικη μπολιαριά ως βιοπορισμός, άλλες φορές πάλι και ως τυχοδιωκτισμός, και συνεχίστηκε και μετά την επανάσταση του 1821. Φυσικά τα αίτια ήταν η φτώχεια, η αρρώστια, η αδικία, η τοκογλυφία, η ληστεία, η ζωοκλοπή, η ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, η αεργία και ανεργία, η αμάθεια και γενικά το χούι, το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς ν’ αποχωριστεί όπως γνωρίζουμε.
Συνήθιζαν λοιπόν οι επαίτες αυτοί να κάνουν αυτό το επάγγελμα λόγω ανέχειας προφανώς, αλλά και λόγω κακιάς συνήθειας. Τους έλεγαν και μπολιαραίους, από τη λέξη μπουλιάρης, η οποία προέρχεται από το βυζαντινό εμβολάριος.
Οι εμβολοι ήταν οι δημόσιες στοές της πόλης και πάντα οι στοές αλλά και τα πολυσύχναστα σημεία των πόλεων, βολεύουν τους επαίτες για να κάνουν τη δουλειά τους. Λέγεται ότι οι μπολιαραίοι ταξίδευαν από τα χρόνια του Αλή Πασά ακόμα στην Πόλη, αλλά και στη Σμύρνη. Το επάγγελμα της μπολιαριάς από τότε δε θα λείψει ποτέ. Την περίοδο του μεσοπολέμου θα γνωρίσει μια ύφεση και μεταπολεμικά σβήνει ολότελα. Τον μπολιάρη, τον συναντάμε πολλές φορές και σαν ταξιδιώτη ή σαν διακονιάρη. Το ταξίδι αυτών των ανθρώπων διακρούσε 7-8 μήνες, έκαναν τη δουλειά τους δηλαδή, σε συνθήκες καλοκαιρίας. Ο χειμώνας και ιδιαίτερα ο βαρύς χειμώνας δεν τους βόλευε και τους απογοήτευε. Ο προϊστάμενος των επαιτών, ο αρχιμπολιάρης δηλαδή, λεγόταν Χαζάης, αφού στα ρούσικα Χαζάιν σημαίνει αφεντικό.
Όλοι μετακινούνταν με την ελπίδα να καζαντίσουν, να βγάλουν χρήματα δηλαδή. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα κειμένου, το οποίο έχω αντλήσει από το άρθρο του Δ.Β. Φούρλα με τίτλο: Οι Νεοχωρίτες «ταξιδιώτες» της Β.Δ. Ναυπακτίας, από το δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.
«Εσύ θα πας σιαδώ, εσύ θα πας σιακεί, εσύ θα πιάσεις το σταθμό, εσύ θα κάτσει στο σταυροδρόμι. Το βραδάκι να είστε με την ώρα σας εδώ. Βάλτε σημάδια να μη χάσετε. Το νου σας από την Αστυνομία. Άιντε, ώρα καλή και γερό κουτσιμπάρι (είσπραξη, λ. μπολιάρικη).
Οι Χαζάηδες συνήθως δεν μπολιάρευαν. Αυτοί ή έμεναν μέσα στο δωμάτιο και μαγέρευαν, ή «έπιαναν γνωριμίες» με τον ένα και με τον άλλο (Ρώσους ή Έλληνες) για να τους έχουν «αποκούμπι» σε ώρα ανάγκης (τα παιδιά τα ‘πιανε, κάποτε, η Αστυνομία και τα ‘κλεινε στη φυλακή κι αν δεν είχες δικό σου άνθρωπο, πως να τα ‘βγανες;).
Παραμόνευαν κι από κρυφά τι κάνουν τα παιδιά, μπολιαρεύουν ή χαζεύουν;
Από Χινοπώρου μέρες γύριζαν -πρώτα ο Θεός- από το «βαρύ ταξίδι». Έρχονταν με τον αέρα του «Βαροταξιδιώτη», του κοσμογυρισμένου και κοσμοδαρμένου, που έμαθε πολλά κι έπαθε πολλά. Φόραγαν γούνα και σιάπκα (ρούσικο σκούφο). Έφερναν ρούβλια. Έδιναν τα δανεικά, ξεχρέωναν τα χρωστημιά, προίκιωναν κορίτσια κι αδερφές, έχτιζαν σπίτια ψηλά.
Έφερναν και τάματα στην Παναγιά, δηλ. στην εκκλησιά του χωριού».
Πάει καλά μ’ όλα αυτά, που έχω προαναφέρει στο πόνημά μου.
Όμως, τι σχέση έχουν με τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Ελεήμονα, του οποίου τιμά τη μνήμη του η Εκκλησία μας, στις 12 του Νοέμβρη. Ο Άϊ Γιάννης, Κύπριος στην καταγωγή, ήταν πατριάρχης Αλεξανδρείας, στα βυζαντινά χρόνια του Ηρακλείου και έγινε διάσημος για τις ελεημοσύνες του. Αποτέλεσμα; Να τον γιορτάζουν ξεχωριστά, στις επαγγελματικές τους συντεχνίες οι ζητιάνοι. Είναι γνωστές οι μεσαιωνικές και νεότερες οργανώσεις αυτών των ανθρώπων, που από πραγματική ανάγκη έφτασαν κάποτε στον επαγγελματισμό (στην Ελλάδα και σ’ όλες τις χώρες), για να εξασφαλίσουν πλουσιότερη ελεημοσύνη με ηθοποιία, μεταμφίεση ή και ακρωτηριασμούς, αλλά και για να μετακινούνται και να «εργάζονται» ασφαλέστεροι, τόσο από τις αστυνομεύσεις, όσο και από τα κυνηγητά. Συνθηματική γλώσσα αυτών των «εργαζομένων», των επαιτών ήταν τα μπουλιάρικα.
Απ’ όπου και αν ταξίδευαν τους καλοκαιρινούς μήνες, φρόντιζαν να γυρίζουν στις εστίες τους το φθινόπωρο (στο ορόσημο του Αγίου Δημητρίου) και να γιορτάσουν τον δικό τους Άγιο, τον Άϊ-Ελεήμονα, στις 12 του Νοέμβρη. Υπάρχουν μαρτυρίες για το μεγάλο τους κέντρο των μεσαιωνικών χρόνων την Κωνσταντινούπολη, εκεί που υπήρχε οργάνωση της συνεχνίας τους ή του αδελφάτου τους, με κανονισμούς και με εκλεγμένο Πρωτομάστορα. Χωρίς την άδεια του τελευταίου κανένας επαίτης ή διακονιάρης δεν μπορούσε να σταθεί σε πόρτα εκκλησίας ή σε άλλη γωνιά, προκειμένου να ζητιανέψει. Τον «ζύγωναν» τον κυνηγούσαν δηλαδή οι άλλοι με τα δεκανίκια. Με επίσημο τρόπο συγκεντρώνονταν όλοι τους, καλοφορεμένοι και γιόρταζαν με αρτοκλασία τον πάτρωνά τους, τον “Αϊλεήμονα”, την ημέρα της γιορτής του.
Ήταν προσοδοφόρο πάντα στις μεγαλουπόλεις το «επάγγελμα» του ζητιάνου άσχετα από την ανάγκη και την ταπείνωση. Ιδιαίτερα για τους ικανούς που ήξεραν τα στέκια και τις ώρες. Λέγεται συνήθως ανεκδοτολογικά, ότι στα φτωχοχώρια, μαζί με άλλα επαγγέλματα του μέλλοντος που εύχονταν στα νεογέννητα οι συγγενείς, ήταν: «Και στην πόλη, ζήτουλας!».
Τέτοιες μέρες… λοιπόν. Μέρες γιορτινές που θα κορυφωθούν με τις γιορτές του δωδεκαημέρου. Μέρες που σιγά σιγά αποχαιρετάμε την εποχή του φθινοπώρου και μπαίνουμε αίσια στην εποχή του χειμώνα. Μικρές οι μέρες, μεγάλες οι νύχτες και παλιότερα οι άνθρωποι συνήθιζαν να κάνουν τα νυχτέρια, πότε στο σπίτι του ενός και πότε στους άλλου.
Άλλες εκείνες οι εποχές, άλλες οι συνήθειες και διαφορετικοί φυσικά οι άνθρωποι περνούσαν όμορφα και απλά τον καιρό τους.